Η πολιτική και διοικητική σημασία που απέκτησε η Θεσσαλία κατά τα μέσα του 17ου αιώνα όταν κατά τη διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου (1656-1669), όταν ο σουλτάνος μετέφερε στη Λάρισα την έδρα του για την καλύτερη παρακολούθηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, υπήρξε προσωρινή. Η περιοχή μετά τη λήξη του πολέμου έμεινε πάλι μια απλή επαρχία της αυτοκρατορίας, προσοδοφόρα για τους Τούρκους αξιωματούχους που ήταν εγκατεστημένοι εκεί, και κυρίως για το σουλτανικό θησαυροφυλάκιο.

Ο απέραντος κάμπος, όπου οι φτωχοί αγρότες καλλιεργούσαν κυρίως σιτάρι, ήταν αραιοκατοικημένος, και στο β΄ ήμισυ του 18ου αιώνα, η μόνη αξιόλογη πόλη στη Θεσσαλία ήταν η Λάρισα, με πληθυσμό που τον αποτελούσαν Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι. Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου ήταν έντονη, οι Τούρκοι όμως την ίδια εποχή υπερτερούσαν αριθμητικά και το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια των Εβραίων. Η αίγλη που είχε αποκτήσει, με την προσωρινή διαμονή του σουλτάνου σε αυτήν, πιθανότατα έκανε τον Εβλιά Τσελεμπή να την κατατάξει ανάμεσα στις δέκα κυριότερες πόλεις της ευρωπαϊκής Τουρκίας, τέταρτη στη σειρά μετά την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες.
Δύο θανατηφόρες επιδημίες, που μεταδόθηκαν και στη Θεσσαλία το 1667 και το 1688 μείωσαν τον πληθυσμό, ενώ την ίδια εποχή μεγάλες εκτάσεις καταστρέφονταν από πλημμύρες. Το 1684 ο Πηνειός ξεχείλισε και κατέστρεψε τμήμα της Λάρισας, παρόχθια χωριά και κωμοπόλεις, καθώς και καλλιεργήσιμη γη. Τα «θανατικά» και οι πλημμύρες συνεχίστηκαν κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 18ου αιώνα. Συγκεκριμένα το 1791 «το θανατικό το μεγάλο», όπως το χαρακτηρίζουν ενθυμήσεις σε κώδικες θεσσαλικών μοναστηριών, προκάλεσε τεράστια φθορά στον πληθυσμό, που αποδεκατίστηκε, και αργότερα, το 1742, όταν ερημώθηκαν πολλά χωριά, ιδιαίτερα εκείνα που είχαν συνοικισθεί τρεις αιώνες πριν από Κονιάρους. Ανάμεσα στα δύο αυτά θανατικά νέες πλημμύρες μάστισαν τη Θεσσαλία, ιδιαίτερα το 1729, όταν κατακλύσθηκαν από τα νερά του Πηνειού, τρεις συνοικίες της Λάρισας, τα Τρίκαλα, το Μοσχολούρι και άλλα χωριά της δυτικής Θεσσαλίας.
Η αραίωση του πληθυσμού της Θεσσαλίας από τις επιδημίες και την ερήμωση ορισμένων περιοχών πιστεύεται ότι ανέτρεψαν τις παλαιές συνθήκες αγροτικής ιδιοκτησίας και δημιούργησαν τα μεγάλα τσιφλίκια του 18ου αιώνα που τα καρπώθηκαν το τουρκικό δημόσιο ή όσοι κάτοικοι απέμειναν από τις θεομηνίες και τη φυγή. Στο τέλος του 18ου αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός της Λάρισας έχει πολύ περιορισθεί (η μοναδική εκκλησία που είχε απομείνει ήταν αυτή του Αγίου Αχιλλείου, που όμως καταστράφηκε κατά τα Ορλωφικά από τους Τούρκους) και οι πλούσιοι Λαρισαίοι που ασχολούνταν με το εμπόριο, πτώχευσαν, σκοτώθηκαν ή έφυγαν προς τα ορεινά χωριά. Έτσι στη Λάρισα στο τέλος του 18ου αιώνα δεν υπήρχε καμία χριστιανική εκκλησία, ενώ υπήρχε συναγωγή και 24 τζαμιά.
Παρ΄όλα αυτά, η Λάρισα στις αρχές του 18ου αιώνα παρουσίαζε ζωηρή εμπορική κίνηση που προκαλούσε το ενδιαφέρον των ξένων. Το 1704 ο Άγγλος πρόξενος στη Λάρισα ήταν ο ίδιος έμπορος δημητριακών, ενώ οι Εβραίοι έφερναν από την Τριπολιτσά μεγάλες ποσότητες τσόχινων υφασμάτων για να τα διοχετεύσουν στα άλλα εμπορικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στην οικονομική ανάπτυξη της ανατολικής Θεσσαλίας δεν βοήθησε μόνο η εγχώρια παραγωγή, αλλά και η θέση του τόπου, που ήταν καίρια και για τις χερσαίες και για τις θαλάσσιες συγκοινωνίες. Ο χερσαίος δρόμος που οδηγούσε από την Πελοπόννησο στη Μακεδονία περνούσε από τη Λάρισα, και αυτός είναι ένας από τους λόγους της οικονομικής ακμής της, όπως συνέβη και με την νοτιότερη Λιβαδιά.
Εκτός όμως από το εμπόριο, ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσίαζε και η υφαντουργία, γεγονός που ερμηνεύεται από την καλλιέργεια βαμβακιού και από την πλούσια κτηνοτροφία. Από τα σημαντικότερα βιοτεχνικά κέντρα της Θεσσαλίας ήταν ο Τύρναβος, που τα βαμβακερά και μεταξωτά του υφάσματα ήταν ξακουστά και περιζήτητα. Ανάλογες βιοτεχνίες με του Τυρνάβου λειτούργησαν και σε χωριά του Πηλίου, στη Μακρινίτσα, την Πορταριά και τη Ζαγορά.

Τη φήμη όμως όλων αυτών των κωμοπόλεων ξεπέρασαν τα Αμπελάκια με τη βιοτεχνία τους και τον πρωτοποριακό συνεταιρισμό τους. Η εσωτερική κρίση που πέρασε η συντροφιά των Αμπελακίων στα χρόνια 1797-1798 δεν κλόνισε την υπόστασή της, και γύρω στο 1803 βρισκόταν πάλι σε υψηλό επίπεδο απόδοσης. Ωστόσο από το 1808-1809 αρχίζει η κάμψη, που οφείλεται στη αναζωπύρωση παλαιότερων αντιθέσεων και στη διχόνια των συνεταίρων, και ολοκληρώθηκε το 1820. Οπωσδήποτε η οικονομική άνθηση του θεσσαλικού χωριού υπήρξε μια φωτεινή και διδακτική σελίδα στην οικονομική ζωή του υπόδουλου Ελληνισμού.
Το λιμάνι του Βόλου είναι «η σκάλα όλης της Θεσσαλίας» κατά τον 18ο αιώνα και ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι μολονότι το λιμάνι ήταν πολυσύχναστο από πλοία κάθε εθνικότητας η πόλη δεν παρουσίασε ανάλογη αύξηση και ο πληθυσμός κυμαινόταν γύρω στις 3.000 κατοίκους.
Ενώ όμως δεν αναπτύχθηκε πληθυσμιακά το λιμάνι και δεν δημιουργήθηκε ναυτιλία ανάλογη με την κίνηση, επίδοση στη θάλασσα παρουσίασαν οι Τρικεριώτες. Το Τρίκερι, νησί στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου και χωριό στην απέναντι ομώνυμη χερσόνησο, που το κατοικούσαν 300 οικογένειες, ζούσε από τη θάλσσα «μη έχοντας τόπο γεωργήσιμο». Με τα καΐκια τους οι Τρικεριώτες ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα λιμάνια πιο μακρινά, ενώ αρκετοί από τους κατοίκους ασχολούνταν με την σπογγοαλιεία και πουλούσαν τα σφουγγάρια στη Θεσσαλονίκη, από όπου μεταφέρονταν στο εξωτερικό. Οι Τρικεριώτες επίσης πραγματοποιούσαν μεγάλο μέρος της μεταφοράς του σιταριού της Θεσσαλίας στην Κωνσταντινούπολη για τον εφοδιασμό της πρωτεύουσας.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους