Στην Σμύρνη

Το πρωί του Σαββάτου 27 Αυγούστου, πριν ξημερώσει καλά, χιλιάδες άνθρωποι, βουβοί κατευθύνθηκαν προς την προκυμαία της Σμύρνης. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι Τούρκοι είχαν κιόλας φτάσει στα προάστια. Στην τουρκική συνοικία της Σμύρνης υψώθηκαν τουρκικές σημαίες. Στις 10:30 το πρωί οι πρώτοι έφιπποι τσέτες του Μπεχλιβάν μπήκαν στην Σμύρνη από την Πούντα, προχώρησαν στην Μπελλαβίστα, έφτασαν στο κέντρο της προκυμαίας και ύστερα πήγαν στο διοικητήριο. Τη διοίκηση ανέλαβε ο Νουρεντίν μπέης.

Στην Σμύρνη
Σκηνή από την καταστροφή της Σμύρνης

Άλλοι Τούρκοι μπήκαν στην ελληνική συνοικία, και εκεί διαπράχθηκαν οι πρώτοι φόνοι Ελλήνων και Αρμενίων. Αρχικά η είσοδος των Τούρκων στην πόλη έγινε με σχετική ηρεμία και τάξη, κάτι όμως που αφορά μόνο στους κεντρικούς δρόμους. Από το βράδυ της 27ης προς την 28η Αυγούστου άρχισαν να γίνονται λεηλασίες και φόνοι στο εσωτερικό της πόλης, στην αρχή από Τούρκους πολίτες και ύστερα από στρατιώτες.

Το απόγευμα της 27ης και ενώ τουρκικές δυνάμεις συνέχισαν να μπαίνουν στην πόλη κατέπλευσε ένα ιταλικό πλοίο, το «Μεγκ», ο πλοίαρχος του οποίου άρχισε να δέχεται πρόσφυγες. Απέπλευσε το πρωί της επόμενης και ήταν το τελευταίο πλοίο που έφυγε από τη Σμύρνη χωρίς να υποστεί έλεγχο.

Την Τετάρτη, 31 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε και ο εμπρησμό της Σμύρνης. Ο Αγγελομάτης γράφει: «από την πρωίαν της 31ης Αυγούστου είχε τεθεί εις πλήρη εφαρμογήν το σχέδιον Νουρεντίν. Αι φλόγες του εμπρησμού αναπήδων εις την μίαν και την άλλην σμυρναϊκήν συνοικίαν, ώστε να αποτελέσουν αληθή αλυσίδα, από την οποία ελάχιστοι θα εξέφευγον κρίκοι. Τα σημεία μόνο και τα κτίρια, που ήθελαν οι στρατιώτες και τα άλλα όργανα του Νουρεντίν να διασώσουν, διεσώζοντο. Εκεί τουρκικά αποσπάσματα προέβαιναν εις κατεδαφίσεις και εσχημάτιζον κενόν. Κατά τον τρόπο αυτό εσώθη το πελώριον κτίριον της Ιταλικής Σχολής. Εξάλλου οι άνδρες του Νουρεντίν φρόντιζαν να μην επεκταθεί η πυρκαϊά πέρα από το Γαλλικό προξενείο. Αι πυκνοκατοικημέναι συνοικίαι του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Νικολάου εγένετο την ίδιαν στιγμήν παρανάλωμα του πυρός. Αι πρώται φλόγες που κατέφαγαν την Σμύρνην ανεπήδησαν την νύχτα της 30ης Αυγούστου, κυρίως από την αρμενικήν συνοικίαν που συνόρευε με την αγοράν της Σμύρνης, τις Μεγάλες Ταβέρνες, και την ελληνικής συνοικίαν το Αγίου Γεωργίου και δι’ αυτής με την συνοικίαν της Αγίας Φωτεινής».

Ο Χρ. Σολομωνίδης αναφέρει ότι μια σειρά από φωτιές κατευθύνονταν από τα «Σίδερα» του Αγίου Κωνσταντίνου προς τα Μορτάκια, Τερψιθέα, Άγιο Τρύφωνα και τη συνοικία Αγίας Αικατερίνης, ενώ μια δεύτερη προς τις συνοικίες του Νέου Κόσμου και του Κεντρικού Παρθεναγωγείου. Τρίτη φωτιά απλώθηκε από το «Φαρδύ» του Αγίου Δημητρίου προς τα Σπιτάλια, Καινούργιο Μαχαλά και οδό Ρόδων και τέλος μαι τέταρτη στις Μεγάλες Ταβέρνες, στις συνοικίες Σερβετάδικα, Αγίου Γεωργίου, Αγίας Φωτεινής, Γυαλιάδικα και Φραγκομαχαλά.

Πολλοί ξένοι και Έλληνες αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν σκηνές φρίκης κατά τις μέρες της πυρκαϊάς και δίνουν στοιχεία για τους δράστες του εμπρησμού. Ο εμπρησμός ήταν προμελετημένος και οργανωμένος. Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με βενζίνη και πετρέλαιο ή έρριχναν εμπρηστικές βόμβες. Χιλιάδες κόσμου έσπευσαν στην προκυμαία για να σωθούν. Από τον Λ. Οικονόμου πληροφορούμαστε ότι τις μέρες εκείνες το πλήθος των προσφύγων στην προκυμαία υπολογιζόταν σε 300.000.

Μία εβδομάδα μετά την είσοδο των τουρκικών δυνάμεων στη Σμύρνη ο Νουρεντίν δημοσίευσε μια προκήρυξη, σύμφωνα με την οποία, όλοι οι Έλληνες και Αρμένιοι άνδρες από 18 έως 45 χρόνων έπρεπε να παραδοθούν. Θα κρατούνταν ως αιχμάλωτοι μέχρι το πέρας των εχθροπραξιών. Όλες οι σμυρνέικες οικογένειες ή Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες θα έπρεπε να μεταναστεύσουν μέχρι την 18η Σεπτεμβρίου.

Μετά από την έκδοση της προκήρυξης αυτής εντάθηκαν οι λεηλασίες και οι σφαγές και οι βιαιοπραγίες κατά των μειονοτήτων. Ο Κορδάτος αναφέρει ότι η κατάσταση χαρακτηριζόταν σαν «σωστή κόλαση». Άλλοι με βάρκες, άλλοι κολυμπώντας πήγαιναν στα πολεμικά της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιταλίας, ζητώντας άσυλο, αλλά οι ναύτες τους πετούσαν στη θάλασσα, όταν σκαρφάλωναν στα πλοία ή τους κλωτσούσαν.

Στο μεταξύ και ενώ οι μέρες της προθεσμίας για την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους πρόσφυγες τελείωναν, έπειτα από έντονες διπλωματικές ενέργειες των ξένων, ανάμεσα στους οποίους πρωτοστατούσε ο Αμερικανός υποδιευθυντής της ΧΑΝ στον Παράδεισο Asa Jennings, στάλθηκαν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη, τα οποία παρέλαβαν μεγάλο μέρος των προσφύγων που παρέμεναν ακόμη στην Σμύρνη. Στις 11 Σεπτεμβρίου 15.000 πρόσφυγες επιβιβάστηκαν στα πλοία και άλλες 43.000 δύο μέρες αργότερα. Ως τις 18 Σεπτεμβρίου 180.000 πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί σε ελληνικό έδαφος. Το τελευταίο πλοίο έφυγε από τη Σμύρνη 6 μόνο ώρες πριν εκπνεύσει η προθεσμία.

Στα γειτονικά λιμάνια της Ούρφας, του Τσεσμέ και του Αϊβαλί εξακολουθούσαν να βρίσκονται 60.000 πρόσφυγες, που μεταφέρθηκαν και εκείνοι με πλοία μέσα σε λίγες μέρες ενώ είχε δοθεί οκταήμερη παράταση από τους Τούρκους. Έτσι ο συνολικός αριθμός των προσφύγων που έφυγαν ως τότε από τη Μικρά Ασία έφθανε τις 250.000.

Στις 10 Σεπτεμβρίου εκδόθηκε νέα διαταγή του Νουρεντίν. Σύμφωνα με την οποία όσοι από τους άνδρες, που είχαν συλληφθεί, δεν εξοντώθηκαν, οδηγήθηκαν στο εσωτερικό σε στρατόπεδα, όπου άρχισε ένας νέος κύκλος μαρτυρίων.

Ανάλογες βιαιοπραγίες με αυτές της Σμύρνης είχαν διαδραματισθεί και στα προάστια της, Κορδελιό, Μπουτζά, Κουκλουτζά, και αλλού. Πολλές μαρτυρίες για φρικιαστικές σκηνές στο Μερσινλί, στην Καραντίνα, στο Γκιοζ Τεπέ, και στο Μπουρνόβα, όπου στραγγαλίστηκαν παιδιά. Όλοι οι δρόμοι προς τα προάστια της Σμύρνης ήταν διάσπαρτοι με πτώματα Ελλήνων και Αρμενίων. Από το πρωί του Σαββάτου της 3ης Σεπτεμβρίου, τα προάστια αυτά κυκλώθηκαν από τουρκικό στρατό και Τούρκοι στρατιώτες και αξιωματικοί άρχισαν συστηματικά φόνους, λεηλασίες, απαγωγές.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών