Δεν μας είναι γνωστό ποιον αντίκτυπο είχε στη σύνθεση του πληθυσμού της Κρήτης το κύμα της αποδημίας που ακολούθησε την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους το 1669. Άσχετα όμως από το ποσοστό των προσφύγων που δεν ήταν υψηλό στο σύνολο του πληθυσμού, αφού το μεγαλύτερο μέρος του προερχόταν από τους ευγενείς και τους πλούσιους, σοβαρό πλήγμα για το νησί δημιούργησαν οι εξισλαμισμοί που έλαβαν χώρα στην Κρήτη, και στις αγροτικές περιοχέ, αλλά και στις πόλεις. Οι εξισλαμισμένοι δεν χάθηκαν μόνο για την ορθοδοξία αλλά και για τον Ελληνισμό.

Παρά τη δοκιμασία αυτή η τουρκοκρατία στην Κρήτη είχε δύο ευνοϊκές επιδράσεις: ο αγροτικός πληθυσμός βρέθηκε σε καλύτερη κατάσταση, καθώς ξέφυγε από το τραχύ καθεστώς της βενετοκρατίας, έγινε ζωτικότερος και επετέλεσε τώρα το κυριότερο παράγοντα της οικονομικής ζωής του νησιού, η οποία αν δεν έφθασε στο σημείο ακμής που παρατηρήθηκε σε άλλες περιοχές, υπήρξε για την ύπαιθρο πολύ μεγαλύτερη από ότι στα πριν το 1669 χρόνια. Η εκκλησία της Κρήτης, που αποκαταστάθηκε μετά την αποχώρηση των Βενετών, ανέλαβε ηγετικό ρόλο, όχι μόνο στον πνευματικό βίο, αλλά και σε άλλους τομείς, όπως συνέβαινε και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο.
Στο τέλος του 18ου αιώνα είχε ήδη σημειωθεί συγκέντρωση πληθυσμού σε λίγα αστικά κέντρα, και κυρίως στα Χανιά, που αποτελούν το αξιολογώτερο λιμάνι του νησιού. Η πόλη αυτή με πληθυσμό 17.000 κατοίκων είναι πέρασμα Ευρωπαίων εμπόρων, ενώ η Ιεράπετρα, η Σητεία, ο Κίσαμος, που γνώρισαν στα χρόνια της βενετοκρατίας ακμή, τώρα έχουν παρακμάσει, μολονότι τα λιμάνια τους, καθώς και τα λιμάνια της Σούδας και του Μεραμπέλλου σημειώνονται σε έκθεση του Γάλλου προξένου στα Χανιά ακόμη σαν αξιόλογα.
Μετά την αποχώρηση των Βενετών οι Γάλλοι εκδηλώνουν μεγάλο ενδιαφέρον για το εμπόριο στην Κρήτη. Το 1679 ιδρύουν προξενείο στα Χανιά, υποπροξενείο στο Ηράκλειο κια πρακτορείο στο Ρέθυμνο. Παράλληλα, την δεκαετία 1710-1720 οι Βενετοί προσπάθησαν να ιδρύσουν προξενείο στα Χανιά, πράγμα που έβρισκε αντίθετη την Πύλη, η οποία είχε λόγους να φοβάται την οικονομική διεύσδυση της Βενετίας στην Κρήτη.
Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση το ύψος των αγορών και των μεταφορών κρητικών προϊόντων από Γάλλους εμπόρους έφθανε στο ύψος του εμπορίου που διεξαγόταν στην Πελοπόννησο και το ένα τρίτο του εμπορίου στην Κωνσταντινούπολη. Στα χρόνια 1766-1785 κατέπλεαν στα Χανιά ή απέπλεαν 75 εώς 115 πλοία τον χρόνο, τα περισσότερα γαλλικά. Το 1785 από τα γαλλικά πλοία που κατέπλεαν στα Χανιά προέρχονταν κατευθείαν από τη Μασσαλία και τη Μάλτα.
Η πλούσια αυτή ναυτιλιακή κίνηση στην οποία αργότερα θα λάβουν μέρος και κρητικά πλοία, οφείλεται στην αφθονία παραγωγής ορισμένων ειδών. Γαλλικά πλοία φόρτωναν λάδι, τυρί, μαλλί, σταφίδα και κρασί για την Κωνσταντινούπολη, την Θεσσσαλονίκη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια και έφερναν ρύζι, καφέ, σιδηρικά, υφάσματα. Το λάδι φορτωνόταν σε μεγάλη ποσότητα για τη Μασσαλία για την παρασκευή σαπουνιού. Από το δεύτερο τέταρτο του 18ου αιώνα άρχισε η σαπουνοποιία στην Κρήτη και από τα εργοστάσια του νησιού προμηθευόταν όλη η Ανατολή.
Η εμπορική αυτή δραστηριότητα δεν καλύπτει ολόκληρο το νησί. Σχεδόν όλοι οι περιηγητές, αλλά και οι πρόξενοι στις εκθέσεις τους παρουσιάζουν την φτώχεια του αγροτικού στοιχείου ορισμένων περιοχών και τις δοκιμασίες που υπέστησαν κατά καιρούς οι πληθυσμοί των πεδιάδων, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη. Αντίθετα, τα βουνά της Κρήτης, όπως και τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, μπόρεσαν να διατηρήσουν και μέσα στη φτώχεια τους το φιλελεύθερο πνεύμα τους.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους