Η θέση της Ηπείρου απέναντι από την Κέρκυρα -πρωτεύουσα των βενετοκρατούμενων Επτανήσων-, τα βενετικά προγεφυρώματα που υπήρχαν σε καίρια παραθαλάσσια σημεία της περιοχής -κυρίως η Πρέβεζα και η Πάργα-, η μικρή απόσταση που την χωρίζει από την Ιταλία και η μορφολογία του εδάφους της, υπήρξαν αποφασιστικοί παράγοντες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη που συντελέστηκε στην Ήπειρο τον 18ο αιώνα. Με ακμαίο και δραστήριο ελληνικό στοιχείο, παρά τους εξισλαμισμούς που συνεχίστηκαν ως την περίοδο αυτή στα βόρεια διαμερίσματα της, παρουσιάζει ενδιαφέρον για τη συμβολή της στην πνευματική αναγέννηση του Ελληνισμού.

Από ένα κτηνοτροφικό και αγροτικό αρχικά πληθυσμό δημιουργούνται σιγά σιγά σε επίκαιρες θέσεις μικρές ή μεγαλύτερες πόλεις, ή ξαναζωντανεύουν παλαιές βυζαντινές πολιτείες, όπως η Άρτα. Και εδώ, όπως στη Μακεδονία, η αναλογία του πληθυσμού των πόλεων και της υπαίθρου είναι ίδια, ένα προς τρία περίπου. Ο Beaujour υπολογίζει τον πληθυσμό σε 400.000. Τέλος του 18ου αιώνα, στην βόρεια Ήπειρο υπάρχουν μικρές κωμοπόλεις με πληθυσμό 1.000 έως 4.000, που αποτελούν υποτυπώδη εμπορικά κέντρα από οποία αξιολογότερο είναι η Αυλώνα.
Η Μοσχόπολη, που ως το τέλος του 17ου αιώνα διατήρησε τον κτηνοτροφικό της χαρακτήρα, μέσα σε λίγες δεκαετίες έγινε μία από τις πιο ανθηρές πόλεις της Ηπείρου, με πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 40.000. Στα νοτιότερα διαμερίσματα, αναπτύσσονται νωρίς τα Ιωάννινα και η Άρτα καθώς και η βενετοκρατούμενη ολόκληρη σχεδόν τον 18ο αιώνα Πρέβεζα, και γίνονται κέντρα εμπορικής δραστηριότητας.
Οι ίδιοι λόγοι που οδήγησαν τους κατοίκους της Μακεδονίας στην αποδημία προκάλεσαν το μεταναστευτικό ρεύμα και στον ηπειρωτικό πληθυσμό, ο οποίος ακολουθούσε τους δρόμους που οδηγούσαν στην Βλαχία-Μολδαβία και στην κεντρική Ευρώπη, περισσότερο όμως τον δρόμο που έφερνε στη Βενετία και στον μυχό της Αδριατικής. Στη Βενετία βρίσκουμε Έλληνες εμπόρους από την Ήπειρο από τα τέλη του 16ου αιώνα και το ηπειρωτικό στοιχείο στην πόλη αυτή είναι πολυάνθρωπο κατά τους δύο επόμενους αιώνες. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι από την Ήπειρο κατάγονταν οι ιδρυτές των τριών μεγαλύτερων τυπογραφείων της Βενετίας, του Γλυκύ, του Σάρου και του Θεοδοσίου.
Με το εμπόριο ασχολήθηκε στην αρχή ο Γλυκύς, που τον βρίσκουμε στη Βενετία το 1645, και το 1670 ίδρυσε το τυπογραφείο που λειτουργούσε αδιάκοπα ως το 1854. Το εμπόριο ήταν επίσης η πρώτη ενασχόληση του Νικολάου Σάρου που το τυπογραφείο του ιδρύθηκε στην Βενετία το 1686. Στα μέσα του 18ου αιώνα στην ίδια πόλη ιδρύεται το τρίτο ελληνικό τυπογραφείο από την Ηπειρώτη Δημήτριο Θεοδοσίου. Τόσο στη Βενετία όσο και σε χώρες της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης σταδιοδρομούσαν οι απόδημοι Ηπειρώτες και δημιουργώντας ισχυρούς οικονομικούς πυρήνες συναγωνίζονταν με επιτυχία το ξένο εμπόριο.
Η ίδρυση νέων ή η ανάπτυξη παλαιών ηπειρωτικών πόλεων, η επαφή των ντόπιων με τους αποδήμους, τα λιμάνια της Ηπείρου, που προσφέρονταν στο ευρωπαϊκό ναυτικό περισσότερο από όσο τα λιμάνια άλλων ελληνικών περιοχών, συνετέλεσαν στην ιδιαίτερη ακμή του τμήματος αυτού της Ελλάδας.
Η εμπορική σημασία της Ηπείρου προκάλεσε νωρίς το ενδιαφέρον της Γαλλίας που είχε να δραστηριοποιείται στις θάλασσες της ανατολικής Μεσογείου και να ανταγωνίζεται τους Βενετούς. Γάλλοι έμποροι εγκαταστάθηκαν στη Άρτα και στην πόλη αυτή ιδρύθηκε γαλλικό προξενείο, με υποπροξενεία στο Μεσολόγγι, στην Πρέβεζα, στη Σαγιάδα και στην Αυλώνα. Ακολούθησαν οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί, που οι εμπορικές συναλλαγές τους στην περιοχή αναπτύχθηκαν εντυπωσιακά.
Ένα μεγάλο μέρος από τα προϊόντα που παράγονταν στην Ήπειρο διοχετεύονταν προς τα λιμάνια από τα Ιωάννινα, όπου ξεφορτώνονταν τα καραβάνια, όσα έφερναν τα εμπορεύματα των άλλων περιοχών, για να πάρουν τα προϊόντα της ηπειρωτικής γης. Η έντονη εμπορική δραστηριότητα είχε τον αντίκτυπο της όχι μόνο στη δημιουργία μιας τάξης εύπορων, που διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στη ζωή του τόπου και στην ανακατάταξη του πληθυσμού, με βάση το επάγγελμα και την οικονομική κατάσταση, αλλά και στην πνευματική ανάπτυξη της περιοχής, σε σημείο που τα Ιωάννινα να θεωρούνται «μητρόπολις πάσης μαθήσεως» και «Αθήναι της νεωτέρας Ελλάδος».
Στο τέλος του 18ου αιώνα τα Ιωάννινα δεν είναι πια ένα απλό επαρχιακό κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Προς την πρωτεύουσα του εκτεταμένου πασαλικίου στρέφεται η προσοχή της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Τα Ιωάννινα γίνονται στην ουσία η πρωτεύουσα της Ηπείρου, της Αλβανίας, της Θεσσαλίας και μεγάλου μέρους της Μακεδονίας. Η περίοδος ως την Ελληνική Επανάσταση είναι χρυσή εποχή για την ηπειρωτική πόλη.
Η παιδεία, που η παράδοσή της είχε βαθιές ρίζες στον πληθυσμό, με την σχολή του Επιφανίου, με τον Βησσαρίωνα Μακρή, τον Γεώργιο Σουγδουρή, τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, τον Ευγένιο Βούλγαρη, τους Μπαλάνους ανανεώνεται. Τα Ιωάννινα, με τον Αθανάδιο Ψαλίδα, τον Ιωάννη Βηλαρά και άλλους λογίους, γίνονται το πνευματικό κέντρο του ελλαδικού χώρου, βρίσκονται στην πρωτοπορία των προοδευτικών ιδεών της εποχής και η ακτινοβολία τους φθάνει πολύ μακρύτερα από τα γεωγραφικά όρια της Ηπείρου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους