Στάση του «Νίκα»

Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιουστίνου, προκατόχου του Ιουστινιανού, και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι Βένετοι και οι Πράσινοι (αρχικά ιπποδρομιακές ομάδες, αργότερα και πολιτικές, οι δήμοι όπως ονομάζονταν την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), υπήρξαν στόχος σοβαρών κατασταλτικών μέτρων. Οι δήμοι αυτοί παρουσιάζονταν ως προστάτες των καταπιεσμένων μαζών της Κωνσταντινούπολης, να εκφράζουν τις προσδοκίες τους και να τις βγάλουν από την απομόνωση. Επίσης εξακολουθούσαν να προσφέρουν στις ανώτερες τάξεις ευκαιρίες να υποκινούν ταραχές διεγείροντας τα πλήθη. Μια τέτοια ευκαιρία ήταν η εξέγερση που αργότερα θα ονομαστεί Στάση του «Νίκα».

Στάση του «Νίκα»
Θηριομαχίες στον Ιππόδρομο

Τον Ιανουάριο του 532 οι εκδηλώσεις των δήμων άρχισαν να αποκτούν πολιτική χροιά, που εξέφραζε ένα μέρος της άναρθρης δυσφορίας των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν βλαβεί από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού. Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον Ιππόδρομο οι Πράσινοι διαμαρτυρήθηκαν για κάποια αυθαίρετη ενέργεια των αρχών και προέβησαν σε προσωπική επίθεση εναντίον του Ιουστινιανού. Τις επόμενες μέρες η ένταση εξακολούθησε και σημειώθηκαν μικροσυμπλοκές στους δρόμους και οι ηγέτες των δήμων συνελήφθησαν από τον έπαρχο της πόλης και καταδικάστηκαν σε θάνατο.

Όταν ήρθε η ώρα του απαγχονισμού τους, ένα τεράστιο απειλητικό πλήθος συγκεντρώθηκε που μόλις ήταν σε θέση να συγκρατηθεί από τους στρατιώτες. Ο δήμιος, ταραγμένος, δεν επιτέλεσε σωστά το έργο του και δύο από τους καταδίκους έπεσαν από το ικρίωμα ζωντανοί. Μοναχοί από γειτονική μονή, παρακινημένοι από τις κραυγές του πλήθους, άρπαξαν τους ημιθανείς άνδρες από τα χέρια του δήμιου και με την προστασία του πλήθους τους απήγαγαν με βάρκες σε μια εκκλησία στην αντίπερα όχθη του Βοσπόρου, που είχε το προνόμιο της ασυλίας. Οι στρατιώτες του έπαρχου και οι εξοργισμένοι πολίτες συγκρούονταν μπροστά από την εκκλησία επί αρκετές ημέρες.

Την Τρίτη 13 Ιανουαρίου, όταν άρχισαν οι αγώνες στον Ιππόδρομο, οι μυριάδες του κοινού άρχισαν να κραυγάζουν συνθήματα, αξιώνοντας την αθώωση των δύο ανδρών. Δεν βρήκαν όμως ανταπόκριση από τον αυτοκράτορα και τους αξιωματούχους του, που ήλπιζαν ότι η θύελλα θα μπορούσε να κοπάσει. Έσφαλλαν. Ο ένας από τους διασωθέντες ήταν Πράσινος και ο άλλος Βένετος. Αιφνίδια, οι ηγέτες των δήμων ήρθαν σε συμφωνία και άρχισαν όλοι μαζί να καταφέρονται εναντίον του αυτοκράτορα και της αυλής του.

Βγαίνοντας από τον Ιππόδρομο κατευθύνθηκαν προς το Αυγουσταίο, τη μεγάλη πλατεία μεταξύ του ιερού Παλατίου και της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας. Καθώς προχωρούσαν αλληλοενθαρρύνονταν με την κραυγή «Νίκα!», με την οποία συνήθιζαν να εμψυχώνουν τις ομάδες τους στον Ιππόδρομο. Παραβιάζοντας τις προσβάσεις του Πραιτωρίου, σκότωσαν τους φρουρούς, απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους από το δεσμωτήριο και πυρπόλησαν το κτίριο. Η οργή τους κορυφώθηκε στη θέα των φλογών, έκαναν μεταβολή και έθεσαν πυρ στα επίσημα προπύλαια του Μεγάλου Παλατίου. Και άλλα κτίρια γύρω από την πλατεία και τον κεντρικό δρόμο πυρπολήθηκαν τυχαία ή εσκεμμένα. Το δειλινό η εκκλησία, που είχε αρχίσει ο Μέγας Κωνστανίνος και τελείωσε ο Κωνστάντιος, δεν ήταν παρά ένας σωρός από ερείπια που κάπνιζαν.

Όταν διαλύθηκε το πλήθος για να επιστρέψει στα σπίτια του, οι ηγέτες των δήμων συσκέφθηκαν και προσπάθησαν να διατυπώσουν συγκεκριμένα αιτήματα. Η ανεξέλεγκτη καταστρεπτική επανάσταση δεν ήταν πλέον προς το δικό τους συμφέρον ούτε προς το συμφέρον των αρχών.

Το επόμενο πρωί όσοι συγκεντρώθηκαν στον Ιππόδρομο για τους αγώνες κραύγαζαν συνθήματα, απαιτώντας την απόλυση του έπαρχου της πόλης Ευδαίμονος, καθώς και του Ιωάννη Καππαδόκη (έπαρχος πραιτωρίων της Ανατολής) και του Τριβωνιανού (νομικός). Ο Ιουστινιανός τους απέλυσε αμέσως και τους τρεις, ελπίζοντας ότι έτσι θα εκτονωνόταν η κατάσταση. Οι ηγέτες των δήμων μπορεί να ικανοποιήθηκαν, όχι όμως και οι πολίτες. Είχαν γευθεί την δύναμη και ορέγονταν περισσότερα. Ήδη η αριστοκρατία που ήταν σχεδόν ομόφωνα εναντίον του Ιουστινιανού, άρχισε να επωφελείται από την κρίσιμη κατάσταση. Ομάδες πολιτών περιέρχονταν στους δρόμους πυρπολώντας και λεηλατώντας.

Ο Ιουστινιανός με τους επιτελείς του και τους αυλικούς του βρίσκονταν κυριολεκτικά αιχμάλωτοι στο Παλάτιο, μη γνωρίζοντας πού να στραφούν. Υπήρχε πλήθος στρατεύματα στην πρωτεύουσα ή κοντά σε αυτή, καθώς και πολλές μονάδες που είχαν αποσπασθεί από το ανατολικό μέτωπο μετά τη σύναψη της «απεράντου» ειρήνης. Αλλά κανείς δεν ήξερε αν θα υπάκουσαν στις διαταγές. Η αυτοκρατορική φρουρά ήταν αγανακτισμένη εξαιτίας της περικοπής των μισθών της. Μια απόπειρα σώματος Γερμανών μισθοφόρων να καταστείλουν την στάση δεν βρήκε υποστήριξη από τα ρωμαϊκά στρατεύματα. Εξάλλου ο Ιουστινιανός δεν μπορούσε να εμπιστεύεται πολλούς από τους αξιωματούχους που βρίσκονταν μαζί του αποκλεισμένοι στο Παλάτιο. Δύο από αυτούς ήταν ανηψιοί του Αναστασίου, οπότε και πιθανοί διεκδικητές του θρόνου. Και όλοι ανήκαν σε μια τάξη, που αισθανόταν τη θέση της να κινδυνεύει.

Στις 15 Ιανουαρίου πια τα πλήθη στους δρόμους καλούσαν τον Πρόβο, ανηψιό του Αναστασίου να καταλάβει την εξουσία. Ο Πρόβος όμως είχε εγκαταλείψει μυστικά την πόλη και οι απογοητευμένοι πολίτες αρκέστηκαν να πυρπολήσουν το σπίτι του. Ο Ιουστινιανός επιεδή φοβόταν μήπως εκδηλωθεί πραξικόπημα μέσα στο Παλάτιο, αποφάσισε να απομακρύνει τους περισσότερος από τους συγκλητικούς που ήταν αποκλεισμένοι μαζί του. Ο Υπάτιος ο μεγαλύτερος από τους ανηψιούς του Αναστασίου, παρακάλεσε να μείνει, γιατί ήξερε τι τον περίμενε αν έβγαινε έξω. Αλλά ο Ιουστινιανός δεν ήθελε να διακινδυνεύσει και οι έντρομοι αξιωματούχοι υποχρεώθηκαν να βγουν από μια μικρή πύλη του τείχους του Παλατίου.

Στάση του «Νίκα»

Απαλλαγμένος από τον φόβο ανακτορικού πραξικοπήματος μέσα στο Παλάτι, αποφάσισε να παραδοθεί ως ικέτης στο πλήθος. Όταν όμως παρουσιάσθηκε στο «κάθισμα», το αυτοκρατορικό θεωρείο που ήταν απευθείας συνδεδεμένο με το Παλάτιο, τα πλήθη που κατέκλυζαν τον Ιππόδρομο τον υποδέχθηκαν με αποδοκιμασίες και ύβρεις και αρνήθηκαν να ακούσουν τους λόγους του. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποσυρθεί αμέσως στο εσωτερικό του Παλατίου.

Στο μεταξύ μια άλλη ομάδα επαναστατημένων πολιτών είχαν ανακαλύψει τον Υπάτιο, τον μετέφεραν στους ώμους τους στον Φόρο του Κωνστάντιου, στη Μέση, και τον έστεψαν με ένα χρυσό «στρεπτόν» (περιδέραιο) αντί διαδήματος. Καθώς πολλοί από τους ιθύνοντες έσπευσαν να επιδείξουν την υποστήριξή τους, ο έντρομος Υπάτιος άρχισε να ανακτά την αυτοπεποίθησή του. Όταν άρχισε να διαδίδεται η φήμη ότι ο Ιουστινιανός είχε εγκαταλείψει κρυφά την πόλη, άφησε να τον μεταφέρουν στον Ιππόδρομο και να τον εγκαταστήσουν, περιβεβλημένο με πορφυρά ενδύματα στο αυτοκρατορικό θρόνο, το «κάθισμα», ενώ τα πλήθη που γέμιζαν ολόγυρα τα έδρανα τον υποδέχονταν με ζητωκραυγές.

Ο ήχος των ζητωκραυγών έφθασε ως το Παλάτιο, όπου ο Ιουστινιανός και οι στενότεροι του συνεργάτες συζητούσαν αν είχαν χαθεί όλα ή όχι. Ο Ιουστινιανός υποστήριζε ότι έπρεπε να διαφύγει στην Ηράκλεια της Θράκης και να ενωθεί με τα εκεί στρατεύματα που ήλπιζε ότι θα του ήταν πιστά. Γι’ αυτό ετοιμάστηκε ταχύπλοο καράβι στο λιμάνι του Παλατίου. Ο Βελισάριος πίστευε ότι αν κατόρθωναν να συλλάβουν τον Υπάτιο, τα πλήθη δεν θα αργούσαν να ηρεμήσουν. Όταν όμως επιχείρησε ως επικεφαλής Γερμανών μισθοφόρων να προχωρήσει στον διάδρομο που οδηγούσε στο «κάθισμα», τον σταμάτησαν μέλη της αυτοκρατορικής φρουράς που είχαν αποφασίσει για μεγαλύτερη ασφάλεια να τηρήσουν ουδετερότητα. Μη θέλοντας να διακινδυνεύσει μια σύγκρουση που μπορούσε να μεταστρέψει τις υπόλοιπες μονάδες της φρουράς υπέρ του Υπατίου, ο Βειλισάριος επέστρεψε απελπισμένος στο κονσιστώριο.

Ο Ιουστινιανός αποφάσισε ότι η παραμονή του θα σήμαινε αυτοκτονία και διέταξε άμεση φυγή προς το λιμάνι. τη στιγμή εκείνη παρενέβη η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, που ως τότε παρακολουθούσε με ευλαβική σιγή τις συζητήσεις των ανδρών. Οι λόγοι «Δεν σωζόμεθα δια της φυγής, παρά να αποθάνωμεν αδόξως, προτιμώτερον να αποθάνωμεν ενδόξως αγωνιζόμενοι» τους οποίους της αποδίδει ο Προκόπιος δεν είναι δυνατόν να αποτελούν αυτολεξεί καταγραφή όσων είπε. Αλλά ο Προκόπιος πληροφορήθηκε τα καθέκαστα από τον Βελισάριο και ίσως μάλιστα να ήταν και ο ίδιος παρών στο Παλάτιο ως μέλος της ακολουθίας του Βελισαρίου.

Η απροσδόκητη παρέμβαση της Θεοδώρας κλόνισε την απόφαση των ανδρών. Τότε ο Βελισάριος και ο συστρατηγός του Μούνδος άρχισαν βιαστικά να καταστρώνουν σχέεδια. Θα έβγαιναν από το Παλάτιο από διαφορετικές πύλες, επικεφαλής σωμάτων μισθοφόρων και θα προσπέλαζαν τον Ιππόδρομο από πλευρικό δρόμο. Στο μεταξύ έστειλαν προκλησίες να αναμειχθούν στο πλήθος. Σε λίγο η σύμπνοια των μαζών διασπάστηκε και άρχισαν να ακούγονται ζητωκραυγές υπέρ του Ιουστινιανού. Γρήγορα σημειώθηκαν συμπλοκές και συγκρούσεις σε διάφορα σημεία του Ιπποδρόμου.

Ο Βελισάριος και ο Μούνδος, με προκαθορισμένο σύνθημα εισέβαλαν και χτύπησαν τα φιλονικούντα πλήθη από τα νώτα. Οι Γερμανοί μισθοφόροι τους κατέσφαξαν χωρίς οίκτο. Σε λίγη ώρα τα έδρανα πλημμύρισαν στο αίμα και ο Ιππόδρομος αντιλαλούσε από τις οιμωγές των τραυματισμένων και τα βογγητά των ετοιμοθάνατων. Πολλοί προσπάθησαν να βγουν από τον Ιππόδρομο από άλλη πύλη. Απέξω όμως τους περίμενε ο Ναρσής, ο ευνούχος κουβικουλάριος του Ιουστινιανού, με ένα απόσπασμα της αυτοκρατορικής φρουράς που κατέσφαζε το πλήθος καθώς ξεχυνόταν από την έξοδο. Ο Υπάτιος παρακολουθούσε τη σφαγή, παραλυμένος από τον τρόμο. Αιφνίδια η θύρα του Παλατίου προς το «κάθισμα» άνοιξε απότομα και δύο από τους ανηψιούς του Ιουστινιανού, ο Ιούστος και ο Βοραΐδης, τον έσυραν, ντυμένο στην πορφύρα του, στο Παλάτιο.

Όλα τελείωσαν γρήγορα. Τριάντα χιλιάδες λέγεται ότι σκοτώθηκαν μέσα στον Ιππόδρομο, προτού ο Βελισάριος και ο Μούνδος ανακαλέσουν τα καταπονημένα στρατεύματά τους. Αμφίβολο είναι αν ο Ιουστινιανός είχε τόσες απώλειες σε όλους του πολέμους του. Στο παλάτιο, ο Υπάτιος εκλιπαρούσε έλεος, ισχυριζόμενος ότι είχε εσκεμμένα συγκεντρώσει τα πλήθη στον Ιππόδρομο, ώστε να εξουδετερωθούν ευκολότερα από τους άνδρες του Ιουστινιανού. Οι δικαιολογίες του δεν ήταν πειστικές. Αλλά ο Ιουστινιανός γνώριζε χρόνια τον Υπάτιο και απεχθανόταν τη βία και και τη σκληρότητα σε προσωπικό επίπεδο. Ίσως και να του χάριζε τη ζωή. Η Θεοδώρα όμως τον σταμάτησε. Τελικά ο Υπάτιος και ο αδελφός του την επομένη εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη θάλασσα. Η περιουσία τους δημεύτηκε, όπως και πολλών άλλων συγκλητικών που είχαν ταχθεί στο πλευρό τους.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους