Αποστολικοί Πατέρες: ο τίτλος αυτός δόθηκε αρχικά σε πέντε αρχαίους χριστιανούς συγγραφείς που θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο προσωπικά συνδεδεμένοι με τους Αποστόλους, όπως ο Βαρνάβας, ο Κλήμης Ρώμης, ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο Πολύκαρπος Σμύρνης και ο Ερμάς. Αργότερα προστέθηκαν στους συγραφείς αυτούς ο Παπίας Ιεραπόλεως.
Κλήμης Ρώμης
Το πρόσωπο του Κλήμεντος ήταν ιδιαίτερα γνωστό και σεβαστό στην αρχαία Εκκλησία. Πολλοί τον ταύτιζαν με τον συνεργάτη του Παύλου Κλήμεντα που αναφέρεται στην «Προς Φιλιππησίους» Επιστολή και άλλοι τον θεωρούσαν τρίτο, μετά τον Πέτρο, επίσκοπο Ρώμης. Το έργο που τον έκανε γνωστό στην αρχαιότητα ήταν η «Επιστολή προς Κορινθίους», η οποία γράφτηκε το 96μ.Χ. περίπου. Αφορμή για τη συγγραφή της Επιστολής στάθηκε μια αναταραχή στην Εκκλησία της Κορίνθου, που είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθούν από το αξίωμά τους οι «πρεσβύτεροι» της Εκκλησίας.
Ο Κλήμης παρεμβαίνει για να τονίσει ότι οι εκκλησιαστικοί θεσμοί δεν αντλούν την εξουσία τους από τον λαό, ώστε οι κληρικοί να υπόκεινται στην αίρεση των λαϊκών για τη διατήρηση ή μη της εξουσίας. Πηγή της εξουσίας στην Εκκλησία είναι ο Θεός, ο Οποίος διαμέσου του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων «κατέστησε» τους κληρικούς στην Εκκλησία. Έτσι ο Κλήμης με την επιστολή αυτή εισάγει στη θεωρία του εκκλησιαστικού δικαίου δύο βασικές αρχές: τον θείο χαρακτήρα των εκκλησιαστικών αξιωμάτων και την Αποστολική διαδοχή. Και οι δύο αυτές παρέμειναν θεμελιώδεις στο Κανονικό Δίκαιο.
Ιγνάτιος Αντιοχείας
Στο πρόσωπο του Ιγνατίου Αντιοχείας συναντούμε μια από τις πιο συγκινητικές μορφές της αρχαίας Εκκλησίας. Όπως δείχνουν οι επιστολές του βαθύτατα θρησκευτικά βιώματα και πάθος αγάπης για τον Χριστό τον οδήγησαν στο μαρτύριο. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, επίσκοπος τότε Αντιοχείας, οδηγήθηκε από τη Συρία στη Ρώμη για να παραδοθεί από τις αρχές στα θηρία της ρωμαϊκής αρένας. Κατά το ταξίδι αυτό έγραψε επτά επιστολές που διασώθηκαν.
Όπως φαίνεται από τις επιστολές αυτές, ο Ιγνάτιος χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα άνετα, αλλά με ένα εντελώς πρωτότυπο προσωπικό ύφος, στο οποίο συνδυάζεται η πιο τολμηρή γλωσσική αμορφία με μια εξεζητημένη ρητορική. Το μικτό αυτό ύφος μαρτυρεί ότι ο Ιγνάτιος δεν έδινε προσοχή στη γλώσσα και στη μορφή του λόγου του, αλλά την χρησιμοποιούσε αυθόρμητα, όπως υπαγόρευαν τα βιώματά του.
Η σημασία του Ιγαντίου στην ιστορική πορεία των σχέσεων Ελληνισμού και Χριστιανισμού είναι μεγάλη. Για την ελληνική σκέψη η αλήθεια ταυτίζεται με το Είναι του κόσμου ή των όντων, ενώ η ζωή είναι κάτι που προστίθεται στην έννοια του όντος, στην «αλήθεια» του, κάτι που τα όντα έχουν ή δεν έχουν. Για την ελληνική σκέψη Είναι (αλήθεια) και ζωή δεν ταυτίζονται. Για να «είναι» κάτι δεν είναι απαραίτητο να ζει.
Ο Ιγνάτιος είναι Έλληνας στην σκέψη του, όταν λέει «ζωή» αναφέρεται σε κάτι οντολογικό, όχι πρακτικό, στο γεγονός δηλαδή ότι κάποιος ή κάτι υπάρχει. Αυτό φαίνεται από τη θεολογία που αναπτύσσει γαι τη Θεία Ευχαριστία. Για να την περιγράψει την ονομάζει «φάρμακο αθανασίας». Ο Ιγνάτιος βλέπει στη Θεία Ευχαριστία κάτι το οντολογικό – και όχι απλώς μια «πράξη» της Εκκλησίας. Βλέπει με άλλα λόγια συνέπειες για το Είναι του ανθρώπου, για την αλήθεια του. Και στο σημείο αυτό είναι Έλληνας. Το ερώτημα όμως είναι αν στην απάντησή που δίνει στο θέμα αυτό παραμένει δέσμιος στη τυπικά ελληνική νοοτροπία. Και εδώ διαβλέπει ο προσεκτικός μελετητής του το πρώτο σπέρμα του εκχριστιανισμένου Ελληνισμού.
Για τον Ιγνάτιο η Ευχαριστία είναι «φάρμακο αθανασίας», όχι γιατί έχει «στη φύση» της κάποια δύναμη ή δυνατότητα ζωής. Δεν έχει τίποτα το «μαγικό» ή παγανιστικό ο χαρακτηρισμός αυτός που δίνει στην Ευχαριστία. Αυτό που ορίζει την Ευχαριστία στη σκέψη του Ιγνάτιου είναι η κοινότητα που προϋποθέτει «σύναξιν επί το αυτό», δηλαδή ένα γεγονός κοινωνίας.
Γι’ αυτό το λόγο ο Ιγνάτιος είναι γνωστός για την εμμονή του στη μεγάλη σημασία που έχει ο επίσκοπος: αυτός προΐσταται στην Ευχαριστία, αυτός δίνει, όπως ο ίδιος ο Θεός, την Ευχαριστία ως ζωή στα μέλη της κοινότητας και γι’ αυτό έξω από τον επίσκοπο δεν νοείται ζωή αληθινή. Έτσι η «αθανασία», δηλαδή η ζωή που δίνει η Ευχαριστία, συνίσταται σε τελική ανάλυση στην κοινωνία που εξασφαλίζει η κοινότητα της εκκλησίας.
Ο Ιγνάτιος στρέφεται ταυτόχρονα σε δύο κατευθύνσεις. Από το ένα μέρος εισάγει στη χριστιανική έννοια της αλήθειας οντολογικό περιοεχόμενο. Σε αρμονία με την ελληνική σκέψη τονίζει ότι η αλήθεια ταυτίζεται με την ύπαρξη, με το «αεί και όντως είναι». Από το άλλο μέρος όμως εισάγει στην ελληνική έννοια της αλήθειας την έννοια της ζωής ως το έσχατο και απόλυτο κριτήριο της αλήθειας. Το να είναι κάποιος ή κάτι σημαίνει να ζει. Η Ευχαριστία είναι ζωή όχι από την «φύση» της – η ζωή δεν είναι μια ιδιότητα που έχει το αντικείμενο της Ευχαριστίας, ο άρτος και ο οίνος – αλλά από το γεγονός της κοινωνίας, της σύναξης δηλαδή γύρω από τον επίσκοπο, η οποία κάνει και αυτή τη «φύση» της Ευχαριστίας, τα στοιχεία της, ζωή. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή και η αλήθεια ταυτίζονται με την προσωπική κοινωνία.
Με το να ταυτίσει τη ζωή με την ύπαρξη ή μάλλον να κάνει τη ζωή αιτία της ύπαρξης, υποχρεώνει την ελληνική σκέψη να αναζητήσει ένα γεγονός προσωπικής κοινωνίας που προηγείται του κόσμου και τον κάνει να ζει. Αυτό θα κάνει ακριβώς η σκέψη των μεγάλων Καππαδόκων Πατέρων για να εκχριστιανίσει πλήρως τον Ελληνισμό μερικές γενιές αργότερα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους