Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini, 26 Φεβρουαρίου 1619 – 6 Ιανουαρίου 1694) ήταν Δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας (1688 – 1694) κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Μοριά. Είχε προηγηθεί ο Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος και η Πολιορκία του Χάνδακα που ολοκληρώθηκε με την Άλωση της Κρήτης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1669). Ήταν γόνος της περίφημης Ενετικής μεσαιωνικής οικογένειας ευγενών Μοροζίνι από την οποία και προήλθαν πολλοί Δόγηδες, λόγιοι, στρατηγοί και ναυμάχοι. Ντυνόταν πάντοτε με πορφυρά χρώματα «από την κορυφή ως τα νύχια» και ποτέ δεν πραγματοποιούσε εκστρατεία χωρίς την γάτα στην πρύμνη του πλοίου του.
Ο Βίος του Φραντσέσκο Μοροζίνι
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1619, από νεαρή ηλικία είχε διακριθεί σε ανδρεία κατά τον Ενετοτουρκικό πόλεμο. Με τον θάνατο του Ενετού ναυάρχου Μοτσενίγου, διορίστηκε προσωρινά σε ηλικία 36 ετών στόλαρχος των Ενετικών ναυτικών δυνάμεων. Ξεκίνησε τις λεηλασίες των Τουρκικών παραλίων και πυρπολήσεις εχθρικών αποθηκών αναμένοντας τον νέο ναύαρχο Φοσκαρίνι, μετά τον θάνατο και του νέου ναυάρχου ανέλαβε οριστικά την αρχηγία του Ενετικού στόλου. Από τη θέση αυτή άρχισε να καταστρώνει το σχέδιό του που ήταν η εκτόπιση των Τούρκων από το Αιγαίο προσβάλλοντας διαδοχικά την Μονεμβασιά, την Χαλκίδα, πολλούς λιμένες στην Εύβοια και τέλος τα Χανιά (1660) αλλά απέτυχε σ’ όλες αυτές τις επιχειρήσεις του. Τότε καταγγέλθηκε από κάποιον υφιστάμενό του λεγόμενο Μπαρμπάρο (Barbaro), (στον οποίο είχε απαγγείλει ποινή θανάτου για παράλειψη καθήκοντος) για αναξιότητα με συνέπεια να ανακληθεί από τη κυβέρνηση της Βενετίας που όμως στην συνέχεια εισήλθε σε δίκη και απηλλάγη από κάθε κατηγορία.
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι Δούκας της Κανδίας
Στο μεταξύ εξακολουθούσε ο πόλεμος στη Κρήτη που έφθασε σε ένταση με την πολιορκία του Χάνδακα που ταυτίζεται με το σημερινό Ηράκλειο Κρήτης, την πολιορκία διεύθυνε ο Μέγας Βεζίρης Φαζίλ Αχμέτ Κιουπρουλού. Για την αντιμετώπιση του πολυμήχανου εκείνου Βεζίρη η Ενετική κυβέρνηση έκρινε επιβεβλημένο να αποστείλει τον δραστήριο Μοροζίνι, τον διόρισε τον Δεκέμβριο του 1666 αρχιστράτηγο των Ενετικών δυνάμενων της Κρήτης. Από τη θέση αυτή ο Μοροζίνι μη δυνάμενος να αποκόψει τις θαλάσσιες συγκοινωνίες των Τούρκων περιορίστηκε στην άμυνα του Χάνδακα. Μετά από αιματηρούς αγώνες και αφού αντιστάθηκε σκληρά στις Οθωμανικές πιέσεις δύο ακόμη ετών και 9 μηνών αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει (κατά άλλους για να προλάβει νέα έφοδο με πιθανή άλωση και σφαγή της φρουράς και των κατοίκων, κατά άλλους προκειμένου να ματαιώσει Γαλλικές μηχανορραφίες).
Με την ομώνυμη «Συνθήκη της Κανδίας» (27 Σεπτεμβρίου 1669) παρέδωσε την πρωτεύουσα Χάνδακα μαζί με αυτόν ολόκληρη την Κρήτη στις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την σύναψη της Συνθήκης η φρουρά και οι κάτοικοι της ερειπωμένης πλέον πόλης από τους συνεχείς βομβαρδισμούς εξήλθαν ελεύθερα. Για την πράξη του αυτή μετά την επιστροφή του στην συνέχεια στη Βενετία κατηγορήθηκε για δειλία και προδοσία. Ωστόσο αθωώθηκε πανηγυρικά μετά από μια σύντομη δίκη, παραμένοντας σε αφάνεια μέχρι της κήρυξης του Έκτου Βένετο-Τουρκικού Πολέμου ή Πολέμου του Μοριά (1684), όλες οι ένοπλες δυνάμεις της Ενετίας καθώς και πολλοί Έλληνες τάχθηκαν μαζί τους και συγκεντρώθηκαν υπό την αρχηγία του.
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι ανακαταλαμβάνει την Πελοποννήσο
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι διορίστηκε διοικητής του Ενετικού στόλου (1685) προσέγγισε αρχικά την Κέρκυρα από όπου ενισχύθηκε με 2.000 Έλληνες εθελοντές, τον ίδιο χρόνο κυρίευσε τη Λευκάδα. Στη συνέχεια αφού ενισχύθηκε και με νέες επικουρίες από τον Σουηδό στρατηγό Όθωνα Καίνιξμαρκ στράφηκε προς τα Κάστρα της Μεσσηνίας τα οποία κατέλαβε το ένα μετά το άλλο, έκανε στάση στην Μεθώνη Μεσσηνίας για πολεμικό συμβούλιο αφού προηγουμένως λεηλάτησε το Τουρκοκρατούμενο κάστρο της Κορώνης.
Στο συμβούλιο εκείνο λήφθηκε η απόφαση της άμεσης επίθεσης στον Μυστρά και στη συνέχεια στο Ναύπλιο που οι Τούρκοι εν τω μεταξύ είχαν ξεκινήσει τον ανεφοδιασμό του. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι συνεχίζει με την αρμάδα του τον περίπλου της Μάνης φθάνοντας στο Καραβοστάσι του Μαραθονησίου (το νησί έξω από το Γύθειο). Τα στρατιωτικά αποσπάσματα του Καίνιξμαρκ αποβιβάστηκαν για άμεση προσβολή και κατάληψη του Μυστρά, ενώ ο ίδιος συνεχίζει προς τη Μονεμβασία και από εκεί προς τον όρμο του Τολού, στις 25 Ιουλίου του 1686 αποβιβάζει το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων με γενική επίθεση την ίδια ημέρα στο Άργος. Μετά την επιτυχία αυτή τα στρατεύματα του Καίνιξμαρκ κατέλαβαν και το Παλαμήδι. Οι νίκες που ακολούθησαν το επόμενο έτος (1687), με την κατάληψη όλων των κάστρων Ναυπάκτου, Μάνης, Μυστρά, Άργους, Ναυπλίου και Κορίνθου υπήρξαν καθοριστικές για την έκβαση εκείνου του πολέμου. Ολόκληρη η Πελοπόννησος απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς εκτός της ανθιστάμενης Μονεμβασίας.
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι βομβαρδίζει τον Παρθενώνα
Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ακολούθησε νέο πολεμικό συμβούλιο που τάχθηκε υπέρ της διάνοιξης του Ισθμού της Κορίνθου για τη διασφάλιση της Πελοποννήσου, που ήταν έργο χρονοβόρο και πολυδάπανο και την ανακατάληψη της Αθήνας. Υπέρ της δεύτερης άποψης τάχθηκε ο Μοροζίνι όπου κατέπλευσε στον όρμο Λεόνε (= Λιμάνι του Πειραιά) (2 Σεπτεμβρίου 1687). Στην επιχείριση που ακολούθησε εναντίον της Αθήνας βομβάρδισε και τον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε μπαρουταποθήκη με συνέπεια τη καταστροφή του μεγαλυτέρου τμήματός του, ο ίδιος ισχυρίστηκε, ψευδώς, πως κατά λάθος έπεσε μία οβίδα. Η αλήθεια είναι πως γνώριζε για την πυριτιδαποθήκη και πως επί τούτου σημάδευε τον Παρθενώνα το κανόνι που ήταν τοποθετημένο πλησίον της Αγίας Αικατερίνης, στην Πλάκα. Το γεγονός αυτό απετέλεσε τη πρώτη κηλίδα στις στρατιωτικές νίκες του Μοροζίνι, κατά των Τούρκων. Την επόμενη χρονιά η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να ξεπουλά τα πολύτιμα κατεστραμμένα τμήματα του Παρθενώνα στους Δυτικούς. Η δεύτερη κηλίδα ήταν η πανώλη που μεταδόθηκε αστραπιαία από Γαλλικό πλοίο στο Ναύπλιο και τα περίχωρα του.
Ο Δόγης της Βενετίας, Φραντσέσκο Μοροζίνι
Παρά ταύτα η Βενετική Γερουσία εκτιμώντας τις σπουδαίες νίκες του, του απένειμε τον τίτλο τιμής «Πελοποννησιακός», τοποθετώντας και χάλκινη προτομή του «εν ζωή» στο Ανάκτορο των Δόγηδων. Μετά τον θάνατο του προκατόχου του Μαρκαντόνιο Τζουστινιάν (23 Μαρτίου 1688) ανακηρύχτηκε νέος Δόγης της Βενετίας (3 Απριλίου 1688). Την εποχή της εκλογής του βρίσκονταν στον Πόρο όπου ναυλοχούσε η αρμάδα του, σε λίγες μέρες κατέπλευσε στον Πόρο το θρυλικό σκάφος «Βουκένταυρος» το οποίο και μετέφερε τα σύμβολα του Δογικού αξιώματος, παραδόθηκαν σε λαμπρότατη τελετή στο ναύαρχο. Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι περιεβλήθη με τα σύμβολα υπό τις ιαχές των πληρωμάτων των πλοίων του, επιβιβάστηκε στον «Βουκένταυρο» όπου και απέπλευσε για τη Βενετία για την ανάληψη των νέων του καθηκόντων συνοδευόμενος από το μεγαλύτερο μέρος της αρμάδας του.
Το τέλος του Φραντσέσκο Μοροζίνι
Ο Δόγης Μοροζίνι και υπό τα νέα του καθήκοντα δεν έπαψε να ενδιαφέρεται περί των διαφόρων συμβάντων στη Πελοπόννησο. Την απουσία του Μοροζίνι εκμεταλλεύτηκε για δράση ο πολυμήχανος Μανιάτης πειρατής Λιμπεράκης Γερακάρης που συμμάχησε με τον Οθωμανό Σερασκέρη και διέταξε όλους τους Έλληνες να δηλώσουν υποταγή στον Σουλτάνο (1691). Ο Δόγης επιβιβαστείς και πάλι στο «Βουκένταυρο» σε ηλικία 75 ετών (24 Μαΐου 1693) αλλά σε πλήρη μαχητικότητα και με ολόκληρη την Ενετική αρμάδα απέπλευσε για το Αιγαίο προς ματαίωση της νέας εισβολής. Αρχικά κατέπλευσε στο Ναύπλιο και στη συνέχεια στον Πόρο. Αφού κατέστρωσε λεπτομερές πολεμικό σχέδιο επιχειρήσεων απόκρουσης σε συνεργασία με τον Προβλεπτή της Πελοποννήσου Αντόνιο Ζένο αιφνίδια και ενώ βρισκόταν με την αρμάδα του στον όρμο της Καρύστου η χρόνια λιθίαση από την οποία έπασχε πολλά χρόνια επιδεινώθηκε. Απέπλευσε εσπευσμένα για Ναύπλιο όπου τελικά και υπέκυψε (27 Δεκεμβρίου 1693). Το λείψανό του ταριχεύτηκε και μεταφέρθηκε στη Βενετία όπου σε μεγαλοπρεπή τελετή (16 Ιανουαρίου 1694) τοποθετήθηκε σε κρύπτη του Ναού του Αγίου Στεφάνου των Αυγουστίνων. Στο μνημείο του που ανεγέρθηκε χαράχθηκε η επιγραφή «Francisco Mavroceno Peloponneciaco. Senatus 1694» (= σε Ελληνική απόδοση: «Φραγκίσκω Μαυρογένη τω Πελοποννησιακώ η Γερουσία έτει 1694»).
[…] Φραντσέσκο Μοροζίνι με ισχυρές δυνάμεις πεζικού και ιππικού αποβιβάστηκε […]