Ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο Μαύρος Καβαλάρης

Ο Νικόλαος Πλαστήρας (4 Νοεμβρίου 1883 – 26 Ιουλίου 1953) ήταν στρατιωτικός και πολιτικός στη νεότερη Ελλάδα. Έγινε γνωστός για την στρατιωτική του δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (όπου έγινε γνωστός ως Μαύρος Καβαλάρης) και την Μικρασιατική εκστρατεία και πολλές φορές ενεπλάκη με την πολιτική συμμετέχοντας ή οργανώνοντας κινήματα. Ο Νικόλαος Πλαστήρας κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1951-1952.

Ο ΝΙκόλαος Πλαστήρας, ο Μαύρος Καβαλάρης
Ο ΝΙκόλαος Πλαστήρας έφιππος

Ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη, και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1883. Κατά τον πόλεμο του 1897, η οικογένειά του καταφεύγει στην ορεινή Πεζούλα της Νευρόπολης Αγράφων και μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφουν στην Καρδίτσα, όπου φοιτά στο δημοτικό και στο Ελληνικό σχολείο της πόλης. Η φοίτηση όμως στο σχολείο διακόπτεται όταν εμπλέκεται σε έναν καυγά με έναν Τούρκο και αναγκάζεται να διαφύγει για να μη συλληφθεί, μέσω Βόλου στον Πειραιά. Φοιτά στη Βαρβάκειο Σχολή και στη συνέχεια επιστρέφει, αφού φεύγουν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, στην πατρίδα του για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές του. 

Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο κατατάχθηκε στον στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα όπου προήχθη σε υπαξιωματικό (επιλοχίας). Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα: αφού εγκατέλειψε τη μονάδα του,μαζί με μερικούς συναδέλφους του ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα στην Καρδίτσα συγκροτώντας ομάδα εθελοντών.Με αυτή στη συνέχεια, συνεργάζεται με την ομάδα του καπετάν-Αγραφιώτη και του υπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά την ολοκλήρωση της απόστολής του επέστρεψε στην μονάδα του και στα 1908 δίνει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας,ερχόμενος πρώτος επιλαχών. Συμμετείχε ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ήταν παράλληλη με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λάρισα, και επειδή αυτό ανήκε στη στρατιά της Θεσσαλίας, ήταν από τις πρώτες που πολέμησαν και έτσι διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης. Μετά το πέρας των επιχειρήσεων το 5ο Σύνταγμα πεζικού του Πλαστήρα γύρισε στα Τρίκαλα και ένα τάγμα, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, αποσπάστηκε στη Χίο. Την ίδια περίοδο προήχθη σε υπολοχαγό και αργότερα στο βαθμό του υπολοχαγού λόγω εξαιρέτων πράξεων. Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα. Από τη Χίο όπου βρισκόταν φεύγει για την Αθήνα και συναντά τον Στέφανο Σαράφη. Μαζί συνεννοούνται για να δράσουν υπέρ της κίνησης του Ζωγράφου. Ο Πλαστήρας μεταβαίνει στα Τρίκαλα με σκοπό την οργάνωση στρατιωτικής αποστολής στη Βόρειο Ήπειρο. Όμως του ανακοινώνεται η επικείμενη σύλληψή του λόγω ακριβώς του σχεδίου που οργάνωνε. Η συμπαράσταση πολλών συναδέλφων αλλά κυρίως η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας ακύρωσε τα σχέδιά του αλλά και τη σύλληψή του. Επιστρέφει στη Χίο και ολοκληρώνει το σχεδιασμό άμυνας του νησιού. 

Διχασμός

Στην περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετείχε σ΄ αυτό. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1916 κι όταν βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα, ήλθε σε επαφή μαζί με άλλους αξιωματικούς με τον Βενιζέλο,για να τον συμβουλευθούν αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να ενωθούν με το γαλλικό στρατό στη Θεσσαλονίκη. Αυτός τους ζήτησε να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο στράτευμα προκειμένου να μην απογυμνωθεί από αντιμοναρχικούς αξιωματικούς, αλλά να στρατολογούν κι άλλους αξιωματικούς και να είναι σε ετοιμότητα. Όταν υπηρετούσε τότε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1916. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και προάχθηκε σε ταγματάρχη. Επίσης, ορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής στη Χίο. Στην μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη «επ’ ανδραγαθία» σε αντισυνταγματάρχη. Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων, όπου μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στην Σμύρνη.

Δράση στη Μικρά Ασία

Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας. Μεταξύ άλλων προέβαινε σε εκκαθαρίσεις από τους Τούρκους τσέτες και στην προάσπιση των Ελληνικών πληθυσμών, ενώ ίδρυσε και ένα ορφανοτροφείο με σκοπό την φροντίδα των ορφανών ελληνόπουλων. Επίσης προέλασε τον Ιούνιο του 1920 καταλαμβάνοντας το Αξάρι. Στις εκλογές του 1920 οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των στρατιωτών στο Μικρασιατικό μέτωπο, ο Πλαστήρας φρόντισε να διεξαχθούν άψογα στον τομέα του, όπου η αντιπολίτευση κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από το στράτευμα , ενώ ο Πλαστήρας, χάρη σε απειλή ανταρσίας της 13ης Μεραρχίας, «ο αγαπητός στους άνδρες του Πλαστήρας απέφυγε τη μετάθεση», ενώ συκοφαντήθηκε για περιύβριση του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Τελικά αποκαλύφθηκε η εις βαρος του ψευδής καταγγελία. 

Στην Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους αντιπάλους που τον ονόμασαν «καρά-πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 σύνταγμα ευζώνων έγινε γνωστό ως «σεϊτάν ασκέρ» (στρατός του διαβόλου). Κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού, το καλοκαίρι του 1921, έφτασε μέχρι το Καλέ-Γκρότο, πέρα από τον Σαγγάριο. Αναφέρεται ότι τις νύχτες έμενε μόνος του ως σκοπός για να ξεκουράζονται οι άντρες του, και κοιμόταν έφιππος κατά την πορεία της επόμενης ημέρας. Κατά την κατάρρευση του μετώπου ο Πλαστήρας κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας τακτικά, μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την καθυστέρηση που προέβαλε στην επέλαση του εχθρού έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν, σώζοντάς τους από τους Τούρκους. Για την πράξη του αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους πρόσφυγες, στο σημείο να βαφτίζουν τα παιδιά τους με το όνομα του.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Eπανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ο Νικόλαος Πλαστήρας ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (από όπου απέκτησε και το προσωνύμιο ‘Αρχηγός’). Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β’ και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει σ΄αυτήν. Με τη φροντίδα του περιθάλπηκαν και στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, και με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923), έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών, στους ακτήμονες. Χάρη σ´αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική καταστροφή. 

Μεσοπόλεμος

Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 ο Νικόλαος Πλαστήρας κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ’ Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδος». Το 1925 μετά το πραξικόπημα της 25ης Ιουνίου κι ενώ ιδιώτευε στην ιδιαίτερη πατρίδα του στην Καρδίτσα, προσκλήθηκε να έλθει στην Αθήνα, από τους επίδοξους ανατροπείς του Πάγκαλου. Ο Πάγκαλος έβαλε τη χωροφυλακή να τον παρακολουθεί αλλά ο Πλαστήρας έφτασε κρυφά στην Αθήνα τον Οκτώβριο καταλύοντας στο ξενοδοχείο Ακταίον του Νέου Φαλήρου. Στη συνέχεια κρύφτηκε σε φιλική οικία (Ιωάννη Δογάνη) και μετά στο Χαλάνδρι. Το 1933 τις εκλογές κέρδιζε η αντιβενιζελική παράταξη του Παναγή Τσαλδάρη. Πριν ολοκληρωθεί η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, την νύχτα 5 προς 6 Μαρτίου, ο Πλαστήρας οργάνωσε Κίνημα υπέρ του Βενιζέλου και με την έγκριση αυτού, με την δικαιολογία ότι η άνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία θα σήμαινε το τέλος της Δημοκρατίας. Το κίνημα απέτυχε και κατέφυγε στο Λίβανο και μετά στην Γαλλία. Στο επόμενο Στρατιωτικό Κίνημα, την 1η Μαρτίου 1935 (πάλι με την έγκριση του Βενιζέλου) προσέφερε και πάλι την υποστήριξή του παρ’ όλο που ήταν ακόμη στο εξωτερικό, και μετά την αποτυχία του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, όπως και ο Βενιζέλος, που όμως έλαβαν όλοι αμνηστία με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας τον ίδιο χρόνο, από τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄.

Αντιδικτατορική δραστηριότητα

To Σεπτέμβριο του 1937, ο Πλαστήρας άρχισε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος του Μεταξά, και έγινε Πρόεδρος της Αντιδικτατορικής Επιτροπής, με μέλη μεταξύ άλλων τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, και τον Κομνηνό Πυρομάγλου. Σε συνέντευξή του σε μία Γαλλίδα δημοσιογράφο, εξέφρασε την άποψή του για τη δικτατορία, τονίζοντας ότι « δέν είναι σύστημα προόδου και εξυψώσεως του διανοητικού επιπέδου των λαών.» 

Στην περίοδο της Κατοχής

Με την είσοδο των Γερμανικών στρατευμάτων στο Παρίσι, μετακομίζει στην ελεύθερη ζώνη (νότιο Γαλλία). Ο Νικόλαος Πλαστήρας φτάνει στις 2 Οκτωβρίου 1940 στη Νίκαια και εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Φράντσια, στον αριθμό 9 της λεωφόρου Βίκτωρ Ουγκώ. Στις 2 Νοεμβρίου αποκτά προσωρινή άδεια παραμονής για έξη μήνες, που του παρέδωσε ο νομάρχης των Αλπ-Μαριτίμ. Στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, στις αρχές Νοεμβρίου 1940, έδωσε εντολή στην Ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι ώστε να εμποδίσει τον Πλαστήρα να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πράγματι η Ελληνική πρεσβεία προέβη σε σχετικό διάβημα προς τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης του Βισύ. Ο Κομνηνός Πυρομάγλου ανέλαβε την αποστολή να έλθει σε επαφή με τον Πλαστήρα, προκειμένου να επιστρέψει μέσω Συρίας και Τουρκίας στην Ελλάδα. Ο Πυρομάγλου ήλθε σε επαφή με τον τον πλωτάρχη Voisin στέλεχος της Κυβέρνησης του Βισύ, η οποία τελικά μετρίασε τα μέτρα σε βάρος του Πλαστήρα. Όμως όταν οι Άγγλοι και οι Γκωλικοί κατέλαβαν τη Συρία, οι επαφές Πλαστήρα-κυβέρνησης του Βισύ διακόπηκαν περί τις αρχές Ιουνίου του 1941. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς οι Γερμανοί από το Παρίσι, έστειλαν τον αξιωματικό των Es-Es Roland Nosek στη Νίκαια της Γαλλίας και συνάντησε τον Πλαστήρα προσκαλώντας τον στο Παρίσι. Την ίδια περίοδο κάποιος Νίκος Ρούσσος που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση της Αθήνας συναντήθηκε μαζί του: είναι άγνωστο τι συζητήθηκε μαζί του. Ο Νικόλαος Πλαστήρας ενημέρωσε αργότερα τις αρχές Ασφαλείας του Βισύ πως του είχε προταθεί να αναλάβει την εξουσία στην Ελλάδα. Μεταξύ 23 Ιουλίου και 29 Αυγούστου πραγματοποιεί ταξίδι στο Παρίσι και επαφές με τις εκεί Γερμανικές αρχές άγνωστο με ποιο περιεχόμενο. Όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Christophe Chiclet, «σκεφτόταν αφελώς ότι η Γερμανία θα κέρδιζε τον πόλεμο και ότι θα γινόταν ο δημοφιλής δημοκράτης δικτάτορας της Ελλάδας, σωτήρας μιας χώρας που εγκαταλείφθηκε από το βασιλιά και τους φιλομοναρχικούς» Τελικά επειδή η πλειοψηφία των βενιζελικών προσωπικοτήτων προσχώρησε στους Άγγλους , την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και επομένως και τον βασιλιά, εκείνος απομονώθηκε. Αρχές του φθινοπώρου του 1941, έρχεται πάλι σε επαφή με τον Πυρομάγλου τον οποίο στέλνει στην Ελλάδα με σκοπό να αναστείλει κάθε ένοπλη αντίσταση, ο οποίος τελικά προσχώρησε στον ΕΔΕΣ. Ο Πλαστήρας ήταν ένας, παρά τη θέληση τη δική του, πρόεδρος του ΕΔΕΣ. Από τον Οκτώβριο του 1941 έως τον Αύγουστο του 1943, τα ίχνη του χάνονται. Από έγγραφο του F.O (Αύγουστος του 1942) πληροφορούμαστε πως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε εισηγηθεί να δοθεί στον Νικόλαο Πλαστήρα διαβατήριο για να φύγει από τη Γαλλία. Η τελευταία αυτή πρόταση αναστάτωσε το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και τον Εμμανουήλ Τσουδερό, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Κανελλόπουλο, τόνιζε πως η επιστροφή του Πλαστήρα έθετε αναπόφευκτα εκ νέου συνταγματικό ζήτημα. Τον Αύγουστο του 1943 ο πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο ζητά πληροφορίες περί του Πλαστήρα από τους Γάλλους στο Αλγέρι, ενώ τον Φλεβάρη του 1944 αρχίζουν να πληθαίνουν οι προσπάθειες εκ μέρους της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης (οι φιλελεύθεροι Σοφοκλής Βενιζέλος και ο υπουργός πολέμου Βύρωνας Καραπαναγιώτης) για να έλθει ο Πλαστήρας σε επαφή μαζί τους. Την ίδια περίοδο, η SOE έβλεπε στο πρόσωπό του τον Έλληνα de Gaulle και λόγω του παρελθόντος του αντιμετωπιζόταν σαν σύμβολο της δημοκρατίας. 

Τον Νοέμβριο του 1944 ο Νικόλαος Πλαστήρας ήλθε σε επαφή με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να τον προσκαλέσει στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσει την κυβέρνησή του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Πλαστήρας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, σε συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των Σιάντου, Γεωργίου Παπανδρέου, Καφαντάρη, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του ίδιου, είχε έντονη λογομαχία με το Σιάντο. Ο Πλαστήρας αμφισβήτησε ανοικτά την προσφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για «ξεπάστρεμα όλων των δεξιών» και «κάψιμο χωριών». Ο Σιάντος εξανέστη φωνάζοντας «Δεν σας επιτρέπω να υβρίζετε τους ηρωικούς μας αντάρτες!» με τον Πλαστήρα να του ανταπαντάει «κάθισε κάτω ζαγάρι!». Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945. Παρ΄όλα αυτά ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Ζαν Μπελέν έγραφε στις 6 Απριλίου 1945: «Οι Βρετανοί θεωρούν τον Πλαστήρα μια μετριότητα… Κάνουν τα πάντα για να τον διώξουν» Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο πόλεμο, και συμμετείχε στην Συμφωνία της Βάρκιζας. Όμως τον Μάρτιο του 1945, μετά τη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελληνικόν Aίμα» φωτοτυπίας της επιστολής του που κατά τη διάρκεια του πολέμου συνιστούσε κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση της Γερμανίας, ο τότε Αντιβασιλέας και Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ζήτησε την άμεση παραίτηση του Ν. Πλαστήρα και της κυβέρνησής του όπου και ακολούθησε στις 8 Απριλίου 1945. Στη συνέχεια o Νικόλαος Πλαστήρας, μετά την παραίτησή του, παρέμεινε στην Ελλάδα ασχολούμενος με την πολιτική.

Πολιτική δραστηριότητα

Μετά την λήξη του Εμφύλιου ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο 1950-1952 (15 Απριλίου 1950 – 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 – 11 Οκτωβρίου 1952) που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα». Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες κλπ. Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Λόγω της αναγκαστικής συνεργασίας και λόγω της πίεσης των ανακτόρων και των δεξιών κομμάτων αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να μην προχωρήσει την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης όσο θα ήθελε. Αρχικός του στόχος ήταν η κατάργηση των στρατοδικείων και η υπαγωγή των υποθέσεων στα τακτικά δικαστήρια, η κατάργηση των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής.

Eπί των κυβερνήσεών του Νικόλαου Πλαστήρα η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, στάλθηκε εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα και εκτελέστηκε το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος Μπελογιάννης. Τα γεγονότα αυτά και η απαίτησή του να στηριχτεί απ’ την Αριστερά στις εκλογές, τις οποίες διεξήγαγε με πλειοψηφικό σύστημα, και κατά συνέπεια η Αριστερά θα καταδικαζόταν σε πολιτική εξαφάνιση, καθόρισε το σύνθημα του ΚΚΕ «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας». Το κόμμα του διασπάστηκε, και με το σύνθημα της Αριστεράς «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» και την Αμερική να υποστηρίζει την εκλογή του Παπάγου έχασε τις εκλογές στις 16 Νοεμβρίου 1952.

Τέλος του Νικόλαου Πλαστήρα

Η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί και πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953. Τον έντυσαν το νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά – ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα.

Στην κηδεία του δόθηκε επίσημος χαρακτήρας και παραβρέθηκαν ο βασιλιάς, όλος ο πολιτικός κόσμος και άνθρωποι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα ασύνηθες για την τότε ελληνική πραγματικότητα. Μίλησαν πολλοί επιφανείς πολιτικοί του φίλοι και αντίπαλοι. Οι σημαίες είχαν αναρτηθεί μεσίστιες με διαταγή του Παπάγου, και παλιοί στρατιώτες του εθεάθησαν να θρηνούν επάνω από τη σορό του. 

Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω:
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».

Χαρακτηρισμός του Νικολάου Πλαστήρα

Ο Πλαστήρας θεωρείται ότι ήταν ικανότατος στρατιωτικός, τίμιος πολιτικός και υπόδειγμα ανθρώπου, και αγαπήθηκε πολύ από τον λαό. Γεγονότα που τον χαρακτήρισαν ήταν η διακριτική προσφορά του μισθού του σε φτωχούς, η άρνησή του να «βολέψει» από την θέση του τον άνεργο αδερφό του και το ότι πέθανε και ο ίδιος χωρίς ποτέ να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία. Ο Γιώργος Θεοτοκάς θα γράψει το 1965: «Στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων ύστερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μόνο δύο δημόσιοι άνδρες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα θερμό ρεύμα συναισθηματικής επαφής με τις μάζες, ο Παπανδρέου τώρα και ο Πλαστήρας άλλοτε…». 

Η Ελλάδα τιμά το Νικόλαο Πλαστήρα

Η Καρδίτσα, ο συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας Αθηνών και η Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα κοσμούνται με την προτομή του, η δε τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού, που πρώτος αυτός «οραματίστηκε», βλέποντάς την όπως είχε δημιουργηθεί μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις με τεράστιες καταστροφές που είχαν σημειωθεί στην περιοχή, ονομάστηκε προς τιμήν του, επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή, Λίμνη Πλαστήρα. Επίσης ένα στρατόπεδο στη Λάρισα καθώς και το τρένο της Δυτικής Θεσσαλίας φέρουν το όνομά του. Στον τόπο καταγωγής του, το Μορφοβούνι, πραγματοποιούνται εδώ και δεκαετίες πολιτιστικές εκδηλώσεις με το όνομα «Πλαστήρεια» ενώ το 1994 δημιουργήθηκε το Κέντρο Ιστορικών Μελετών «Ν. Πλαστήρας» με διάφορα τμήματα, στόχος του οποίου είναι η δημιουργία μονογραφικού Μουσείου Πλαστήρα. Με την εφαρμογή του «σχεδίου Καποδίστριας» στην τοπική αυτοδιοίκηση, συστάθηκε Δήμος Πλαστήρα, ο οποίος περιλαμβάνει τα ανατολικά παραλίμνια χωριά.

Περιστατικά από τη ζωή του Νικόλαου Πλαστήρα


Ο αείμνηστος Ανδρέας Ιωσήφ – πιστός φίλος του – αναφέρει:

Ο στρατηγός είχε απαγορεύσει στους δικούς του να χρησιμοποιούν το όνομα “Πλαστήρας” όπου κι αν πήγαιναν. Ο αδελφός του ήταν άνεργος. Το εργοστάσιο ζυθοποιΐας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό κι εκείνος έκανε αίτηση. Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρώτησε πώς λέγεται: Κι επειδή αυτός δίσταζε να πει το όνομά του, ενθυμούμενος την εντολή του στρατηγού, τον ξαναρώτησε και δυο και τρεις φορές, ώσπου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τον λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού η αίτηση, ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε κι αφού τον κάλεσε αμέσως στο σπίτι του τον επέπληξε και του απαγόρευσε να αναλάβει αυτή την εργασία λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Και δεν πήγε.

Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος – έπασχε από φυματίωση – κι έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».
Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα. Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι κάνω, σκάβω για να καλοτρώγω;».

Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό:

Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο κύριος πρωθυπουργός Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»

Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.

Ο Δημήτρης Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι αφού ο στρατηγός κάλεσε τον φίλο του Ανδρέα του λέει:

Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω.

– Μα θα προσβληθεί.

– Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!

Το 1952, πρωθυπουργός ακόμη ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μία μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε με οικειότητα: «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ».

Πηγή: https://www.timesnews.gr/nikolaos-plastiras-o-mayros-kavalari/

Πηγή: http://yiorgosthalassis.blogspot.com/2013/02/blog-post_5338.html

6 Σχόλια

  1. […] Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή ήταν ο τελευταίος που κλείδωσε την κεντρική πόρτα του κτιρίου του Πανεπιστημίου της Σμύρνης. Οι λυγμοί του συνόδευαν το γύρισμα του μεγάλου κλειδιού της πόρτας. Το κλειδί αυτό το παρέδωσε αργότερα συμβολικά στο Νικόλαο Πλαστήρα. […]

  2. […] Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, παράλληλα με το στρατιωτικό κίνημα της Χίου, ο Πάγκαλος έχοντας συστήσει από καιρό μια ομάδα αξιωματικών, σχηματίζει την επιτροπή Αθηνών, η οποία προχωρεί κατευθείαν σε συλλήψεις πολιτικών και απελευθερώσεις φιλελεύθερων προσωπικοτήτων. Με την έλευση της επαναστατικής επιτροπής Πλαστήρα-Φωκά-Γονατά, ο Πάγκαλος διορίζεται διοικητής της σχολής Ευελπίδων. Μέχρι την έλευση της Επαναστατικής Επιτροπής συμπεριφερόταν ως αρχηγός αυτής καθώς είχε την πίστη ότι αυτή θα τίθετο υπό της διαταγές του. Παρ’ όλα αυτά όχι μόνο αγνοήθηκε, αλλά αρκετές αποφάσεις για τη σύλληψη στελεχών της κυβέρνησης που είχαν πραγματοποιηθεί από αυτόν ακυρώθηκαν. Ο Πάγκαλος μαζί με τον Αλέξανδρο Οθωναίο και τον Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο  αποτελούσαν ανεξάρτητη ομάδα από την επαναστατική επιτροπή, με την οποία αν και συνεργάζονταν διαφωνούσαν ριζικά ως προς το θέμα της τιμωρίας των υπευθύνων για την καταστροφή. Αυτή η ομάδα δεν είχε συμμετάσχει την μικρασιατική εκστρατεία παραμένοντας στην Αθήνα και διατηρώντας ζωντανή τη νοοτροπία του διχασμού. Υποστηρίζεται ότι σε αυτόν οφείλεται η παραπομπή των οκτώ σε στρατιωτικό δικαστήριο μέσω των έντονων πιέσεων που ασκούσε στο Νικόλαο Πλαστήρα. […]

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *