Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ νικητής επέστρεψε στην Πάτρα, όπου είχε αφήσει το ιππικό του με τον Ντελή Αχμέτ. Από εκεί έστειλε 1.000 πεζούς και 500 ιππείς μέσα από τη Γαστούνη στα μεσσηνιακά κάστρα. Ο στρατός αυτός λεηλάτησε την Ηλεία και πυρπόλησε στην περιοχή Φαναρίου τα χωριά Άλβενα, Γκρέκα, Ζαχάρω και άλλα. Δεν προχώρησε όμως, γιατί ελληνικό σώμα υπό τον Νικηταρά κατείχε, τη διάβαση του Κλειδιού. Έτσι οι Αιγύπτιοι επιβιβάστηκαν σε πλοία και κατευθύνθηκαν προς τη Μεσσηνία.

Ο ίδιος ο Ιμπραήμ με το υπόλοιπο στράτευμα, 9.000 άνδρες, κατευθύνθηκε προς την Τριπολιτσά. Ως τα Καλάβρυτα δεν συνάντησε καμιά συνάντηση, «δεν απάντησε τουφέκι, ούτε καμιάν χωσιάν του έκαμαν οι Έλληνες», γράφει ο Φωτάκος. Οι φήμες πολλαπλασίαζαν τις τουρκικές δυνάμεις και έσπερναν τον πανικό στους κατοίκους που κατέφευγαν με τα ζωντανά τους στο μοναδικό ασφαλές καταφύγιο της χώρας, τη Μάνη. Απέμειναν στις περιοχές τους μόνο όσοι είχαν κοντά τους οχυρούς και απρόσιτους τόπους ή σπήλαια.
Στην οχυρή θέση Καστράκι, επάνω στον Χελμό, κοντά στο χωριό Κλουκίνες, αποφάσισαν να πολεμήσουν τον Ιμπραήμ οι καπεταναίοι Νικ. Σολιώτης και Γκολφίνος Πετμεζάς, και για να υπερασπιστούν τις οικογένειες τους, που είχαν βρει καταφύγιο σε αυτό και σε διάφορα μέρη της περιοχής. Οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν εναντίον των Ελλήνων με μεγάλη ορμή και, παρά τη γενναία αντίσταση τους, τους εκτόπισαν και τους καταδίωξαν επιφέροντας τους σοβαρές απώλειες: 100 περίπου άνδρες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι άλλοι ανέβηκαν σε κοντινούς απροσπέλαστους βράχους.
Καταδιώκοντας τους τότε οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν και εναντίον του άμαχου πληθυσμού, που είχε κρυφθεί στις σπηλιές και στους γκρεμούς του Χελμού. Το αποτέλεσμα της άγριας αυτής εχθρικής καταδίωξης ήταν περίπου 1.000 νεκροί και 200 αιχμάλωτοι. Ο Ιμπραήμ έστειλε 600 ιππείς για να καταλάβουν το Μεγάλο Σπήλαιο που το υπερασπιζόταν ο Ν. Πετμεζάς με 150 άνδρες. Πυροβολώντας αδιάκοπα οι λιγοστοί αυτοί άνδρες έδωσαν στον εχθρό την εντύπωση ότι έφθαναν μεγάλες ενισχύσεις και τον ανάγκασαν να αναχωρήσει άπρακτος, καίγοντας στο πέρασμα του σπίτια στη Ζαρούχλα, στο Σόλο και στο Περιστέρι. Τότε πυρπολήθηκε και η Μονή της Αγίας Λαύρας, το Μετόχι του Μεγάλου Σπηλαίου και η Κερπίνη.
Ύστερα ο Ιμπραήμ εγκατέλειψε την περιοχή Καλαβρύτων και έφθασε στις 10 Μαΐου στην Τριπολιτσά. Σε λίγες μέρες αναχώρησε για τα μεσσηνιακά κάστρα. Ο στρατηγός Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Παναγιώτης Νοταράς και άλλοι οπλαρχηγοί με 2.500 στρατιώτες έπιασαν την επίκαιρη θέση Δερβένι του Λεονταρίου. Εκεί ήλθαν σε λίγο και ο Κολοκοτρώνης με τον Πλαπούτα και άλλοι καπεταναίοι με τους άνδρες τους συνολικά 5.000 άνδρες, που πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και ανάγκασαν τον Ιμπραήμ να επιστέψει στην Τριπολιτσά.
Προσπάθησε τότε να περάσει στη Μεσσηνία από τα στενά της Πολιανής. Στο Δυρράχι ο Νικήτας και οι άνδρες του ανέκοψαν την εχθρική προέλαση. Οι εχθροί εγκατέλειψαν στις 21 Μαΐου τον κάμπο της Καρύταινας και ακολουθώντας τον δρόμο των προσφύγων στα «πισινά χωριά» των Καρυτινών μπήκαν στην Ανδρίτσαινα, όπου έκαψαν πολλά σπίτια και προχώρησαν ως το Μεγάλη Αναστάσοβα.
Αφού αιχμαλώτισαν εκεί λίγους ανθρώπους, κατευθύνθηκαν προς τα μεσσηνιακά κάστρα. Οι Έλληνες όμως που βρίσκονταν με τις οικογένειες τους πάνω στα βουνά τους ακολουθούσαν από κοντά και τους επιτίθεντο εδώ και εκεί, όταν τους έβρισκαν απομονωμένους και τους σκότωναν. Τότε στη θέση Χορηγόσκαλα διαδραματίστηκε μια τραγωδία ανάλογη προς τις αντίστοιχες του Ζαλόγγου και της Αράπιτσας της Νάουσας: είκοσι περίπου παρθένες και γυναίκες με τα παιδιά τους νομίζοντας πως πρόκειται να αιχμαλωτιστούν προτίμησαν να πέσουν κάτω στους γκρεμούς. Τις μέρες εκείνες 212 Έλληνες επιτέθηκαν και σκότωσαν 200 Αιγύπτιους, που είχαν βγει για βοσκή των ζώων τους έξω από το φρούριο της Κορώνης.
Ο Κολοκοτρώνης ζητούσε από την κυβέρνηση συνεχώς τροφές, για να μη διαλύονται τα στρατόπεδα από λιποταξίες. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καθώς και για τη δυσκολία του ανεφοδιασμού ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί μετέφεραν στη θέση Τουρκολέκα το στρατόπεδο τους.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών