Ο ελληνικός κόσμος μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης κατά την αποφράδα 29η Μαΐου1453 δεν σήμαινε μόνο την έναρξη μιας μακροχρόνιας και οδυνηρής για τον Ελληνισμό περιόδου της ιστορίας του, υπήρξε ταυτόχρονα και το τραγικό τέλος της θλιβερής εκείνης εποχής, κατά την οποία είχε υπονομευθεί καίρια το πολιτικό και οικονομικό μέλλον του γένους. Ήδη από τον 13ο και 14ο αιώνα είχαν αρχίσει να δημιουργούνται καταστάσεις που θα επηρέαζαν την τύχη των Ελλήνων τους επόμενους αιώνες.

Ο ελληνικός κόσμος μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Ο ελληνικός κόσμος είχε διασπασθεί και διαμοιρασθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του σε ξένους δυνάστες. Οι ειρηνικές ή βίαιες διεσιδύσεις αλλοφύλων από τον Βορρά και την ανατολή είχαν προκαλέσει την εθνολογική του σύμπτυξη. Οι αναστατώσεις από τις αλλεπάλληλες πολεμικές κρίσεις και τη χρόνια εσωτερική αναρχία είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργική του συρρίκνωση. Η καταχρηστική επέκταση του θεσμού των «προνοιαρίων» είχε φέρει από μια μεριά την υπέρμετρη αύξηση της δύναμης της στρατιωτικής ολιγαρχίας και από την άλλη τον οικονομικό μαρασμό των μικροκαλλιεργητών τη γης και τη δημιουργία κοινωνικών κρίσεων. Η εμπορική διείσδυση της χριστιανικής Δύσης στα σημαντικότερα λιμάνια και στα εμπορικά κέντρα της Ελληνικής Ανατολής είχε ήδη περιορίσει ασφυκτικά τις δυνατότητες οικονομικής δραστηριότητας των ελληνικών αστικών κοινωνιών.

Οι θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις είχαν οδηγήσει σε ιδεολογική σύγχυση που επεξέτεινε την πολιτική ακαταστασία και τις κοινωνικές αναταραχές. Οι κατακτήσεις εξάλλου των Οθωμανών στη Μικρά Ασία και η ραγδαία προέλασή τους στη χερσόνησο του Αίμου είχαν ήδη καταδικάσει και τους εναπομείνατες θυλάκους της ελληνικής αντίστασης στη Θράκη, την Πελοπόννησο και στην Τραπεζούντα. Η τελική, λοιπόν, εξόρμηση των ανδρών του Μωάμεθ Β΄ εναντίον της Βασιλεύουσας επισφράγισε απλώς έναν κύκλο στρατιωτικών γεγονότων, τα οποία είχαν προδιαγράψει τη μετέπειτα πορεία των πολιτικών πραγμάτων.

Ωτσόσο, το ίδιο το γεγονός της Άλωσης, όσο και τα γεγονότα που ακολούθησαν στους επόμενους δύο αιώνες έχουν κεφαλαιώδη σημασία, τόσο για τη διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού, όσο και για την χερσόνησο του Αίμου και γενικότερα την ευρωπαϊκή ιστορία.

Για τους Οθωμανούς η Άλωση αποτέλεσε την τυπική «νομιμοποίηση» της επικράτησης τους σε βάρος της ελληνικής αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος απέκτησε μια πρωτεύπυσα με παγκόσμια ακτινοβολία και μοναδική στρατιγική και πολιτική σημασία. Η ολοκλήρωση της επιτυχίας με την ενσωμάτωση των λειψάνων της βυζαντινής Πελοποννήσου (1460) και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1461) δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την σταθεροποίση των αδιαμόρφωτων μέχρι τότε κατακτημένων και λεηλατημένων ζωνών. Μέσα σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα η ορδή των βαρβάρων από την Ανατολή θα κατορθώσει να αποκτήσει χαρακτήρα συγκροτημένης αυτοκρατορίας, η οποία θα πετύχει την de facto ένταξη της στο σύστημα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Για τους Έλληνες η Άλωση και όσα γεγονότα ακολούθησαν αποτελούν την περισσότερο κρίσιμη και σκοτεινή φάση της νεώτερης ιστορίας τους. Ο ελληνικός κόσμος αποκεφαλισμένος και αποπροσανατόλιστος, μέσα στο χάος και στο αδιέξοδο των αλεπάλληλων καταστροφών, εισερχόταν με μια μειωμένη αντοχή σε μια περίοδο μακροχρόνιας δοκιμασίας, η οποία επηρέασε αποφασιστικά την ιστορική του μοίρα. Καίρια σημασία έχει η απώλεια της Κωνσταντινούπολης. Όσο διαρκούσε η άμυνα της οι ελπίδες ενός τμήματος του λαού για μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση της αντίστασης κατά της τουρκικής πλημμυρίδας τόνωναν ως ένα σημείο την ψυχική αντοχή των χριστιανικών πληθυσμών, ακόμη και της Μικράς Ασίας.

Μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, τα κρούσματα αλλαξοπιστίας πολλαπλασιάστηκαν και οι πιθανότητες χριστιανικής αντεπίθεσης μειώθηκαν. Στο εξής οι προσδοκίες των Ελλήνων για την εθνική αποκατάσταση θα περιορισθούν σε παρηγορητικές προφητείες και θρύλους, που θα θρέψουν την λαϊκή φαντασία και θα απαλύνουν την απελπισία κλονισμένων λαϊκών μαζών, ή σε ουτοπιστικά κατά κανόνα σχέδια ενόπλων επεμβάσεων ξένων δυνάμεων ή τέλος σε μεγαλεπήβολα αισιόδοξα προγράμματα εκχριστιανιμσού και εξελληνσιμού των αλλοπίστων κυριάρχων.

Η συμβατική αρχή της Τουρκοκρατίας συμπίπτει με την απώλεια της κεντρικής κρατικής εξουσίας. Με την Άλωση επισημοποιήθιηκε η μεταβίβαση της εξουσίας αυτής στον Οθωμανό κατακτητή. Ως τη δημιουργία του πρώτου -έστω ημιαυτόνομου κράτους, της Επτανήσου Πολιτείας (1800)- ή ως την ανάδυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους, οι Έλληνες θα αποστερηθούν των επίσημων πρωτοβουλιών πολιτικής δραστηριότητας. Την έλλειψη αυτή θα υφίσταται και το τμήμα του ελληνικού κόσμου που θα βρίσκεται υπό βενετική και γενικά λατινική κυριαρχία, και μάλιστα με το πρόσθετο μειονέκτημα της παντελούς σχεδόν απουσίας του ιδιότυπου πολιτικού ρόλου, τον οποίο είχε αναλάβει η ηγεσία της ελληνικής Εκκλησίας για τους ορθόδοξους υπηκόους του σουλτάνου.

Η οριστική επικράτηση των Οθωμανών στα Στενά και στον Βόσπορο εξασφάλισε στην οθωμανική, πλέον, πρωτεύουσα τα απαραίτητα αγαθά, τα οποία είχε στερηθεί κατά την μακροχρόνια αποκοπή της από τις υπόλοιπες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Αλλεπάλληλοι συνοικισμοί της με Έλληνες κυρίως εποίκους από διάφορες περιοχές μετέτρεψαν μέσα στους δύο πρώτους αιώνες και πάλι την Βασιλεύουσα σε ζωντανή μεγαλούπολη των 300.000-500.000 κατοίκων, αληθινό κέντρο της διοικητικής μηχανής της οθωμανικής αυτοκρατορίας και συνισταμένη της οικονομικής ζωής της ελληνικής Ανατολής.

Μέσα στην Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες κατάφεραν, συσπειρωμένοι πάντα γύρω από το οικουμενικό πατριαρχείο, να αναπτύξουν οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα. Μέσα σε αυτό το πεδίο αναζητούν δυνατότητες να αναλάβουν, για λογαρισμαό του υπόδουλου Γένους, κάποιο πολιτικό ρόλο -έστω και στα περιορισμένα πλαίσια των σχέσεών τους ως ραγιάδων προς αλλόθρησκους κυριάρχους.

Αντίθετα προς τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Προποντίδας, το ελληνικό στοιχείο που ζούσε σε άλλες περιοχές αντιμετώπιζε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Ασφυκτική ήταν η κατάσταση στην Μικρά Ασία. Ήδη από τον 13ο και 14ο αιώνα η περιοχή αυτή, που αποτελούσε δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού για την ελληνική αυτοκρατορία, άρχισε να απογυμνώνεται από τον χριστιανικό πληθυσμό της. Μπροστά στη διαρκώς ανανεούμεν η μουσουλμανική εξάπλωση οι Έλληνες κάτοικοι έπρεπε να ακολυθοήσουν δύο κυρίως δρόμους για τη φυσική τους βίωση: ή να μετακινηθούν ομαδικά σε ασφαλέστερους τόπους (ορεινά καταφύγια, αστικά κέντρα, νησιά) ή να ασπασθούν την θρησκεία των κυριάρχων (με πιθανό αποτέλεσμα την απώλεια της ελληνικότητάς τους).

Η προοδευτική φθορά του ελληνικού στοιχείου έφθασε σε τέτοιο βαθμό στους πρώτους αιώνες που ακολούθησαν την Άλωση, ώστε να εμφανίζονται παλαιές ανθηρές μητροπόλεις και επισκοπικές έδρες χωρίς χριστιανικό ποίμνιο και εκκλησιαστικοί προκαθήμενοι ως απλοί τιτουλάριοι.

Λιγότερο ζοφερή ήταν η εικόνα στην Καππαδοκία, στα νοτιοανατολικά και βόρεια παράλια η Μικρά Ασία και στον Πόντο. Οι πληθυσμοί εκεί κατόρθωσαν να διατηρήσουν ως ένα βαθμό τον ελληνικό τους χαρακτήρα και, επιπλέον, να διαφυλάξουν -ως πυρήνες ενός πανάρχαιου πολιτισμού- την βυζαντινή τους παράδοση. Σε ορισμένα μέρη το ελληνικό στοιχείο ενισχύθηκε με συχνές μεταναστεύσεις ή και βίαιες μετακινήσεις, εποίκων από το Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα.

Αξιόλογα και περισσότερο διαρκή αποτελέσματα είχαν οι προσπάθειες επιβίωσης των Ελλήνων του Πόντου. Ο ορεινός όγκος των Ποντιακών Άλπεων -που αποκόβει την περιοχή από το εσωτερικό της Ανατολίας. Η διατήρηση έστω και και για βραχύ χρονικό διάστημα σχετικής αυτοτέλειας και οι δυνατότητες επικοινωνίας, μέσω του Εύξεινου Πόντου, με την Κωνσταντινούπολη και τις εμπορικές βάσεις των Βενετών και των Γενουατών υποβοήθησαν τον Ελληνισμό του Πόντου να χρησιμοποιήσει με θαυμαστό τρόπο τη ζωτικότητά του για τη διατήρηση του εθνικού χαρακτήρα.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους