Ο αστισμός στην Ελλάδα

Παρά τις φιλελεύθερες διακηρύξεις των ελληνικών συνταγμάτων του 19ου αιώνα, η νεοελληνική κοινωνία συνέχιζε να φέρει ορισμένα γνωρίσματα που την διέκριναν οργανικά από τις δυτικοευρωπαϊκές. Όσο και αν, με το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, το γραπτό δίκαιο αντικατέστησε το εθιμικό, όσο και αν οι εξουσίες τυπικά διακρίθηκαν, ωστόσο αυτά δεν ήταν αρκετά για να συγκαλύψουν έναν υπάρχοντα ελληνικό «κοινωνικό ολοκληρωτισμό»: ο ατομικός βίος, η ιδιωτική οικονομία, η ιδιωτική κοινωνία, στην Ελλάδα ήταν αδύνατο να εννοηθούν ξεχωριστά από το κράτος.

Ο αστισμός στην Ελλάδα
Η Αθήνα τον 19ο αιώνα

Στις δυτικές κοινωνίες, ο αστισμός είχε εμφανισθεί σαν μια διαδικασία προοδευτικού αποχωρισμού του πεδίου των ιδιωτικών σχέσεων από το κράτος. Οι αστικές κοινωνικές σχέσεις στη Δύση αναπτύχθηκαν σε μια προοπτική για την «αποσυμφόρηση» των βαθμίδων της κοινωνικής ζωής και των εξουσιών, που ήταν συσσωρευμένες στο παραδοσιακό κράτος. Έτσι οι αστικές σχέσεις στη Δύση όχι μόνο διαμορφώθηκαν χωρίς οργανική αναφορά στο κράτος, αλλά και ορίσθηκαν σε αντιδιαστολή με αυτό. Γι΄αυτό το κράτος εμφανίστηκε αργότερα σαν απλό επιπρόσθετο στοιχείο στη συγκρότηση της αστικής κοινωνίας. Στην καλύτερη περίπωση, το κράτος αυτό είχε σαν αποστολή να διαφυλάσσει την ομαλή λειτουργία των ιδιωτικών σχέσεων, που είχαν διαμορφωθεί έξω από αυτό.

Φαίνεται ότι στην Ελλάδα η παρουσία του κράτους, ήταν όχι επιπρόσθετη, αλλά σύμφυτη, οργανικά απαραίτητη, για τη διαμόρφωση των αστικών κοινωνικών σχέσεων. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, οι ιδιωτικές σχέσεις στην Ελλάδα ήταν απόλυτα συγχωνευμένες και αξεχώριστες με τις σχέσεις εξουσίας και τις σχέσεις του κρατικού μηχανισμού.

Στην Ελλάδα, η κυρίως ιδιωτική «κοινωνία», ως ξεχωριστό μέγεθος, ήταν εξαιρετικά ατροφική και συνήθως απορροφημένη από την «πολιτική κοινωνία», δηλαδή το κράτος. Η κατάσταση αυτή συνιστούσε ένα ιδιότυπο «κοινωνικό ολοκληρωτισμό», δηλαδή τη σύγχυση των επιπέδων της κοινωνικής ζωής και τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο χώρο του κρατικού μηχανισμού και στο πεδίο της πολιτικής. Το ιδιωτικό στοιχείο στην Ελλάδα δεν ήταν έτσι ούτε πρωτογενές ούτε αυθύπαρκτο, αλλά παράγωγο και απόλυτα εξαρτημένο από το δημόσιο.

Ενώ λοιπόν στη Δύση ο αστισμός εμφανίστηκε σαν αντι-συγκεντρωτισμός και αντι-ολοκληρωτισμός, στην Ελλάδα, τουλάχιστον για την περίοδο 1828-1880, ο αστισμός δεν ήρθε σε σύγκρουση με τον ιδιότυπο ελληνικό «κοινωνικό ολοκληρωτισμό», αλλά αντίθετα στηρίχθηκε σε αυτόν και αναπτύχθηκε σε συνεργασία μαζί του. Ο ελληνισμός παρουσίαζε εξ αρχής, στην νεώτερη εποχή, μια πρώιμη αστική ανάπτυξη. Αυτή συνδέθηκε όχι τόσο με διαδικασίες για την αστικοποίηση της εγχώριας ελλαδικής κοινωνίας, όσο κυρίως με τη διαμόρφωση των εμπορευματικών κυκλωμάτων στο ευρύτερο χώρο της χερονήσου του Αίμου και της ανατολικής Μεσογείου.

Η πρώιμη αυτή φάση της ανάπτυξης του νέου ελληνισμού ανταποκρίνεται κυρίως στην περίοδο 1750-1815. Με την βιομηχανική επανάσταση στη δυτική Ευρώπη και τις συνέπειες της στους εξαρτημένους χώρους, η οικονομική δύναμη του ελληνισμού άρχισε να συρρικνώνεται και ο ελληνισμός να εντοπίζεται όλο και περισσότερο στον υπό κατασκευή εθνικό χώρο.

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η διαδικασία κατά την οποία ο ελληνισμός πέρασε από το κοσμοπολίτικο στάδιο στο εθνικιστικό άρχισε να συγκεκριμενοποιείται. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η πορεία της αστικοποίησης των Ελλήνων να παίρνει πια διαφορετικές μορφές. Μεταξύ άλλων, η έντονη και δυναμική αστικοποίηση των δομών του ελλαδικού χώρου δεν κατέληγε πια στη δημιουργία μιας τάξης αστών επιχειρηματιών. Ο Έλληνας αστός επιχειρηματίας ενώ ήταν ένα συνηθισμένο είδος στα πλαίσια του κοσμοπολίτικου ελληνισμού, κατέληξε να γίνει ένα είδος προβληματικό και σπάνιο στα παλίσια του ανεξάρτητου εθνικού κράτους.

Η εξάρτηση της εθνικής οικονομίας από τα κυκλώματα της διεθνούς αγοράς, από τους διεθνείς μεγαλεμπόρους και το παροικιακό κεφάλαιο είχε σαν αποτέλεσμα η αστικοποιητική διαδικασία στον ελλαδικό χώρο να απορροφιέται σχεδόν ολοκληρωτικά από τους ποικίλους, άμεσους ή έμμεσους, μηχανισμούς του ελληνικού κράτους. Έτσι η κοινωνική διαφοροποίηση και αστικοποίηση στην ανεξάρτητη Ελλάδα σπάνια μόνο απέδιδαν επιχειρηματίες, ενώ αντίθετα διαμόρφωναν συνήθως ενοικιαστές των φόρων του δημοσίου, πολιτικούς άνδρες, κομματάρχες, δημόσιους υπαλλήλους, δικαστικούς, εκπαιδευτικούς, δικηγόρους, στρατιωτικούς.

Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα το σύμβολο της κοινωνικής ανόδου ήταν η πρόσβαση σε κάποια θέση του δημοσίου. Στην ουσία το δημόσιο κατέληξε να είναι η πιο βατή οδός για να προχωρήσει η εσωτερική κοινωνική διαφοροποίηση. Η διόγκωση των μηχανισμών που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με το κράτος δεν εξέφραζε παρά την κοινωνική εσωτερίκευση των συνθηκών της διεθνούς εξάρτησης. Το πάθος του νεοέλληνα για την πολιτική, για την εκπαίδευση, για τα διπλώματα, η παθολογική διόγκωση της δημοσιοϋπαλληλίας, της δικηγορίας, των υπηρεσιών γενικότερα, όπως και άλλα παρεμφερή φαινόμενα που εμφανίστηκαν από τις πρώτες δεκαετίες του ανεξάρτητου νεοελληνικού βίου, βρίσκονταν ακριβώς σε στενή σχέση με την αδυναμία να αναπτυχθεί στην Ελλάδα μια ξεχωριστή κοινωνία των ιδιωτικών σχέσεων, δηλαδή με την αδυναμία να αναπτυχθεί μια ιδιωτική επιχειρηματική οικονομία.

Η κοινωνική διαφοροποίηση, μη βρίσκοντας διέξοδο στο χώρο του επιχειρηματικού πεδίου, κατέληξε έτσι σε ένα φαινόμενο «κοινωνικής συστροφής» και εξαντλήθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη διόγκωση των υπηρεσιών του δημοσίου και των γύρω από αυτό χώρων. Επειδή στους χώρους αυτούς η κλίμακα και η ένταση των διαφοροποιητικών διαδικασιών ήταν εξ ορισμού μάλλον περιορισμένες, ο μικροαστισμός εγκαθιδρύθηκε από την ίδρυση του νεοελληνικό κράτους, σαν μια μόνιμη αναπόφευκτη και οργανική διάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας. Όμως ο μικροαστισμός αυτός δεν συνδεόταν τόσο με το μικρό επιχειρηματία-παραγωγό, όσο με το κράτος και τις «υπηρεσίες».

Η εξάρτηση αυτή δεν ακινητοποίησε την εξαρτημένη κοινωνία, αλλά απλώς τη μετέστρεψε σε κατευθύνσεις διαφορετικές. Έτσι, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, οι ιδιωτικέε σχέσειςδεν έμεναν στάσιμες, αλλά ως παράγωγες των δημοσίων, αναπτύσσονταν ιδιότυπα υπό την κρατική προστασία και ενθάρρυνση. Υπό την επίφαση ενός ατροφικού ιδιωτικού αστισμού, αναπτυσσόταν ένα δυναμικό αστικό κράτος και ένας αντίστοιχος «δημόσιος» αστισμός. Ο αστισμός αυτός δεν οριζόταν σε αντιδιαστολή με το κράτος αλλά συμπυκνωνόταν σε αυτό.

Στην Ελλάδα η κοινωνία δεν υπήρχε έξω από το κράτος. Το κράτος δεν επικύρωνε απλώς τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, αλλά και τις διέπλασε. Οι πολιτικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές, δημοσιογραφικές ιδέες στην Ελλάδα δεν αποτελούν έτσι μία απλή ιδεολογική έκφραση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, αλλά συνιστούν υλικά πεδία στα οποία εγχαράσσονται πρωτογενώς οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις.

Από το 1880 και εξής, χάρη στην πραγματοποιούμενη εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και στις σημαντικές επενδύσεις, άρχισε επιτέλους να συγκεκριμενοποιείται και στην Ελλάδα μια διαδικασία κοινωνικής διαστρωμάτωσης, με επίκεντρο το χώρο των ιδιωτικών σχέσεων. Στη διαδικασία αυτή συνέβαλε ακόμα και το ίδιο το κράτος, κάθε φορά που εμφανιζόταν όχι ως δημόσιο, αλλά ως πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Με τη δεύτερη μορφή το κράτος περνούσε παραγγελίες σε ιδιωτικές, εταιρείες, αναλάμβανε το ίδιο επιχειρήσεις, δημόσια έργα, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Επίσης, το κράτος διαμόρφωνε μια πολιτική οικονομικού προστατευτισμού, η οποία μολονότι στηριζόταν στο ius imperii και συνεπώς τόνιζε τη δημόσια υπόστασή του, ωστόσο κατέληγε στην ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών.

Οι μεταβολές αυτές στη συμπεριφορά των κεφαλαιούχων και του κράτους κατέτειναν για πρώτη φορά στη διαμόρφωση ενός στρώματος επιχειρηματιών από τη μία και σημαντικών στρωμάτων εργαζομένων από την άλλη. Στη δεκαετία του 1880 εκδηλώθηκαν οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες για τον αποχωρισμό και τη συγκρότηση μιας ιδιωτικής κοινωνίας έξω από το κράτος. Το ακαθόριστο κοινωνικό συνονθύλευμα που είχε σχηματιστεί γύρω από το κράτος έπρεπε από αυτή τη στιγμή να συμμορφωθεί με το ευρωπαϊκό υπόδειγμα του χωρισμού της κοινωνίας από το κράτος. Αυτό επιδιωκόταν σε δύο κατευθύνσεις: α) ανάδειξη του πεδίου των ιδιωτικών σχέσεων ως του κατεξοχήν επιχειρηματικού και διαφοροποιητικού κοινωνικού χώρου, β) βαθμιαία αποδυνάμωση του κράτους και υπαγωγή του στις ανάγκες της κοινωνίας των πολιτών.

Ο τρικουπισμός αυτό το διπλό στόχο επιδίωκε. Κεντρική ιδέα του Τρικούπη ήταν η λεγόμενη «διάκριση των εξουσιών», δηαδή η αποσυμφόρηση της εξουσίας από το χώρο της πολιτικής και του κράτους. Επεδίωκε την αποδυνάμωση του πολιτικού ελέγχου, με μετάθεση ενός μέρους της εξουσίας προς τον αναπτυσσόμενο χώρο της ιδιωτικής οικονομίας. Όμως οι αδυναμίες και τα όρια αυτής της πολιτικής είναι εμφανείς. Ο Τρικούπης επεδίωξε την ανεξαρτητοποίηση της κρατικής μηχανής, δηλαδή τον αποχωρισμό της από την ιδιωτική κοινωνία και τη σχετική αποδυνάμωσή της.

Όμως πώς ήταν δυνατό να φθάσει στο αποτέλεσμα αυτό, όταν από μία άλλη πλευρά ήταν υποχρεωμένος να το επιδιώκει διαμέσου ενός εντεινόμενου κρατικού παρεμβατισμού; Η εισροή των κεφαλαίων έφερε κάποια αποτελέσματα στο ζήτημα της εγχώριας αστικοποίσησης, όμως τα αποτελέσματα αυτά δεν ήταν δυνατόν να ολοκληρωθούν χωρίς την κρατική συμπαράσταση και πρωτοβουλία. Έτσι η ελληνική επιχειρηματική τάξη μετά το 1880 βρέθηκε σε μια περίεργη αντίφαση: επεδίωκε διά του κράτους να ξεφύγει από τον κρατικό εναγκαλισμό. Υπό τους όρους αυτούς, κάθε ανάπτυξη της κοινωνίας συνεπέφερε αναπόφευκτα και μια νέα ανάπτυξη του ρόλου του κράτους.

Έτσι η διαδικασία του εγχειρήματος ήταν ταυτόχρονα και η διαδικασία της αποτυχίας του. Ο τρικουπισμός στοιχημάτισε υπέρ του εγχειρήματος, επιδιώκοντας τον εξευρωπαϊσμό. Ο δηλιγιαννισμός, υποστηρίζοντας τον ιδιότυπο «κοινωνικό ολοκληρωτισμό», στοιχημάτισε εναντίον του εγχειρήματος.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους