Ορθόδοξα πατριαρχεία της Ανατολής

Ήδη από την εποχή των αραβικών κατακτήσεων (μέσα του 7ου αιώνα) τα ορθόδοξα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, φημισμένα άλλοτε κέντρα χριστιανικής ζωής και παιδείας, είχαν περιπέσει σε στάδιο δεινής δοκιμασίας και έσχατης παρακμής. Κατά τους τελευταίους ιδίως αιώνες της βυζαντινής περιόδου η μισαλλοδοξία των σταυροφόρων απέναντι στους ορθόδοξους και η αγριότητα των Μαμελούκων, που κυριαρχούσαν στην Αίγυπτο και στη Συρία, είχαν περιορίσει το ποίμνιο των τριών αυτών πατριαρχείων σε μερικές χιλιάδες πιστούς.

Ορθόδοξα πατριαρχεία της Ανατολής

Οι δεσμοί με τον πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχαν χαλαρωθεί πολύ. Η κατάσταση αυτή παρατάθηκε ως το 1516-17, όταν ο σουλτάνος Σελίμ Α΄ προσάρτησε τις χώρες εκείνες (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος) στην οθωμανική αυτοκρατορία. Οι τρεις πατριάρχες έλαβαν και αυτοί βεράτι που κατιχύρωνε τυπικά τα θρησκευτικά τους προνόμια, διοικητικά όμως θεωρήθηκαν από τους Τούρκους υποκείμενοι στη δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριάρχη. Μόνο μέσω αυτού μπορούσαν να επικοινωνήσουν με την Υψηλή Πύλη, μολονότι από άποψη εκκλησιαστική ήταν αυτοκέφαλοι.

Με τον καιρό, η έλλειψη ικανών στελεχών, η αραίωση και η έσχατη πενία και αμάθεια του ποιμνίου τους έφερε τα τρία ορθόδοξα πατριαρχεία της Ανατολής σε μεγαλύτερη εξάρτηση από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι από τις αρχές του 17ου αιώνα και εξής οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων εκλέγονταν και χειροτονούνταν κατά κανόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνήθως διέμεναν για μεγάλες περιόδους.

Η κύρια προσπάθεια των κατά καιρούς πατριαρχών απέβλεπε σε ένα βασικό σκοπό: να περισωθεί και κατά το δυνατόν να ενισχυθεί ο παραδοσιακός ελληνοβυζαντινός χαρακτήρας των πατριαρχείων, για να μην απορροφηθούν είτε από το κατά πολύ υπέρτερο αριθμητικά αραβικό στοιχείο που τα περιέβαλλε, είτε από τις ποικίλες ουνιτικές εκκλησίες που δημιούργησε η καθολική προπαγάνδα στην Ανατολή, ιδιαίτερα στην Συρία και την Παλαιστίνη.

Πατριαρχείο Αλεξανδρείας

Την εσωτερική ζωή του πατριαρχείου Αλεξανδρείας απασχόλησαν δύο κυρίως ζητήματα: το λεγόμενο Σιναϊτικό και το ζήτημα της ανόρθωσης των άθλιων οικονομικών του. Το Σιναϊτικό ζήτημα, αν δηλαδή η ιστορική μονή του Σινά υπάγεται στη δικαιοδοσία του πατριάρχη Αλεξανδρείας ή του Ιεροσολύμων, είχε τεθεί από τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια και υπήρξε σχεδόν μόνιμη αιτία προστριβών των δύο πατριαρχείων, μολονότι κατά καιρούς διευθετήθηκε προσωρινά υπέρ του Ιεροσολύμων. Την ένταση επέτεινε η μόνιμη φιλοδοξία των Σιναϊτών να χειραφετηθούν τόσο από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων όσο και από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας, ανακηρύσσοντας τη μονή τους αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή πράγμα που συχνά πέτυχαν.

Η οικονομική αθλιότητα του πατριαρχείου Αλεξανδρείας ήταν βέβαια συνέπεια της αραίωσης του ποιμνίου του, αλλά και της αρπακτικότητας των τοπικών τουρκικών αρχών. Για την αντιμετώπιση της οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα, ζήτησαν την συμπαράσταση των Ρώσων τσάρων και συχνά οι ίδιοι προσωπικά ή μέσω εξάρχων διενεργούσαν εράνους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στη Ρωσία.

Πατριαρχείο Αντιοχείας

Το πατριαρχείο Αντιοχείας, τρίτο κατά την ιεραρχική τάξη των ορθόδοξων πατριαρχείων της Ανταολής, αντιμετώπισε, από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα, οξύτατες εσωτερικές κρίσεις και περιπλοκές, που το κράτησαν σχεδόν συνεχώς στα όρια του αφανισμού. Μολονότι διατήρησε αρκετές από τις «παλαιγενείς» κοα ακμάζουσες άλλοτε επισκοπές, το ποίμνιο του ήταν ολιγάριθμο και εξακολούθησε να ελαττώνεται συνεχώς εξαιτίας των ομαδικών εξισλαμισμών.

Τη μεγαλύτερη όμως διάβρωση υπέστη το πατριαρχείο Αντιοχείας από την καθολική προπαγάνδα των ιησουιτών και άλων ομάδων ιεραποστόλων που εγκατεστημένοι στη Συρία, ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, άγρευαν οπαδούς μεταξύ των Ιακωβιτών, των Μαρωνιτών, των Αρμενίων και ιδιαίτερα μεταξύ των ορθοδόξων. Έτσι δημιουργήθηκαν οι ποικίλες ουνιτικές εκκλησίες της περιοχής (Αραβοκαθολικών, Αμρενοκαθολικών κλπ), οι οποίες χάρη στην πολιτική και οικονομική ενίσχυση της Ρώμης και των καθολικών χωρών της Ευρώπης ανταγωνίζονταν επικίνδυνα το πατριαρχείο Αντιοχείας.

Ωστόσο μέσα στη ζοφερή αυτή ατμόσφαιρα υπήρχαν και φωτεινά διαλείμματα χάρη σε ορισμένους λογίους και ικανούς πατριάρχες, που κατόρθωσαν ή τουλάχιστον προσπάθησαν να ανακόψουν την ραγδαία παρακμή, τον πνευματικό και οικονομικό μαρασμό του πατριαρχείου. Χάρη στους ελληνομαθείς αυτούς πατριάρχες περισώθηκε ως ένα σημείο ο παραδοσιακός ελληνοβυζαντινός χαρακτήρας του πατριαρχείου. Ήδη από τη μεσαιωνική περίοδο το ποίμνιο του πατριαρχείου Αντιοχείας αποτελείτο όχι μόνο από Έλληνες ή ελληνόφωνους, αλλά κατά μεγάλο ποσοστό από Σύρους χριστιανούς, οι οποίοι βαθμιαία εξαράβισαν γλωσσικά τους υπόλοιπους ορθοδόξους της περιοχής.

Ορθόδοξα πατριαρχεία της Ανατολής
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων

Η ιστορία του πατριαρχείου Ιεροσολύμων είναι στενά δεμένη με τους αγώνες των κατά καιρούς πατριαρχών για τη διατήρηση της δικαιοδοσίας τους στα λεγόμενα ιερά προσκυνήματα, τα μνημεία δηλαδή και τους τόπους που συνδέθηκαν με τη ζωή του Χριστού (ναός σπηλαίου της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ, ναοί της Αναστάσεως και της Αποκαθηλώσεως στην Ιερουσαλήμ, Γολγοθάς, Γεθσημανή).

Τα προσκυνήματα αυτά ανήκαν βέβαια αρχικά στους ορθόδοξους, κατά την περίοδο όμως που κυριάρχησαν οι σταυροφόροι στους Αγίους Τόπους πέρασαν στη κατοχή των καθολικών, για να αποδοθούν και πάλι στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων αργότερα από τους Μαμελούκους.

Ο κατακτητής της Παλαιστίνης Σελίμ Α΄ επικύρωσε τα κυριαρχικά δικαιώματα του πατριαρχείου στα προσκυνήματα αυτά, σύντομα όμως η σύναψη διπλωματικών σχέσεων της Γαλλίας -και αργότερα και άλλων καθολικών χωρών της Ευρώπης- με την Πύλη περιέπλεξε τα πράγματα. Οι Γάλλοι πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη, στηριζόμενοι στις γνωστές διομολογήσεις ή παρέχοντας πολιτικά ανταλλάγματα ή και απροκάλυπτα δωροδοκώντας τους Τούρκους αξιωματούχους, προσπάθησαν και συχνά πέτυχαν να εκδοθούν σουλτανικά φιρμάνια, με τα οποία αποσπόνταν τα προσκυνήματα από τη δικαιοδοσία του ορθόδοξου πατριάρχη και παραχωρούνταν στους ευάριθμους καθολικούς μοναχούς, που ήταν εγκατεστημένοι στην Ιερουσαλήμ.

Κάθε φορά, για την επανάκτηση των προσκυνημάτων, οι κατά καιρούς πατριάρχες, απροστάτευτοι πολιτικά και πάμφτωχοι, χρειάζονταν να αποδυθούν σε μακροχρόνιους αγώνες, να κινητοποιηθούν ομογενείς προύχοντες και ηγεμόνες, να περιοδεύσουν σε όλη την ορθόδοξη Ανατολή, συχνά ως ως τη Μόσχα, για να συλλέξουν τα αναγκαία χρηματικά ποσά, τα οποία συνήθως ήταν το αποτελεσματικότερο μέσο για να μεταπείσουν τις τουρκικές αρχές.

Στον αγώνα αυτό εξαιρετικά πολύτιμες υπηρεσίες προσέφερε η πρσαρτημένη στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων η Αγιοταφική Αδελφότητα που είχε ταυτίσει την ύπαρξή της με τη τύχη των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων. Χαρη στα πολυάριθμα κτήματα και μετόχια της, άλλωστε, από την Κύπρο και την Κρήτη ως τις ρουμανικές χώρες και την Ρωσία, η Αγιοταφική Αδελφότητα ήταν το κυριότερο οικονομικό στήριγμα του πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

Επιπλέον η Αδελφότητα αυτή δεν ήταν μόνο φυτώριο στελεχών που επάνδρωναν τον πατριαρχικό θρόνο και τις μητροπόλεις και αρχιεπισκοπές του πατριαρχείου (Καισαρείας, Πτολεμαΐδος, Λύδδας, Γάζας, Ιόππης, Σεβαστείας κλπ), αλλά και άγρυπνη φρουρά, έτοιμη να υπερασπισθεί ή να διεκδικήσει και το τελευταίο λιθάρι των ιστορικών εκείνων μνημείων της Ιερουσαλήμ.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους