Ονομαστοί οπλαρχηγοί της Δυτικής Ελλάδας ήταν οι: Γεώργιος Δράκος, Λάμπρος Βέικος, Αλέξιος Βλαχόπουλος, Δημήτριος Μακρής, Χατζημιχάλης Νταλιάνης και Χριστόφορος Περραιβός.
Οπλαρχηγοί της Δυτικής Ελλάδας
Ο Γεώργιος Δράκος (1788-1827)
Ο Γεώργιος Δράκος γεννήθηκε στο Σούλι το 1788. Ενώ πολιορκούσαν οι Τουρκαλβανοί το Σούλι, οι Τούρκοι δοκίμασαν να κυριεύσουν εξ εφόδου την πηγή, από την οποία έπαιρναν νερό οι Σουλιώτες. Τόσο βέβαιοι ήταν για την νίκη τους, που είχαν στρατοπεδεύσει με έξι χιλιάδες στρατιώτες. Ο Γεώργιος Δράκος τους πολέμησε με δύναμη δεκαοκτώ ανδρών, και επανειλημμένα τους απέκρουσε, μέχρι που ήρθε ο Νότης Μπότσαρης με ενισχύσεις, και ανακήρυξε τον Δράκο ήρωα της νίκης. Στην Μάχη των Πέντε Πηγαδιών (15 Σεπτεμβρίου 1821) ο Δράκος ως αρχηγός πρωταγωνίστησε με μόνον τριακόσιους άνδρες. Πήρε μέρος και σε άλλες μάχες, στην Πανάσσαρη το 1824, στους Κολοβάτες το 1825, στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στην Ανατολική Ελλάδα, ως αρχιστράτηγος στην πολιορκία των Σαλώνων, στο Δίστομο εναντίον του Πασά της Καρύστου και του Καροφίλμπεη. Πέθανε στην Χαλκίδα το 1827. Ήταν αιχμάλωτος του Κιουταχή και μεταφερόταν προς την Εύβοια για να αναρρώσει, όταν οι φύλακες του Κιουταχή τον φόνευσαν με διαταγή και είπαν ότι αυτοκτόνησε. Η χήρα του Σουσάνα και τα ορφανά τέκνα του εγκαταστάθηκαν το 1829 στη Ναύπακτο, μαζί με τις οικογένειες των Αθανασίου, Γεωργίου (χιλίαρχου και πρωτοξάδελφου του Στρατηγού) και Νικολάου Δράκου.
Ο Λάμπρος Βέικος (-1827)
Ο Λάμπρος Βέικος ήταν ήταν Σουλιώτης οπλαρχηγός και αργηγός φάρας. Γιος του Βέικου Ζορμπά. Αγωνίστηκε το 1821 και σκοτώθηκε στη μάχη του Ανάλατου το 1827. Λέγεται ότι ήταν περιώνυμος για την ανδρεία του και το κάλλος του. Προς τιμήν του οι Έλληνες έδωσαν το όνομα του σε μια συνοικία των Αθηνών, που σήμερα βρίσκεται μέσα στα όρια του δήμου Καλλιθέας. Το κράτος για να τον τιμήσει έδωσε στους κληρονόμους του εκτάσεις γης στην περιοχή του σημερινού άλσους Βεΐκου στα όρια του Δήμου Γαλατσίου.
Ο Αλέξιος Βλαχόπουλος (1787-1865)
Ο Αλέξιος Βλαχόπουλος γεννήθηκε στη Νικόπολη Πρέβεζας τo 1787. Μικρότερα σε ηλικία αδέλφια του ήταν οι Κωνσταντίνος και ο Δημήτριος. Ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία από το 1819 κι είχε τον βαθμό του απόστολου. Μικρός βρέθηκε στην αυλή του Αλή πασά για να γίνει αργότερα αρματολός. Το 1806 βρέθηκε στα Επτάνησα και κατατάχτηκε στον αγγλικό στρατό παίρνοντας μέρος στη κατάληψη της Λευκάδας. Αργότερα εγκατέλειψε τον αγγλικό στρατό και σαν απόστολος της φιλικής εταιρείας βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου και φυλακίστηκε. Με δικό του στρατιωτικό σώμα πήρε μέρος σε πολλές μάχες του 1821 όπως στου Πέτα στο Ζαπάντι στο Μεσολόγγι και στην απελευθέρωση του Βραχωρίου. Στην απελευθέρωση του Βραχωρίου αναφέρεται ότι σε αυτόν παραδόθηκαν οι Οθωμανοί, αλλά και ότι ο Βλαχόπουλος δεν δέχτηκε την αναίμακτη παράδοση τους, αλλά το βράδυ κρυφά από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς διέταξε τους άντρες του και επιτέθηκαν στους άοπλους παραδοθέντες Οθωμανούς και Εβραίους με τα γιαταγάνια σφάζοντας τους και λαφυραγωγώντας τους. Χρημάτισε πληρεξούσιος επαρχιών Βλοχού και Βραχωρίου στη Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος το Νοέμβριο του 1821 από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο ακολούθησε στην πολιτική δράση σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, και γερουσιαστής του Οργανισμού Δυτικής Χέρσου Ελλάδος. Πήρε μέρος στην Γ’ Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος στο Ανατολικό. Το 1825 με τον Κοντογιάννη και τον Γιάννη Ράγκο μπήκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και μετά την έξοδο (Απρίλιος 1826) διορίστηκε Γενικός Επιθεωρητής Στρατού στη Στερεά Ελλάδα. Μεταξύ 1828 και 1829 υπηρέτησε ως έκτακτος επίτροπος στην Αρκαδία. Μετεπαναστατικά χρημάτισε υπουργός στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Καποδίστρια και στην κυβέρνηση Όθωνα από τις 19 Αυγούστου 1841 έως τον Σεπτέμβριο του 1843, όταν με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου συνελήφθη και φυλακίστηκε. Έλαβε μέρος στην επανάσταση της Θεσσαλίας το 1854 και το 1864 διετέλεσε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α’. Πέθανε στην Αθήνα το 1865. Μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, τιμήθηκε με το Αργυρούν Αριστείον του Αγώνος 1821-1829, μετά το 1833 με Αστέρα Ανωτέρου Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος και αργότερα με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος.
Ο Δημήτριος Μακρής (1772-1841)
Ο Δημήτριος Μακρής γεννήθηκε το 1772 στη Γαβαλού της σημερινής περιφερειακής ενότητας Αιτωλοακαρνανίας. Πατέρας του ήταν ο εύπορος κτηματίας της περιοχής, Ευάγγελος Πραγγέλης που είχε πάρει μέρος στην Ελληνική εξέγερση το 1770 και απεβίωσε περί το 1790. Ο Δημήτριος πήρε το προσωνύμιο «Μακρής» λόγω του ύψους του (ήταν ψηλός και λιγνός) το οποίο υιοθέτησε ως επώνυμο. Σε ηλικία μόλις 15 ετών σκότωσε μετά από διένεξη έναν Τούρκο Αγά. Μετά το θάνατο του πατέρα του εντάχθηκε στο κλέφτικο σώμα του καπετάνιου Γιώργου Σφαλτού που δολοφονήθηκε από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και ο Μακρής ανέλαβε έπειτα εκείνος την αρχηγία του σώματος. Διορίστηκε αρματολός του Ζυγού και δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον Αλή Πασά, τον οποίο πάντα εχθρευόταν. Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1819, δύο χρόνια πριν την Ελληνική Επανάσταση, και έδωσε το έναυσμα στην δυτική Ελλάδα στις 5 Μαΐου 1821. Πρωταγωνίστησε στην πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου στην έξοδο οδήγησε την αριστερή πτέρυγα της φρουράς. Διακρίθηκε επίσης σε μάχες στο Αγρίνιο και Αιτωλικό. Ακολούθησε αργότερα τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το 1823 πήρε δίπλωμα στρατηγού. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ρίτσαρντ Τσωρτς στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, στη μάχη της Αράχωβας και σε άλλες σημαντικές συγκρούσεις. Στην προσωπική του ζωή ήταν νυμφευμένος με την Ευπραξία Ραζηκότσικα, κόρη του προύχοντα Στάμου Ραζηκότσικα, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και μία κόρη. Αρνήθηκε να συμμετάσχει στον εμφύλιο πόλεμο, ενώ δεν δέχτηκε δημόσια αξιώματα, παρά το ότι του προσφέρθηκαν από το Βασιλιά Όθωνα. Προηγουμένως, υπήρξε συνεργάτης του Καποδίστρια και εν συνεχεία εντάχθηκε στη Βασιλική Φάλαγγα, ένα τιμητικό σώμα που δημιουργήθηκε ώστε να ενταχθούν σε αυτό όσοι οπλαρχηγοί του Αγώνα αδυνατούσαν λόγω ηλικίας ή από έλλειψη προσόντων να στελεχώσουν τον τακτικό στρατό. Έγινε πληρεξούσιος Ζυγού στη Συνέλευση του 1831. Προτίμησε αργότερα να παραμείνει έξω από τα πολιτικά και τις στρατιωτικές διακρίσεις. Απεβίωσε το 1841 στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης έγραψε για αυτόν ότι ήταν ο μόνος οπλαρχηγός της Δυτικής Ελλάδας «όστις δεν φίλησε ποτέ τουρκικήν ποδιάν».
Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης (1775-1828)
Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης γεννήθηκε στο Δελβινάκι της Ηπείρου το 1775. Σπούδασε στην Ιταλία και ασχολήθηκε αμέσως μετά στην τοπική καπνοβιομηχανία της Τεργέστης όπου και απέκτησε μεγάλη περιουσία ως επιχειρηματίας. Το όνομά του ήταν «Μιχαήλ Χρήστου» όμως επειδή ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους και βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό, βαπτίστηκε Χατζής κατά την ελληνική τότε παράδοση. Ο Νταλιάνης το 1816 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και με προσωπικές του δαπάνες συγκρότησε ίλη ιππικού που συμμετείχε ενεργά στον Αγώνα. Τον Μάρτιο του 1826 ναύλωσε τρία καράβια με 800 εθελοντές και ξεκίνησε με προορισμό τον Λίβανο για να πείσει εκεί τους τοπικούς άρχοντες να ξεκινήσουν αγώνα κατά των Τούρκων. Στην Ελλάδα συμμετείχε σε επιδρομές κατά του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και μετέπειτα στην Στερεά Ελλάδα στο πλευρό του Γεώργιου Καραϊσκάκη και, μετά το θάνατο του τελευταίου, στην μάχη του Φαλήρου. Πήρε μέρος στην ατυχή για τους Έλληνες μάχη του Φραγκοκάστελλου.
Ο Χριστόφορος Περραιβός (1773-1863)
Ο Χριστόφορος Περραιβός γεννήθηκε το 1773 στους Παλαιούς Πόρους (παλ. Πούρλες) της Πιερίας. Το πραγματικό επίθετο της οικογενείας του ήταν Χατζηβασιλείου που το έκανε Περραιβός από την αρχαία ονομασία της πόλεως που καταγόταν. Το 1793 σπούδασε στην ακμάζουσα τότε ελληνική Σχολή του Βουκουρεστίου και το 1796 πηγαίνει στη Βιέννη, προκειμένου να σπουδάσει ιατρική. Στη Βιέννη συνάντησε τον Ρήγα Βελεστινλή, έγινε οπαδός του και έκτοτε συνεχής σύντροφός του. Το 1817 πήγε στην Αγία Πετρούπολη και, διερχόμενος από την Οδησσό, συναντήθηκε με τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας, Σκουφά, Αναγνωστόπουλο, Τσακάλωφ και Αντ. Κομιζόπουλο και έγινε μέλος της. Από την εποχή αυτή αρχίζει και η νέα δράση του Περραιβού. Κατ’ εντολή της Φιλικής Εταιρείας κατήλθε στη Μάνη για να προετοιμάσει τη μεγάλη εξέγερση. Επισκέφθηκε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου και λίγο πριν την Επανάσταση μετέβη στην Ήπειρο στη περιοχή του Σουλίου, μετά στους Παξούς και τέλος στο Μεσολόγγι. Κατά την Επανάσταση του 1821 έδρασε και ως πολιτικός αλλά και ως στρατιωτικός. Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Περραιβός τέθηκε υπό τις διαταγές του Υψηλάντη και τον ακολούθησε στις εκστρατείες του εναντίον των Τούρκων. Έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος στην Γ’ Εθνική Συνέλευση και στην Δ’ Εθνική Συνέλευση Άργους. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου διορίσθηκε συνταγματάρχης στη Βασιλική φάλαγγα. Στις 18 Μαρτίου του 1844 ο Βασιλεύς Όθωνας του απένειμε τον βαθμό του υποστράτηγου. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 90 χρόνων, στις 4 Μαΐου 1863.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
Με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org