Οι τελευταίοι Σελευκίδες

Το βασίλειο των Σελευκιδών επέζησε από 312 π.Χ. έως το 63 π.Χ. Η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών ιδρύθηκε από τον Μακεδόνα στρατηγό Σέλευκο Α΄ Νικάτορα, μετά τον διαμελισμό της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας. Οι τελευταίοι Σελευκίδες βασιλείς ήταν οι Αντίοχος Ζ’ (138-129π.Χ.), ο πιο αξιόλογος από τους τελευταίους Σελευκίδες, ο Αντίχοχος Η’ Γρυπός (125-96π.Χ.), ο Αντίοχος Θ’ Κυζικηνός (114-108π.Χ.), και άλλοι με έσχατο τον Φίλιππο Β’.

Οι τελευταίοι Σελευκίδες

Ο Αντίοχος Ζ’ υπήρξε ο τελευταίος αξιόλογος Σελευκίδης βασιλιάς. Κατά τη δεκαετή μόλις βασιλεία του αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα και τις περισσότερες φορές με επιτυχία τους σοβαρότερους από τους κινδύνους που έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή του κράτους του. Συνέτριψε τον σφετεριστή Τρύφωνα και αποκατέστησε τη δυναστική νομιμότητα, υποχρέωσε τους Ιουδαίους να αναγνωρίσουν τη Σελευκιδική επικυριαρχία και επιχείρησε, ακολουθώντας το παράδειγμα του ιδρυτή της δυναστείας Σέλευκου Α’ του Νικάτωρος και του ανορθωτή του κράτους Αντίοχου Γ’ του Μεγάλου, να υπαγάγει και πάλι στην εξουσία των Σελευκιδών βασιλέων τη Βαβυλώνα και τις ανατολικά του Ευφράτη περιοχές.

Αλλά μετά τον θάνατο του Αντιόχου Ζ’ Σιδήτη το έργο του κατέρρευσε και τα παλαιά δεινά επαναλήφθησαν με καταθλιπτική ομοιομορφία. Νέοι σφετεριστές εμφανίζονται, οι πτολεμαϊκές επεμβάσεις ξαναρχίζουν, οι Ιουδαίοι και άλλα υποτελή έθνη χειραφετούνται. Το χειρότερο, οι πόλεις, η άλλοτε σπονδυλική στήλη του βασιλείου αμφισβητούν τη βασιλική εξουσία. Η Άραδος διατηρεί δικές της στρατιωτικές δυνάμεις, η Μάραθος αρνείται την είσοδο στα βασιλικά στρατεύματα, ενώ η Σελεύκεια και η ίδια η πρωτεύουσα του κράτους η Αντιόχεια, σφετερίζονται το δικαίωμα να κόβουν δικά τους νομίσματα.

Το 123π.Χ. ανέβηκε στον σελευκιδικό θρόνο ο Αντίοχος Η’ Γρυπός. Επί οκτώ χρόνια βασίλεψε ειρηνικά. Απέφυγε συστηματικά να έρθει σε σύγκρουση με τους Πάρθους και δεν επωφελήθηκε από τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν αυτοί στην Ανατολή για να ανακτήσει τη Μεσοποταμία. Αγαθές επίσης σχέσεις διατήρησε και με τους Ρωμαίους. Οι μεγαλοπρεπείς εορτές τις οποίες, κατά το πρότυπο του Αντιόχου Δ’ Επιφανούς, τέλεσε στην Δάφνη αποτελούν αναμφισβήτητο τεκμήριο της οικονομικής ανάρρωσης του βασιλείου, που επιτεύχθηκε χάρη στην εξωτερική και εσωτερική ειρήνη.

Παρά την φιλειρηνική πολιτική του, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Αντίοχος Η’ δεν διακατεχόταν ως ένα βαθμό από τις φιλοδοξίες των προκατόχων του και δεν οραματιζόταν και αυτός να αποκαταστήσει το κύρος της δυναστείας, στο δυτικό τυλάχιστον τμήμα της παλαιού βασιλείου των Σελευκιδών. Η έκρηξη όμως μιας δυναστικής κρίσης ματαίωσε τα σχέδιά του. Αντιμετώπισε την επανάσταση του ετεροθαλούς αδερφού του Αντίοχου Θ΄ του Κυζικηνού, με τον οποίο διεξήγαγε έναν αμφίρροπο πόλεμο. Καθένας από τους δύο βρήκε από έναν σύμμαχο ανάμεσα στους διεκδικητές του θρόνου της Αιγύπτου. Τελικά διαίρεσαν το κράτος στα δύο, στο βόρειο και το νότιο τμήμα. Τη διαμάχη τους συνέχισαν οι γιοι τους. Την περίοδο της βασιλείας του Αντίοχου η Ιουδαία κέρδισε την ανεξαρτησία της.

Η δολοφονία του Αντίοχου Η’ Γρυπού, το 96π.Χ., από έναν αυλικό του που ήθελε να σφετεριστεί την εξουσία, επέτρεψε στον Αντίοχο Θ’ Κυζικηνό να ενοποιήσει υπό το σκήπτρο του το σύνολο του σελευκιδικού κράτους που περιοριζόταν πια ουσιαστικά στα μεταξύ του Ευφράτη και του όρους Ταύρου εδάφη της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της Κιλικίας. Ο γάμος του με την χήρα του αδελφού του Αντίοχου Η’, Κλεοπάτρα Σελήνη, φαίνεται πως στάθηκε αφορμή νέας πτολεμαϊκής επέμβασης στα δυναστικά προβλήματα των Σελευκιδών, με άμεσο αποτέλεσμα την αναζωπύρωση των δυναστικών ερίδων και τον οριστικό κατακερματισμό της εξουσίας, που συνεπαγόταν τη βέβαιη εξασθένιση του σελευκιδικού κράτους προς το συμφέρον των πτολεμαϊκών φιλοδοξιών. Ο Πτολεμαίος Λάθυρος έκρινε σκόπιμο να προοσωθήσει τα συμφέροντα Δημητρίου Γ’, γιου του Γρυπού.

Η κατάσταση περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο με την εμφάνιση και τρίτου διεκδικητή του θρόνου, του πρωτότοκου γιου του Γρυπού Σέλευκου ΣΤ’, που καθώς φαίνεται συγκέντρωνε στρατεύματα στην Κιλικία για να επιβάλει τα νόμιμα δικαιώματά του. Ο Αντίοχος Κυζικηνός που εξεστράτευσε εναντίον του ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε (ή αυτοκτόνησε). Ο Σέλευκος ΣΤ’ κατόρθωσε αρχικά να γίνει κύριος της Αντιόχειας αλλά δεν πρόλαβε να εδραιώσει την κυριαρχία του. Βρήκε οικτρό τέλος ενώ επιχειρούσε να συγκροτήσει νέες δυνάμεις για να ανακτήσει την εξουσία.

Ακολούθησαν διαμάχες εκατέρωθεν από διεκδικητές του θρόνου σε ένα παραπαίον πλέον κράτος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φίλιππου Α’, η μεγάλη αφθονία και η ευρεία διασπορά των νομισμάτων υποδηλώνουν ότι τα τελευταία έτη της βασιλείας του αποτέλεσαν περίοδο σταθερότητας, γαλήνης και οικονομικής ανασυγκρότησης. Μετά τη σύντομη όμως αυτή ανάπαυλα, ο θάνατος του Φιλίππου Α’ το 84π.Χ. επανέφερε στη Συρία το χάος.

Ο διάδοχός του Φίλιππος Β’ ίσως εξαιτίας της νεαρής του ηλικίας δεν κατόρθωσε να επιβληθεί. Η επικείμενη νέα δυναστική κρίση και ο κίνδυνος αναζωπύρωσης των εμφυλίων πολέμων είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική κατάρρευση του κύρους της σελευκιδικής δυναστείας μεταξύ των υπηκόων του κράτους.

Αναζητώντας ισχυρό προστάτη ικανό να διασφαλίσει την από ένα σχεδόν αιώνα κλονισμένη γαλήνη της χώρας, προτίμησαν να παραδοθούν σε ένα από τους δυναμικούς γειτονικούς ηγεμόνες. Ο Πτολεμαίος Θ’ Λάθυρος δεν διέθετε ερείσματα μεταξύ των υπηκόων των Σελευκιδών, αφού θεωρούσαν τους Πτολεμαίους προαιώνιους εχθρούς τους. Ο Μιθριδάτης ΣΤ’ του Πόντου ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων. Έτσι η γενική προτίμηση στράφηκε προς τον φιλόδοξο βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη, ο οποίος ήδη εμφανιζόταν ως η ισχυρότερη δύναμη της πρόσω Ασίας, καθώς είχε κατορθώσει, εκμεταλλευόμενος την εξασθένηση της παρθικής δύναμης, να επεκτείνει την κυριαρχία του ως τη Μηδία και να πάρει τον επιβλητικό τίτλο του Μεγάλου Βασιλέως.

Η εγκατάσταση όμως της αρμενικής κυριαρχίας στην Αντόχεια δεν σήμαινε και την υποταγή ολόκληρου του πρώην σελευκιδικού κράτους. Τόσο τα επιζώντα μέλη του σελευκιδικού οίκου όσο και οι χειραφετημένοι τοπικοί δυνάστες και οι πόλεις που είχαν αποσείσει τη βασιλική εξουσία δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν τη ξένη κυριαρχία. Καθώς μάλιστα ο Τιγράνης δεν διέθετε ναυτικές δυνάμεις, πολλές παραλιακές πόλεις κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.

Οι νόμιμοι κληρονόμοι του σελευκιδικού θρόνου, δηλαδή η Κλεοπάτρα Σελήνη και οι δύο γιοι της διατηρούσαν ερείσματα στις παραλιακές πόλεις της Συρίας και στην Κιλικία. Η βασίλισσα όχι μόνο δεν είχε παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του σελευκιδικού θρόνου, αλλά επωφθαλμιούσε για τους γιους της τον θάνατο του αδελφού της Λαθύρου και το διάδημα των Πτολεμαίων, έστειλε, πιστή στις διπλωματικές παραδόσεις της πτολεμαϊκής αυλής, τους δύο γιους της με εντυπωσιακά δώρα στην Ρώμη, και πέτυχε να αναγνωρισθούν τα δικαιώματα του μεγαλύτερου, Αντίοχου ΙΓ’, στον πατρικό θρόνο.

Η υιοθέτηση των σελευκιδικών αξιώσεων από τη Ρώμη ανησύχησε τον Τιγράνη, ο οποίος επιχείρησε το 69 π.Χ. να διώξει την Κλεοπάτρα από το κυριότερο συριακό της έρεισμα την Πτολεμαΐδα, όπου την πολιόρκησε. Η βασίλισσα αιχμαλωτίστηκε και εξορίστηκε στη Σελεύκεια όπου θανατώθηκε. Ο Αντίοχος ΙΓ’, ανίκανος να αναμετρηθεί με τον Τιγράνη παρέμεινε ως ιδιώτης στη Μικρά Ασία, όπου είχε καταφύγει μετά την περιπετειώδη επιστροφή του από τη Ρώμη. Το 73π.Χ., ελπίζοντας ότι η εμπλοκή του Τιγράνη στον πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων ως σύμμαχος του Μιθριδάτη ΣΤ’ θα του έδινε σύντομα την ευκαιρία να διεκδικήσει με επιτυχία τον πατρογονικό του θρόνο.

Αν όμως η επικείμενη συντριβή της αρμενικής δύναμης έμελλε σύντομα να απαλλάξει τη Συρία από την ξένη κυριαρχία, η πλήρης αποσύνθεση του σελευκιδικού κράτους δεν επέτρεπε ψευδαισθήσεις ως προς τη δυνατότητα έστω και μερικής αναβίωσης του άλλοτε πανίσχυρου ελληνιστικού βασιλείου.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους