Οι Λαλαίοι και η μάχη του Λάλα

Στα τέλη Μαΐου οι Λαλαίοι, ισχυρή δύναμη των Τούρκων στο Μοριά, είχαν περικυκλωθεί από τους Έλληνες. Προς βοήθεια των Ηλείων είχαν προστρέξει Επτανήσιοι πατριώτες. Η παρουσία των τελευταίων με εμφάνιση τακτικού στρατού και με τα κανόνια τους είχαν εντυπωσιάσει τον εχθρό.

Οι Λαλαίοι και η μάχη του Λάλα
Ο ηρωισμός, η επιμονή και η αγωνιστική διάθεση του Ανδρέα Μεταξά στη μάχη του Λάλα εμψύχωναν τους Έλληνες
Σύνθεση του Peter von Hess που παριστάνει τον Ανδρέα Μεταξά έφιππο στη μάχη του Λάλα

Οι Λαλαίοι, αν και έβλεπαν ότι η απειλή των Ελλήνων είχε γίνει πολύ σοβαρή, δεν έδειχναν να πτοούνται. Οι Έλληνες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη αν έπρεπε να επιτεθούν άμεσα χωρίς να αφήσουν περιθώριο στους εχθρούς να προετοιμαστούν, όπως πρότειναν οι Επτανήσιοι, ή αν θα περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία, όπως προτιμούσαν οι Πελοποννήσιοι. Ωστόσο, κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι Λαλαίοι ήταν πρόθυμοι να δεχτούν προτάσεις από τους Κεφαλλονίτες για παράδοση.

Οι φήμες αυτές δημιουργούσαν αναταραχή στο στρατόπεδο των Επτανήσιων, η οποία οδήγησε τους αρχηγούς τους, για να αποφύγουν αποχώρηση των στρατιωτών τους, που απειλούσαν ότι θα φύγουν, να στείλουν στις 2 Ιουνίου επιστολή στους Λαλαίους με την υπογραφή του ανύπαρκτου Μιχαήλ Υψηλάντη, «Κωνσταντινουπολίτη, Γενικού οπλαρχηγού της εκστρατείας». Την επιστολή αυτή, που προσυπόγραφαν οι αρχηγοί, Κωνσταντίνος Μεταξάς, Γεράσιμος Φωκάς, Ανδρέας Μεταξάς, Ευαγγέλης Πανάς, Διονύσιος Σεμπρίκος, Παναγιώτης Στρούζας και ο Μιχάλης Κουτουφάς, ως γραμματέας και διερμηνέας, μετέφερε στους Λαλαίους ο Παναγής Μεσσάρης, από το Αργοστόλι, κρατώντας μια λευκή σημαία. Η επιστολή πρότεινε στους Λαλαίους να επιλέξουν ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη.

Οι Λαλαίοι, όταν διάβασαν την επιστολή, προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο στέλνοντας στους Επτανήσιους «ολίγα κεράσια του Λάλα και δύο ρεβανιά δι’ αγάπην», αλλά καμία απάντηση στις προτάσεις τους με την πρόφαση ότι έλειπαν οι αρχηγοί τους. Μετά από δύο μέρες απάντησαν στους Επτανήσιους να «τραβηχθούν» εκείνοι, οπότε οι Λαλαίοι θα τους έδιναν «ως φίλοι τα μέσα της αναχώρησης» τους.

Μόλις έγινε αντιληπτό ότι οι Λαλαίοι παρέτειναν τις διαπραγματεύσεις για να κερδίσουν χρόνο, αποφασίσθηκε γενική ελληνική επίθεση εναντίον τους από τρία σημεία. Οι Γορτύνιοι με επικεφαλής τον Γ. Πλαπούτα και τον Δεληγιάννη μαζί με τους Ολύμπιους του Χριστόπουλου θα επιτίθονταν εναντίον της θέσης Μπαστηρά, που απείχε ένα τέταρτο από το Λάλα, οι Ηλείοι και οι Μεσσήνιοι με τους αδελφούς Μεταξά και Ευ. Πάνα θα επιτίθονταν στο κέντρο εναντίον του Λάλα, ενώ οι υπό τον Σισίνη Ηλείοι μαζί με τους Καλαβρυτινούς και τον Φωτήλα θα προχωρούσαν από τα αριστερά στα χωριά Δούκα και Λούκισσα.

Από κακό όμως συντονισμό, επιτέθηκε μόνος του ο Γ. Πλαπούτας στις 9 Ιουνίου και αναγκάστηκε να υποχωρήσει αντιμετωπίζοντας σφοδρή αντεπίθεση των Λαλαίων που απέδιδαν στον Μπαστηρά ιδιαίτερη σημασία για την άμυνα τους. Μέσα στη σύγχυση που δημιουργήθηκε και εξαιτίας του φοβερού καύσωνα ο Πλαπούτας έπαθε συμφόρηση και πέθανε. Στα επεισόδια αυτά χάθηκαν 11 Πελοποννήσιοι και 3 Επτανήσιοι, ενώ οι Λαλαίοι είχαν περισσότερους νεκρούς.

Μετά τον θάνατο του Γ. Πλαπούτα οι περισσότεροι άνδρες εγκατέλειψαν τη μάχη. Ο Κολοκοτρώνης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και οι άλλοι οπλαρχηγοί φοβήθηκαν τότε ότι ο θάνατος του θα είχε δυσμενή επίδραση στους Έλληνες και έστειλαν αμέσως στη θέση του τον αδελφό του Δημήτριο Πλαπούτα, που και εμπειροπόλεμος ήταν και στρατηγικό νου είχε. Ο νέος αρχηγός των Γορτυνίων κατόρθωσε σύντομα να τους εμψυχώσει.

Στις επόμενες ημέρες έγιναν πολλές συμπλοκές με αμφίρροπο αποτέλεσμα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Λαλαίους. Οι Λαλαίοι σκέπτονταν να φύγουν βλέποντας την δυσμενή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, αλλά και γενικότερα την κατάσταση των Τούρκων σε διάφορα άλλα σημεία συμπλοκών. Απευθύνθηκαν στον Γιουσούφ πασά στην Πάτρα να τους βοηθήσει. Ο Γιουσούφ πασάς έσπευσε στις 11 Ιουνίου με δύναμη 1.000 ή 1.500 ανδρών από τους οποίους οι 300 ήταν ιππείς. Οι Λαλαίοι αναθάρρησαν. Οι Έλληνες βλέποντας την τροπή που πήραν τα πράγματα ήθελαν να μεταφέρουν το στρατόπεδο τους στη Δίβρη, οι Επτανήσιοι όμως επέμειναν να μείνουν και να αγωνισθούν και ζήτησαν βοήθεια από την Πελοποννησιακή Γερουσία στη Στεμνίτσα.

Ο Γιουσούφ πασάς επιτέθηκε στις 13 Ιουνίου εναντίον των Ελλήνων με σκοπό να τους πάρει τα κανόνια, να τους διαλύσει το στρατόπεδο και να πάρει με ασφάλεια τους Λαλαίους στην Πάτρα. Η μάχη δόθηκε στη θέση Πούσι, όπου ήταν οχυρωμένοι οι Έλληνες έξω από το Λάλα. Η μάχη ήταν πολύ σκληρή και διεξήχθη σώμα με σώμα. Οι Ολύμπιοι με τον Χριστόπουλο βρέθηκαν ανάμεσα στους Λαλαίους και στο τουρκικό ιππικό, όμως δεν δείλιασαν ούτε για μια στιγμή. Αγωνίστηκαν με ηρωισμό εναντίον του εχθρού και 30 από αυτούς σκοτώθηκαν στη μάχη. Ο Γιουσούφ προσπάθησε να κυριεύσει τα πυροβόλα, με τα οποία οι Επτανήσιοι απέκρουσαν τις επιθέσεις του, αλλά εκείνοι υπερασπίστηκαν με τη ζωή τους και ανάγκασαν στους Τούρκους να υποχωρήσουν και τελικά να φύγουν την επόμενη μέρα μαζί με τους Λαλαίους για την Πάτρα. Θριαμβευτές οι Έλληνες μπήκαν στο έρημο χωριό.

Η ελληνική νίκη είχε μεγάλη σημασία. Οι Λαλαίοι που θεωρούνταν «τα καλύτερα τουφέκια του Μοριά» είχαν εξουδετερωθεί και η περιοχή απαλλάχτηκε από έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Από την Πάτρα οι Λαλαίοι επιβιβάστηκαν σε καράβια και έφυγαν για την Ανατολή.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *