Οι διεκδικήσεις της Ελλάδας

Η ελληνική παρουσία στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι υπήρξε -για πρώτη φορά σε κλίμακα πανευρωπαϊκής διακρατικής αντιπροσώπευσης- ιδιαίτερα αξιοσημείωτη. Εμπνευστής και οργανωτής της ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αρχηγός της ελληνικής αποστολής, είχε, από τα πρώτα του πολιτικά βήματα, συνδέσει τη συμμετοχή του στη διεθνή σκηνή με την εμμονή στην επιδίωξη στενής συνεργασίας με την Αγγλία και τη Γαλλία. Είχε σταθερά υιοθετήσει τις αρχές της ελευθερίας των ατόμων και των λαών, ηθικό έρεισμα στον αγώνα των δυτικών συμμάχων. Ήδη προκειμένου να στηρίξει αποτελεσματικά τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, έσπευσε να επικαλεστεί την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.

Οι διεκδικήσεις της Ελλάδας
Ο Γ. Ουίλσον, περιβαλλόμενος από προσωπογραφίες των Λόυντ Τζωρτζ, Κλεμανσώ, Γάλλου αρχιστρατήγου των Δυνάμεων της Entente Φος και Ελευθερίου Βενιζέλου.

Οι ελληνικές διεκδικήσεις διατυπώθηκαν στο επίσημο υπόμνημα του Βνειζέλου προς τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, στις 30 Δεκεμβρίου 1918. Η προβολή των ελληνικών αιτημάτων δεν βασιζόταν τόσο στην επίκληση ιστορικών δικαίων, όσο στην ανάλυση της τρέχουσας εθνολογικής πραγματικότητας στη νότια Βαλκανική, το Αιγαίο και τη δυτική Μικρά Ασία. Η προβολή των ελληνικών αιτημάτων, βασισμένη στην επίκληση της αρχής των θενοτήτων, συνοδευόταν από την παράλληλη προσπάθεια για αξιοποίηση κάθε μέσου ικανού να συμβάλει στη επιβολή τους. Η πολεμική συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των νικητών είχε αποτελέσει αυτονόητη προϋπόθεση για τη θετική αντιμετώπιση των ελληνικών θέσεων στα πλαίσια του διακανονισμού των όρων της ειρήνης.

Η εξέταση ελληνικών διεκδικήσεων, όπως είχαν διατυπωθεί στο υπόμνημα της 30ης Δεκεμβρίου 1918 και όπως είχαν αναπυχθεί προφορικά από τον Βενιζέλο, στις 3 Φεβρουαρίου 1919, ανατέθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο της Συνδιάσκεψης σε ειδική επιτροπή «επιφορτισμένη να μελετήσει τα ενδιαφέροντα την Ελλάδα εδαφικά ζητήματα». Το έργο της επιτροπής εντοπιζόταν στην «υπόδειξη των πρόσφορων μέσων για την ικανοποίηση των παλαιών διεκδικήσεων του ελληνικού έθνους και στην ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας που εγκαθιδρύθηκε από τα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά έθνη έναν αιώνα πριν».

Οι διαβουλεύσεις και οι προτάσεις στο πλαίσιο τόσο της Επιτροπής, όσο και, στη συνέχεια, των ανώτατων πολιτικών οργάνων της Συνδιάσκεψης, θα αποβλέψουν στην ειδικότερη διερεύνηση των ελληνικών αιτημάτων και στη διαρρύθμιση του εδαφικού καθεστώτος στη Βόρεια Ήπειρο, τη Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά, τη Μικρά Ασία.

Βόρειος Ήπειρος και Θράκη

Η ικανοποίηση των ελληνικών δικεκδικήσεων στη Βόρεια Ήπειρο ήταν συνυφασμένη με την υπερκέραση της αντίδρασης λιγότερο της αλβανικής περισσότερο της ιταλικής πλευράς. Το περιεχόμενο του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας αντικατόπτριζε την αντίληψη της Ρώμης, η οποία απέβλεπε στην επιβολή προτεκτοράτου σε μία όσο το δυναόν μεγαλύτερη Αλβανία. Παρά την εμμονή, όμως, των Ιταλών αντιπροσώπων στη μεθοριακή γραμμή του 1913, η πλειοψηφία των μελών της ειδικής Επιτροπής υιοθέτησε με ψηφοφορία την αποδοχή του μέγιστου τμήματος των ελληνικών αξιώσεων.

Η ευνοϊκή αυτή τροπή επιβεβαιωνόταν , στις 29 Ιουλίου 1919, με τη συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι για τη συνολική ρύθμιση των ελληνοϊταλικών διαφορών: τα Δωδεκάνησα, παραχωρούνταν στην Ελλάδα με εξαίρεση τη Ρόδο, ενώ στη Βόρεια Ήπειρο η Ιταλία θα συναινούσε στην ελληνική διεκδίκηση, ελαφρά μόνο τροποποιημένη, σύμφωνα με τις αγγλογαλλικές απόψεις. Σε αντάλλαγμα η Ελλάδα θα υποστήριζε την «εντολή» της Ιταλίας στην Αλβανία και την κυριαρχία της στο λιμάνι και στην περιοχή της Αυλώνας. Τα στενά της Κέρκυρας θα ουδετεροποιούνταν και η παράκτια ηπειρωτική ζώνη θα αποστρατικοποιούνταν σε βάθος 25 χιλιομέτρων.

Η παρεμβολή νέων ανασταλτικών συγκυριών θα παρελκύσει και τελικά θα ματαίωσει την εκτέλεση των ανειλημμένων ιταλικών υποχρεώσεων. Ο Βενιζέλος, προσηλωμένος στην αρχή της άψογης συμπεριφοράς απέναντι στους Συμμάχους, έχανε την ευκαιρία να δημιουργήσει τετελεσμέο γεγονός με την κατάληψη της Κορυτσάς, ενώ παράλληλα η Ιταλία ενέμενε εξακολουθητικά στην τακτική των προκλήσεων και παρενέβαλε αλλεπάλληλα προσκόμματα στην εφαρμογή των αποφάσεων για την επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την κατεύθυνση της Αλβανίας.

Η προώθηση των ελληνικών διεκδικήσεων στην περιοχή της Θράκης προϋπέθετε την κάμψη των βουλγαρικών, κυρίως, αντιδράσεων. Τα βουλγαρικά αιτήματα δεν έμελλαν να συγκινήσουν παρά μόνο τους αντιπροσώπους των Ηνωμένων Πολιτειών και περισσότερο της Ιταλίας, σταθερά αντίθετης στην ενίσχυση του ελληνικού παράγοντα στην νότια Βαλκανική και στην ανατολική Μεσόγειο.

Η εντολή για την κατάληψη της δυτικής Θράκης από τα ελληνικά στρατεύματα σε συνεργασία με τις συμμαχικές δυνάμεις, τον Οκτώβριο του 1919, άνοιξε τον δρόμο για τη συνθήκη του Νεϋγύ, στις 17 Νοεμβρίου: η Βουλγαρία υποχρεωνόταν να παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα και κάθε τίτλο και να εκχωρήσει στους συμμάχους τα εδάφη της δυτικής Θράκης. Η πρόβλεψη αυτή συνεπαγόταν την ανάληψη νέων προσπαθειών για την τελική εκχώρηση της περιοχής στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ομόφωνη εισήγηση της ειδικής Επιτροπής για τα εδαφικά ζητήματα.

Ταυτόχρονα με τη συνθήκη υπογραφόταν και διμερής ελληνοβουλγαρική σύμβαση για τη ρύθμιση, σε εθελούσια βάση, της αμοιβαίας μετανάστευσης των μελών των φυλετικών, γλωσσικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που διαβιούσαν στις δύο χώρες: τα συμβαλλόμενα μέρη παρείχαν σε όλους τους ενήλικους υπηκόους τους το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα και σύμφωνα με τις εθνικές πεποιθήσεις τους την επικράτεια της αρεσκείας τους. Το έργο της μετανάστευσης και η εκκαθάριση των ακινήτων περιουσιακών στοιχείων των μεταναστατών θα εποπτευόταν και θα διευκόλυναν με τη σύσταση τετραμελούς Μικτής Επιτροπής.

Η προσπάθεια της ελληνικής αντιπροσωπείας για την εεπέκταση των ορίων της εθνικής επικράτειας ανατολικά του Έβρου αποδεικνυόταν περισσότερο επίπονη. Η συμμαχική εντολή για τη προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στην ανατολική Θράκη εξασφαλιζόταν μόλις τον Ιούνιο του 1920. Ήδη η υπαγωγή ολόκληρης της Θράκης, ως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, στην ελληνική διοίκηση προοιώνιζε την τελική εκδίκαση της στην Ελλάδα.

Εξάλλου, κατά παράβαση των ορών της ανακωχής, οι ελληνικές δυνάμεις, από κοινού με τις συμμαχικές, είχαν καταλάβει από τον Μάρτιο την Κωνσταντινούπολη με την πρόθεση να διασφαλίσουν ένα πρόσθετο μέσο πίεσης απέναντι στο εθνικιστικό κίνημα που έτεινε να επεκταθεί στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

Με πληροφορίες από: Η ελληνική εξωτερική πολιτική, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος