Ένας μύθος αναφέρει ότι πριν κατακτηθεί η κοιλάδα Λαμπαγιέκε, στο σημερινό Περού, από τους Ίνκας, η περιοχή δέχθηκε επίθεση από ένα θαλασσινό λαό, από τα νότια, που έφθασε με σχεδίες και κορμούς μπάλσα. Ο αρχηγός αυτής της ομάδας των «γενναίων και ευγενών» ήταν κάποιος με το όνομα Νάιμλαπ. Ο Νάμλαπ συνοδευόταν από τη γυναίκα του Σετέρνι, ένα χαρέμι και περίπου σαράντα ακολούθους. Η ακολουθία περιελάμβανε ένα σαλπιγκτή, ένα φύλακα των βασιλικών απορριμάτων, ένα άνδρα που συνέθλιβε κοχύλια για θρησκευτιούς λόγους, ένα μάγειρα και πολλούς άλλους ειδικούς λειτουργούς.
Ο Νάιμλαπ έφερε μαζί του ένα πράσινο πέτρινο είδωλο, που είχε το όνομα Γιαμπαγιέκ, όνομα που πιστεύεται ότι ήταν το αρχικό όνομα της κοιλάδας όπου εγκαταστάθηκε ο Νάμλαπ, της κοιλάδας Λαμπαγιέκε. Το είδωλο είχε τη μορφή και το ανάστημα του Νάιμλαπ, καθώς ήταν ακριβές αντίγραφο του βασιλιά. Ο Νάιμλαπ έχισε ένα παλάτι και κέντρο λατρείας για το πράσινο πέτρινο είδωλο σε ένα μέρος που λεγόταν Τσοτ και που κατά πάσα πιθανότητα ταυτίζεται με το Ουάκα Τσοτούνα στην κοιλάδα Λαμπαγιέκε.
Ο Νάιμλαπ έζησε μακρά και ειρηνική ζωή. Όταν πέθανε, η σορός του θάφτηκε στο παλάτι του Τσοτ. Ο Νάιμλαπ είχε συνεννοηθεί με τους ιερείς να πουν στους ακολούθους του ότι μετά τον θάνατό του έβγαλε φτερά και πέταξε. Τον Νάιμλαπ διαδέχθηκε ο γιος του, ο Σιουμ που παντρεύτηκε μια ντόπια με το όνομα Σολσολόνι. Ο Σιουμ και η Σολσολόνι απέκτησαν δώδεκα γιους. Όλοι τους παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια. Έπειτα ξεκίνησε κάθε ένας μόνος του και ίδρυσαν από μία διαφορετική πόλη.
Με πρώτο τον Νάιμλαπ στη δυναστεία υπήρξαν δώδεκα βασιλείς. Ο τελευταίος λεγόταν Φεμπεγιέκ. Ο Φεμπεγιέκ αποφάσισε να μερτφέρει το πράσινο πέτρινο είδωλο Γιαμπαγιέκ από το Τσοτ σε έναν άλλον τόπο. Πριν όμως υλοποιήσει την απόφασή του, εμφανίσηκε μπροστά του ο διάβολος με τη μορφή γυναίκας και τον σαγήνευσε. Μετά την αποπλάνηση του Φεμπεγιέκ από τη μάγισσα άρχισε να βρέχει, σε μια περιοχή του Περού που βρέχει σπάνια, για 30 μέρες. Ακολούθησε χρονιά ξηρασίας και πείνας. Στο τέλος του χρόνου οι ιερείς του πέτρινου ειδώλου δεν άντεξαν άλλο. Άρπαξαν τον Φεμπεγιέκ, τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον πέταξαν στον ωκεανό. Έτσι έληξε η δυναστεία της κοιλάδας Λαμπαγιέκε.
Πολύ καιρό μετά τον θάνατο του Φεμπεγιέκ η κοιλάδα δέχθηκε νέα εισβολή από ένα ακόμα ισχυρό στρατό από τη θάλασσα. Ο αρχηγός του στρατού αυτού ήταν ο Τσίμο Κάπακ. Το όνομα ή ο τίτλος μαρτυρά την πιθανή καταγωγή από την κοιλάδα Μότσε, κέντρο του βασιλείου του Τσιμόρ. Ο Τσίμο Κάπακ κυρίευσε την κοιλάδα Λαμπαγιέκε και όρισε κουράκα τον Πογκμάσσα, τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του και έπειτα ο εγγονός του, κατά την ηγεμονία του οποίου οι Ίνκας κατέκτησαν την περιοχή. Η κοιλάδα βρέθηκε κάτω από τον έλεγχο των Ίνκας, οι οποίοι όρισαν άλλους πέντε κουράκα, για να διοικήσουν την περιοχή εκ μέρους τους. Η συμμαχία των Ίνκας και του Τσιμού έλαβε τέλος με την άφιξη των Ισπανών.
Ένας άλλος μύθος αναφέρει την δυναστεία του Ταϊκανάμου, στην βόρεια ακτή. Η επικράτεια του ήταν η κοιλάδα του Μότσε. Ο Ταϊκανάμου έφτασε στην κοιλάδα Μότσε από τα νότια με μια σχεδία από μπάλσα. Μερικοί απόγονοι του Ταϊκανάμου ηγεμόνευσαν διαδοχικά φτάνοντας μέχρι τον έβδομο απόγονο-ηγεμόνα, με το όνομα Μιντσανσάμαν, ο οποίος ηττήθηκε από τον Ίνκας άρχοντα Τόπα Γιουπάνκι. Ο Μιντσανσάμαν μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Κούσκο και η κοιλάδα Μότσε πέρασε στον έλεγο των Ίνκας μέχρι την εισβολή των Ευρωπαίων.