Και πριν από τον Φίλιππο Β’ η Μακεδονία υπερείχε από όλα τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη ως προς την έκταση, τον πληθυσμό, τον αγροτικό πλούτο και το στρατιωτικό δυναμικό. Η αρχαϊκότητα της κοινωνικής δομής της και της κρατική οργάνωσης καθώς και οι συχνές δυναστικές κρίσεις αποτελούσαν αρνητικά στοιχεία, που εμπόδιζαν την αξιοποίηση των κεφαλαίων της και την εξασθένιζαν σε βαθμό που όχι μόνο να μην μπορεί να διαδραματίσει ρόλο αντάξιο με τα πλεονεκτήματα που διέθετε, αλλά και να υφίσταται κατά διαστήματα στρατιωτικές αποτυχίες, εδαφικές απώλειες, διπλωματικές πιέσεις, ξένες επεμβάσεις. Ο Φίλιππος Β’ όχι μόνο αύξησε την έκταση, τον πληθυσμό, τον πλούτο και τον αριθμό των στρατευσίμων του κράτους αλλά και πολλαπλασίασε την απόδοσή τους. Έτσι κατέστησε τους Μακεδόνες ακαταμάχητους μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων. Χρησιμοποίησε την ισχύ τους για να επιτύχει σκοπούς που μόνο αυτός αποφάσιζε.

Δίας και Έφιππος
Πριν από την ανάρρηση του Φίλιππου στον θρόνο, το μακεδονικό κράτος είχε έκταση 26.000-28.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η μισή από αυτή υπαγόταν απευθείας στους Μακεδόνες βασιλείς και η υπόλοιπη μοιραζόταν στα υποτελή κράτη των Ελιμιωτών, Τυμφαίων, Ορεστών, Λυγκηστών. Ο Πληθυσμός θα έφτανε τις 450.000 ψυχές. Ως το 355π.Χ. ο Φίλιππος προσέθεσε στις άμεσες κτήσεις του τα κράτη των Τυμφαίων, Ορεστών και Λυγκηστών, την Πύδνα, το Παγγαίο, επεξέτεινε την κυριαρχία του στην Αμφίπολη, στους Φιλίππους ίσως και σε άλλες πόλεις των παραλίων ανάμεσα στη Χαλκιδική ως τον Στρυμόνα, στα εδάφη που εκκένωσαν οι Θράκες δυτικά από τον ίδιο ποταμό και στο κράτος των Παιόνων. Το καθαυτό Μακεδονικό κράτος μαζί με την Ελιμιώτιδα και τις υποτελείς πόλεις θα περιελάμβανε τότε περίπου 30.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 550.000 κατοίκους.
Μετά το 355π.Χ. ο Φίλιππος προσέθεσε στην Μακεδονία την Πύδνα, τη Χαλκιδική, εδάφη ανάμεσα στον Στρυμόνα και τον Νέστο. Έτσι κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας του Φίλιππου το μακεδονικό κράτος και οι αυτόνομες πόλεις που περιήλθαν σε αυτό καταλάμβαναν 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και θα είχαν ως 700.000 κατοίκους.
Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτεία
Η οικονομία είχε παραμείνει σε στάδιο που οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι, οι Ευβοείς, οι κάτοικοι των Κυκλάδων, οι Ίωνες, και άλλοι Έλληνες χείαν αφήσει πίσω τους ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα και που οι γείτονες των Μακεδόνων Θεσσαλοί άρχισαν να ξεπερνούν τον 5ο π.Χ. αιώνα.
Η κοινωνία και η πολιτεία της Μακεδονίας παρουσιάζουν ανάλογη αρχαϊκότητα με αυτή που συναντούμε στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Οι Μακεδόνες χωρίζονταν σε δύο βασικές τάξεις: ευγενείς και ελεύθερους χωρικούς. Τάξη ανάλογη με τους είλωτες των Λακεδαιμόνων και τους πενέστες των Θεσσαλών δεν μαρτυρείται. Οι ευγενείς εξακολουθούσαν να λέγονται όπως στα ομηρικά έπη και σε αρχαίες ελληνικές κοινωνίες «εταίροι». Τον 4ο π.Χ. ήταν 800 περίπου.
Η βιοτεχνία και το εμπόριο είχαν μικρή θέση στην οικονομία της Μακεδονίας. Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών και εξαγωγών γινόταν από τα λιμάνια. Χωρικοί και ευγενείς ήταν μέλη της συνέλευσης των στρατευσίμων, η οποία είχε τις ακόλουθες αρμοδιότητες: επικύρωνε την ανάρρηση στον θρόνο των νέων βασιλέων, επιδοκίμαζε τον διορισμό επιτρόπου, σε περίπτωση που ο νέος μονάρχης ήταν ανήλικος, δίκαζε εγκλήματα που στέφονταν εναντίον του κράτους, και γενικότερα εξέφραζε την θέληση της κοινότητας των Μακεδόνων. Αυτή η συνέλευση, που στις πηγές ονομάζεται συχνά με το όνομα του λαού «Μακεδόνες», εξέφραζε ελεύθερα και απεριόριστα την γνώμη της προς τον βασιλιά και το ίδιο δικαιώμα φαίνεται ότι απολάμβανε ατομικά κάθε Μακεδόνας.
Όμοιες ή ανάλογες συνελεύσεις μαρτυρούνται ή εξυπακούονται στο κράτος των Μολοσσών ως και την ελληνιστική εποχή και σε άλλα ελληνικά κράτη κατά τους πρώτους αιώνες της 1ης χιλιετίας, στα ομηρικά έπη, επίσης στην αρχαία Ρώμη, σε διάφορα γερμανικά φύλα. Οι βασιλείς των Μολοσσών έδιναν ένορκη υπόσχεση των ενόπλων του λαού τους ότι θα βασιλεύσουν σύμφωνα με τους νόμους, και εκείνοι αποκρίνονταν ότι θα διαφυλάξουν την βασιλεία κατά τους νόμους. Από ένα τέτοιο έθιμο θα κατάγεται η ανταλλαγή όρκων μεταξύ βασιλέων και εφόρων στη Σπάρτη. Φαίνεται ότι αυτό το έθιμο χαρακτήριζε γενικότερα τα ελληνικά πολιτεύματα, που είχαν ακόμη βασιλεία και συνέλευση ενόπλων. Άρα θα εφαρμοζόταν και στη Μακεδονία.
Ο «βασιλεύς των Μακεδόνων» -αυτός ήταν ο τίτλος του- έπρεπε να λάβει τη συγκατάθεση των πολεμιστών του κατά την ανάρρησή του στον θρόνο και να κυβερνά σύμφωνα με ορισμένα παραδοσιακά θέσμια. Η δεύτερη δέσμευση απέκλειε τη βία, δηλαδή τον εξαναγκασμό των υπηκόων του να συμμορφωθούν με επιθυμίες που αντέβαιναν στη θρησκεία, στην ηθική, στις ιδέες για τιμή που αναγνώριζε η κοινότητα. Δεν περιόριζε όμως την εξουσία του βασιλιά εφόσον αυτός παρέμενε στα πλαίσια της νομιμότητας. Και αυτό το πολιτειακό χαρακτηριστικό υπήρξε κάποτε κοινό σε όλες τις ελληνικές κοινότητες.
Ο Φίλιππος έγινε κυρίαρχος ελληνικών πόλεων, «άρχων» του Κοινού των Θεσσαλών, μέλος της δελφικής Αμφικτιονίας, «ηγεμών των Ελλήνων», δηλαδή πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός μιας συνομοσπονδίας ελληνικών κρατών, που ίδρυσε ο ίδιος. Ο ίδιος εμφανίζεται ισχυρότερος από τους προκατόχους του στο εσωτερικό του κράτους των Μακεδόνων. Αυτό το πέτυχε χωρίς να παραβεί τα θέσμια.
Ο στρατός των Μακεδόνων
Πριν από τον Φίλιππο ο μακεδονικός στρατός δεν έδωσε δείγματα της αξίας που αποκάλυψε κάτω απότην ηγεσία του νέου βασιλιά. Οι προκάτοχοι του Φίλιππου χρησιμοποιούσαν κυρίως το ιππικό, είχαν παραμελήσει το πεζικό και επιστράτευαν ένα μικρό ποσοστό από τους άνδρες που είχαν την ηλικία, τις ικανότητες και τα κοινωνικά προσόντα για να υπηρετήσουν ως οπλίτες ή ψιλοί. Ο Φίλιππος επιδόθηκε χωρίς καθυστέρηση στην αναδιοργάνωση του μακεδονικού στρατού από κάθε άποψη και από πολεμικό όργανο απαρχαιωμένο που ήταν τον κατέστησε πραγματικά πρωτοποριακό. Επιπλέον κινητοποίησε μεγαλύτερους αριθμούς στρατιωτών από όσους επιστράτευαν οι παλαιότεροι βασιλείς της Μακεδονίας.
Ο Φίλιππος χώρισε το βασίλειο του σε δώδεκα στρατολογικές περιφέρειες, που αντιστοιχούσαν σε γεωγραφικά διαμερίσματα, περιοχές φύλων. Οι στρατιωτικές μονάδες ανταποκρίνονταν σε αυτή τη διαίρεση. Οι μεγαλύτερες μονάδες των εταίρων λέγονταν «ίλαι», των πεζέταιρων «τάξεις», των υπασπιστών «χιλιαρχίαι». Διοικητές ίλης, τάξης, χιλιαρχίας και στρατηγοί γίνονταν ευγενείς. Η στρατιωτική εκπαίδευση άρχιζε από τη παιδική ηλικία, όταν γίνονταν «βασιλικοί παίδες». Οι κατώτεροι αξιωματικοί ως τον βαθμό του «λογαχού» προέρχονταν από το στράτευμα. Οι διορισμοί και οι προαγωγές αξιωματικών ανήκαν στην δικαιοδοσία του βασιλιά.
Οι Μακεδόνες αξιωματικοί και άνδρες ήταν φυσικά ρωμαλέοι, ανθεκτικοί, σκληραγωγημένοι και πειθαρχικοί. Ο Φίλιππος απαίτησε μεγάλη πειρθαρχία, μείωσε τις αποσκευές και το υπηρετικό προσωπικό και εγκαινίασε την επιστράτευση σε καιρό ειρήνης για την εκτέλεση γυμνασίων. Το επίπεδο άσκησης και ετοιμότητας του μακεδονικού στρατού ήταν ανέφικτο για τους στρατιώτες των υπόλοιπων ελληνικών κρατών που αγνοούσαν την εκπαιδεύση των ηγητόρων και επιστράτευαν τους πολίτες μόνο σε περίπτωση πολέμου. Ακόμη και οι μισθοφορικοί στρατοί δεν μπορούσαν να συναγωνισθούν τον μακεδονικό ως προς αυτά τα κεφάλαια, γιατί δεν ήταν μόνιμοι. Εξάλλου οι μισθοφόροι ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τους εργοδότες τους μόλις οι τελευταίοι δυσκολεύονταν να τους πληρώσουν ή όταν έβρισκαν αλλού καλύτερους όρους. Ο μακεδονικός στρατός είχε τις αρετές ενός εθνικού στρατού και επιπλέον ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στον Φίλιππο, βασιλιά και στρατηλάτη.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους