Μέμνων

Ο Μέμνων ήταν βασιλιάς των Αιθιόπων, γιος του Τιθωνού και της Ηούς, σύμμαχος των Τρώων στον Τρωικό πόλεμο. Ο μόνος γνωστός μύθος για τον Μέμνονα είναι η συμμετοχή του σε αυτόν τον πόλεμο, όπου έρχεται με τα στρατεύματα των Αιθιόπων να συντρέξει τον Πρίαμο, που είναι αδελφός του πατέρα του. Η άφιξή του στον δέκατο χρόνο του πολέμου ανακουφίζει τους Τρώες, που πιέζονται πολύ, αφού η τελευταία σύμμαχός τους, η Πενθεσίλεια, σκοτώθηκε στη μάχη.

Μέμνων

Ο Μέμνων είναι πανέμορφος και γενναίος και τα χρυσά του όπλα έχουν κατασκευαστεί από τον Ήφαιστο, όπως του Αχιλλέα. Αριστεύει στον πόλεμο και σκοτώνει πλήθος Αχαιούς, την ίδια ώρα που σε άλλα σημεία του πεδίου μάχης ο Αχιλλέας θερίζει τους Τρώες. Η συνάντηση και η μοιραία μονομαχία των δύο ηρώων καθυστερεί, καθώς η Θέτις έχει προειδοποιήσει το γιο της, πως θα του απομείνει λίγη ζωή, αν σκοτώσει τον Μέμνονα και ο Αχιλλέας της υποσχέθηκε να τον αποφεύγει.

Ωστόσο, κάποια στιγμή ο Πάρις τοξεύει και σκοτώνει ένα από τα άλογα του Νέστορα. Παγιδευμένος στο άρμα του, δεν μπορεί να κινηθεί, ο Νέστωρ κινδυνεύει να σκοτωθεί από τον Μέμνονα, που προχωρεί κατά πάνω του, και δεν θα γλύτωνε, αν δεν ορμούσε να τον προστατέψει ο γιος του, ο Αντίλοχος, στενός φίλος του Αχιλλέα. Ο Νέστωρ σώζεται, αλλά ο Αντίλοχος σκοτώνεται από το κοντάρι του Μέμνονα, και ο Αχιλλέας δεν μπορεί παρά να αναζητήσει και να χτυπηθεί ο ίδιος με τον φονιά του φίλου του.

Η μονομαχία του Αχιλλέα με τον Μέμνονα αποτελούσε το κεντρικό επεισόδιο ενός ηρωικού έπους, της Αιθιοπίδος, που η παράδοση αποδίδει στον Αρκτίνο από τη Μίλητο. Το έπος έχει χαθεί, αλλά τα ελάχιστα αποσπάσματα, οι περιλήψεις και κάποιες απεικονίσεις, που σώζονται, επιτρέπουν την ανασύνθεση της σκηνής. Αντιμέτωποι στέκουν με τις «ηφαιστότευκτες» πανοπλίες τους δύο ήρωες, που έχουν και οι δύο πατέρα θνητό, αλλά μητέρα μια θεά. Από ψηλά οι θεοί παρακολουθούν με ενδιαφέρον τη σύγκρουση, ανάμεσα τους ο ίδιος ο Δίας και στα πόδια του, από εδώ και από εκεί, η Θέτις και η Ηώς να παρακαλούν για τη σωτηρία και τη νίκη του δικού της παιδιού η καθεμία.

Μπροστά στο δίλημμα, αλλά και στον κίνδυνο οι θεοί να διχαστούν και να πολεμήσουν μεταξύ τους, ο Δίας αποφασίζει να ζυγιάσει τις κήρες, δηλαδή τις μοίρες του θανάτου των δύο ηρώων, για να φανεί ποιος από τους δύο είναι γραφτό να πεθάνει. Με την εντολή του ο ψυχοπομπός Ερμής σηκώνει τη ζυγαριά και η μοίρα του Μέμνονα βυθίζεται στα Τάρταρα, αντισηκώνοντας στο φως τη μοίρα του Αχιλλέα. Αργότερα ο Αισχύλος παρουσίασε τον ίδιο τον Δία να κρατά ζυγαριά και να ζυγιάζει όχι τις κήρες, αλλά τις ίδιες τις ψυχές των δύο αντιπάλων, μετατρέποντας έτσι την κηροστασία σε ψυχοστασία.

Στο μεταξύ κάτω στη γη η μονομαχία συνεχίζεται ο Μέμνων πληγώνει τον αντίμαχό του στο χέρι, αλλά και πληγωμένος ο Αχιλλέας τον σκοτώνει, χτυπώντας τον με το ξίφος στο στήθος και θριαμβεύει. Τα παρακάλια της Ηώς δεν πήγαν ολότελα χαμένα, ας είναι και μόνο γιατί η θεά απειλούσε πως, αν έχανε το γιο της, να παραμελήσε τα θεϊκά της καθήκοντα και πια να μην ξημερώνει μέρα για τους ανθρώπους.

Ο Δίας έδωσε εντολή να απαγάγει το σώμα του Μέμνονα από το πεδίο της μάχης και να το μεταφέρει στην πατρίδα του. Η απαγωγή γίνεται από τους Ανέμους ή από την ίδια την Ηώ, που αφού περιποιηθεί και θρηνήσει το νεκρό γιο της τον παραδίδει στους Ανέμους ή ίσως στα αδέλφια του, τον Ύπνο και τον Θάνατο, να τον μεταφέρουν στην Αιθιοπία.

Η πληροφορία της Αιθιοπίδος, ότι η Ηώς ζήτησε από τον Δία και πέτυχε την αθανασία του γιου της, δεν εμπόδισε τους μεταγενέστερους να δείχνουν τον τάφο του Μέμνονα σε διάφορες τοποθεσίες, στη Συρία, στην Περσία ή στην Αίγυπτο -πάνω από όλα στον ποταμό Αίσηπο, κοντά στην Κύζικο, όπου οι Ελλησπόντιοι διηγούνταν το ακόλουθο αίτιο: Μια ορισμένη εποχή κάθε χρόνο, έλεγαν, μαζεύεται στον τάφο του Μέμνονα ένα κοπάδι μαυροπούλια, που σκουπίζουν και καταβρέχουν το χώμα με τα φτερά τους, ύστερα χωρίζονται κα ιπολεμούν, ώσπου να πέσουν μερικά νεκρά. Είναι οι μεμνονίδες όρνιθες, μεταμορφωμένοι σύντροφοι του Μέμνονα από το αιθιοπικό στράτευμα, που έρχονται να τιμήσουν τον αρχηγό τους. Παρόμοιες αιτιολογικές διηγήσεις μας δίνονται και για τον Διομήδη και άλλους ήρωες.

Το όνομα Μέμνων μπορεί να θεωρηθεί ελληνικό, όμως πρόκειται για παραφθορά ενός πανάρχαιου ανατολικού αιγυπτιακού ίσως ονόματος. Στην ανατολή οδηγούν τα πολλά παραμυθιακά στοιχεία του μύθου και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο η «αιθιοπική» προέλευση του ήρωα και το συγκεκριμένο θέμα της κηροστασίας, που αποτελεί γνωστό αιγυπτιακό θεολόγημα.

Μέμνονα ονόμασαν οι Έλληνες και τον Φαραώ Σήθο Α΄, παραλλάσσοντας το δεύτερο αιγυπτιακό του όνομα, Μεμνόνεια και τους ναούς που χτίστηκαν στη δυτική Θηβαΐδα για να τιμήσουν τον σημαντικό αυτό βασιλιά. Μέμνονες ονομάστηκαν τέλος και δύο κολοσσιαία καθιστά αγάλματα από μαύρο ψαμμόλιθο, κοντά στην αιγυπτιακή Θήβα, που ανάγονται στην εποχή του Φαραώ Αμένωφη Γ΄ (1403-1364π.Χ.). Ραγισμένος από σεισμό, ο ένας από τους δύο κολοσσούς ηχούσε κάθε πρωί, τάχα για να χαιρετίσει τη μητέρα του την Ηώ, αλλά ο χαιρετισμός σταμάτησε όταν ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος (193-11μ.Χ.) φρόντισε να επισκευαστεί το άγαλμα.

Με πληροφορίες από: Παγκόσμια Μυθολογία