Κύρου Ανάβασις

Η Κύρου Ανάβασις είναι ένα πολύ σημαντικό ιστορικό σύγγραμμα του Έλληνα ιστορικού, στρατιωτικού, και φιλοσόφου Ξενοφώντα που περιγράφει τη συμμετοχή σώματος 13.000 Ελλήνων μισθοφόρων ανάμεσα στους οποίους 700 Σπαρτιάτες (Μύριοι), από τη στιγμή που εντάχθηκαν στον στρατό του Κύρου και συμμετείχαν στην εκστρατεία εκείνου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη και ειδικότερα στη μάχη στα Κούναξα το 401 π.Χ. Μετά τον θάνατο του Κύρου, ο Αρταξέρξης εκτέλεσε τους Έλληνες στρατηγούς. Το υπόλοιπο Ελληνικό στράτευμα βρέθηκε ακέφαλο εν μέσω εκατοντάδων χιλιάδων εχθρών. Εξέλεξε νέους στρατηγούς, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Ξενοφών, και μαχόμενο ακολούθησε μία περιπετειώδη επιστροφή από τη Μικρά Ασία και τις Ποντιακές Άλπεις προς τη Μαύρη Θάλασσα, η λεγόμενη «κάθοδος των μυρίων».

Κύρου Ανάβασις
Η μάχη στα Κούναξα

Τα γεγονότα πριν την Κύρου Ανάβαση

Οι Σπαρτιάτες αναγνώρισαν τον βασιλιά των Περσών ως επικυρίαρχο των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας το 413-412π.Χ. προκειμένου να πάρουν από αυτόν οικονομική ενίσχυση για να αντιμετωπίσουν τους Αθηναίους κατά θάλασσα. Έτσι όταν έληξε ο πόλεμος, που διεξαγόταν στα παράλια Ιωνίας, έπρεπε να αποσύρουν τις φρουρές και τα πλοία που διατηρούσαν στα μικρασιατικά παράλια για στρατιωτικούς λόγους. Αρμόδιοι από την περσική πλευρά να παραλάβουν τα σημεία τα οποία θα εκκένωναν οι Λακεδιαμόνιοι ήταν ο Φαρνάβαζος και ο Τισσαφέρνης, προϊστάμενοι πλησιοχώρων σατραπειών.

Κατά τη λήξη του πολέμου ο δεύτερος δεν ήταν στην έδρα του. Είχε ακολουθήσει τον Κύρο στην περισική αυλή, έπειτα από πρόσκλησή του, όταν είνος πήγε να παρασταθεί στις τελευταίες ημέρες του πατέρα του του βασιλιά Δαρείου. Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Αρταξέρξης, ο Τσσαφέρνης τού κατήγγειλε ότι ο Κύρος συνωμοτούσε εναντίον του. Ο Αρταξέρξης συνέλαβε τον αδελφό του, με σκοπό να τον θανατώσει, αλλά έπειτα από παρέμβαση της μητέρας τους, Παρυσάτιδος, τον απελευθέρωσε και του επέτρεψε να επιστρέψει στην έδρα του. Αυτή η περιπέτεια οδήγησε τον Κύρο στην απόφαση να απαλλαγεί από τον Αρταξέρξη και να καταλάβει ο ίδιος το βασιλικό αξίωμα.

Μόλις γύρισε στη θέση του, άρχισε να συγκεντρώνει βαρβαρικά και ελληνικά στρατεύματα, είτε φανερά με εύλογα προσχήματα, είτε κρυφά, διαμέσου έμπιστων Ελλήνων, στους οποίους έστειλε χρήματα. Οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, ή τουλάχιστον οι ολογαρχικοί που τις κυβερνούσαν, ενθαρρυμένοι από τη διάσταση ανάμεσα στον Τισσαφέρνη και τον Κύρο, αρνήθηκαν να παραδοθούν στο πρώτο και ζήτησαν την προστασία του δεύτερου.

Εκείνος έσπευσε να ανταποκριθεί, γιατί έτσι αποσπούσε από τον εχθρό και αποκτούσε ο ίδιος αυτές τις πόλεις, που ήταν σημαντικά οικονομικά κέντρα και οχυρές θέσεις και επιπλέον μπορούσε να σχηματίσει μέσα σε αυτές μισθοφορικά τμήματα χωρίς να αποκαλυφθεί ότι ήταν ο χρηματοδότης και να κινήσει υποψίες για τους σκοπούς του: πραγματικά έδωσε χρήματα στους κατά τόπους φρούραρχους, που ήταν φίλοι του, για να προσλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερους και καλύτερους Πελοποννήσιους με το πρόσχημα ότι προορίζονταν για την άμυνα των πόλεων εναντίον του Τισσαφέρνη. Μόνο μία ιωνική πόλη κατάφερε να κρατήσει ο Τισσαφέρνης, την Μίλητο, προλαβαίνοντας να εξοντώσει τους εκεί φίλους του Κύρου με εξορίες και εκτελέσεις.

Ο Κύρος ζήτησε βοήθεια και από τους Σπαρτάτες, χωρίς να αποκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις του. Οι σπαρτιατικές αρχές, που ένιωθαν μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντι του για την προθυμία της συμπαράστασης του κατά τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, έδωσαν εντολή στον ναύαρχο Πυθαγόρα να πλεύσει στην Ισσό με 25-35 πλοία και να τεθεί στην διάθεση του Κύρου με τα ίδια πλοία έστειλαν και 700-800 μισθοφόρους με αρχηγό τον Χειρίσοφο.

Οι Έλληνες μισθοφόροι άρχισαν να υποψιάζονται ότι πήγαιναν σε πόλεμο με τα βασιλικά στρατεύματα της Περσίας. Κοντά στην Ταρσό αρνήθηκαν να προχωρήσουν αλλά τελικά πείστηκαν να συνεχίσουν, αφού ο Κύρος τους βεβαίωσε ότι βαδίζουν εναντίον ενός εχθρού του στη Συρία και δέχθηκε να τους δώσει ανώτερο μισθό. Μόνο όταν έφθασαν στην όχθη του Ευφράτη, ο Κύρος ανακοίνωσε επίσημα στους αρχηγούς των μισθοφορικών τμημάτων ότι βαδίζουν εναντίον του αδελφού του και τους κάλεσε να ανακοινώσουν το πράγμα στους άνδρες τους και να τους πείσουν να προχωρήσουν.

Ο βασιλικός στρατός περίμενε τους Κυρείους κοντά στην Βαβυλώνα. Ο Ξενοφών αναφέρει ως διάδοση που άκουσε ο ίδιος ότι αριθμούσε 1.200.000 πεζούς, 6.000 ιππείς και 200 δρεπανηφόρα άρματα. Ο Κτησίας, Κνίδιος ιατρός της περσικής αυλής, έγραψε ότι ο Αρταξέρξης διέθετε 400.000 άνδρες. Πιθανότατα και ο δεύτερος αριθμός είναι πολύ ανώτερος από την πραγματικότητα. Κατά τον Ξενοφώντα ο Κύρος παρέταξε 100.000 Ασιάτες, 13.000 Έλληνες μισθοφόρους (10.400 οπλίτες και 2.500 ψιλούς), 20 δρεπανηφόρα άρματα. Το πλήθος των Ασιατών θα ήταν ασφαλώς μικρότερο. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στα Κούναξα, όπου έγινε μάχη. Παρά την ήττα των Κυρείων από την αριθμητική υπεροπλία των δυνάμεων του Αρταξέρξη και τον θάνατο του Κύρου, οι Έλληνες μισθοφόροι κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν και να τρέψουν σε άτακτη φυγή τα περσικά στρατεύματα.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους