Το Βασίλειο του Βοσπόρου ή Κιμμέριος Βόσπορος, (5ος αι π.Χ – 4ος αι μ.Χ.), ήταν ελληνιστικό βασίλειο που δημιουργήθηκε στις χερσονήσους της Ταυρικής (Κριμαίας) και του Ταμάν στα στενά του Κερτς. Ήταν ένα κράτος με μικτό πληθυσμό, Έλληνες από τις αποικίες της περιοχής και ντόπιους, που υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό.
Ο Κιμμέριος Βόσπορος κατοικούνταν από πολλές φυλές, όπως οι Έλληνες, Σκύθες, Σίνδοι, Μαιώτες, Δανδάριοι, Ψήσσοι και Τορέτες, ενώ η ονομασία Κιμμέριος προέρχεται από τον λαό των Κιμμερίων, που κατοικούσαν παλαιότερα εκεί. Στην περιοχή αυτή άρχισαν και ιδρύονταν ελληνικές αποικίες-πόλεις όπως το Παντικάπαιον, το Νυμφαίον, το Μυρμήκιον, η Θεοδοσία, η Φαναγορεία, η Γοργιππία, οι Κήποι και η Ερμώνασσα. Αυτές οι πόλεις το 480 π.Χ. ενώθηκαν σε ένα κράτος.
Πρώτη δυναστεία που βασίλευσε από το 480 π.Χ. ως το 438 π.Χ., ήταν των Αρχαιανακτιδών. Επόμενη δυναστεία ήταν των Σπαρτοκιδών, που βασίλευσε από το 438 π.Χ. έως τα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα, οπότε το κράτος καταλύθηκε από τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ και έγινε τμήμα του Βασιλείου του Πόντου. Οι Σπαρτοκίδες ακολούθησαν επεκτατική πολιτική κατακτώντας νέα εδάφη και επεκτείνοντας το βασίλειο. Πρώτος βασιλιάς του ήταν ο Σπάρτοκος, που έδωσε και το όνομά του στη δυναστεία. Το 310 π.Χ. μετά τον θάνατο του Παιρισάδη Α΄ άρχισε πόλεμος διαδοχής. Τελευταίος βασιλιάς ήταν ο Παιρισάδης Ε΄, που δολοφονήθηκε από τον Σκύθη Σαύμακο που είχε εξεγερθεί. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ κατέστειλε την εξέγερση, προσαρτώντας το βασίλειο του Βοσπόρου στο Βασίλειο του Πόντου. Έκτοτε η ιστορία τους είναι κοινή.
Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ανατολή μετά τον θάνατό του δεν επηρέασαν τη ζωή του κράτους του Κιμμέριου Βοσπόρου που έφθασε μέχρι τα πρώτα χρόνια της διαμάχης των Διαδόχων. Αν και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον εφοδιασμό της μητροπολιτικής Ελλάδας με βασικά είδη διατροφής, ωστόσο εξακολουθούσε να θεωρείται όπως και ο υπόλοιπος Εύξεινος Πόντος ένας κόσμος ξεχωριστός, σαν ένα ελάχιστο γνωστό και μακρινό τμήμα της ελληνικής «οικουμένης».
Παρά τη μαγνητική έλξη που ασκούσαν στον Μέγα Αλέξανδρο οι άγνωστες χώρες, δεν τον απασχόλησαν σοβαρά σχέδια επέκτασης προς τις περιοχές αυτές, αλλά και οι διάδοχοι του δεν σκέφτηκαν ούτε προς στιγμήν να επεκτείνουν την δραστηριότητά τους προς τα εκεί. Ακόμη και ο Λυσίμαχος, που συμπεριέλαβε στην επικράτειά του τις ελληνικές αποικίες της δυτικής ακτής του Εύξεινου Πόντου, δεν διανοήθηκε να επιχειρήσει εκστρατεία προς τον Κιμμέριο Βόσπορο.
Ως τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα ο Κιμμέριος Βόσπορος εξακολουθούσε να γνωρίζει εξαιρετική ευημερία, η οποία οφειλόταν στο πάντοτε ανθηρό εμπόριο του Ευξεινου, το οποίο ευνοήθηκε από το άνοιγμα των νέων αγορών που επιτεύχθηκε με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η εξαγωγή γεωργικών και αλιευτικών προϊόντων από τον Κιμμμέριο Βόσπορο προς τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο σημείωσε σημαντική αύξηση. Παράλληλα άρχισαν να επιβάλλονται στο τοπικό αγοραστικό κοινό και στα βαρβαρικά γειτονικά φύλα τα βιοτεχνικά προϊόντα των εργαστηρίων του Κιμμέριου Βοσπόρου (ιδίως του Παντικαπαίου και της Φαναγορείας), που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στα μέσα περίπου του 4ου π.Χ. αιώνα και εκτόπισαν σιγά σιγά τα εισαγώμενα αττικά και ιωνικά είδη. Όσο πλησίαζε το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα τόσο μεγάλωνε και η οικονομική χειραφέτηση του κράτους του Βοσπόρου. Έπαυσε σταδιακά να εξαρτάται από την κυρίως Ελλάδα και άρχισε να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις για την ικανοποίηση των αναγκών του αγοραστικού κοινού.
Από τις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα άρχισε η καθοδική πορεία. Η πτολεμαϊκή Αίγυπτος κυριαρχούσε στον κύκλο των σιτοπαραγωγικών χωρών και πλησίαζε τις μεσογειακές αγορές με άφθονο σιτάρι, του οποίου η τιμή έπεφτε συνεχώς μετά από μια περίοδο αυξομειώσεων ανάλογα με το κλείσιμο ή το άνοιγμα του Θρακικού Βοσπόρου από τον Λυσίμαχο. Ο Κιμμέριος Βόσπορος δεν ήταν πια ικανός να συναγωνισθεί με επιτυχία τις άλλες ανταγωνίστριες πόλεις. Από την άλλη, η Αθήνα είχε χάσει πια τα πρωτεία στη θάλασσα και η αδυναμία της να εγγυηθεί την ασφαλή μεταφορά του σίτου από τον Βόσπορο είχε ως αποτέλεσμα να αφήνεται στα χέρια των ιδιωτών σιτεμπόρων.
Στα δύο αυτά αίτια της παρακμής του Κιμμέριου Βοσπόρου ήρθε να προστεθεί και η αύξηση της πίεσης των γειτονικών βαρβαρικών φύλων. Τα ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα των Σακών και των Σαρματών από τα υψίπεδα της κεντρικής Ασίας προς Βορρά και Δύση, που άρχισαν να εκδηλώνονται από το τέλος του 4ου π.Χ. αιώναμ άσκησαν σε όλη τη διάρκεια του 3ου π.Χ. αιώνα σοβαρές πιέσεις στους Σκύθες των στεππών της νότιας Ρωσίας με αποτέλεσμα την ανατροπή της ισορροπίας στις σχέσεις τους με τους Έλληνες αποίκους των βορείων και δυτικών παραλίων του Εύξεινου. Οι παρατεταμένες αυτές αναστατώσεις γύρω από τις ελληνικές πόλεις κατέστησαν την προμήθεια των προϊόντων της ενδοχώρας δυσκολότερη και ανασφαλή και αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για τη διεξαγωγή του εμπορίου.
Η προοδευτική οικονομική παρακμή του Κιμμερίου Βοσπόρου και ιδιαίτερα η ραγδαία περιστολή των εμπορικών συναλλαγών με τα υπόλοιπα ελληνιστικά κράτη από τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ενίσχυσαν την απομόνωση του κράτους των Σπαρτοκιδών από τις ιστορικές εξελίξεις του Ελληνισμού, με φυσική συνέπεια τον περιορισμό ιστορικών μαρτυριών σχετικά με την πολιτική και οικονομική ζωή του.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του κράτους των Σπαρτοκιδών ήταν οι Σκύθες, οι οποίοι προσανατολίζονταν προς την επιβολή της κυριαρχίας τους στα μεγάλα λιμάνια του Βοσπόρου. Αυτή η πολιτική των Σκυθών και η παράλληλη αναζωπύρωση της πειρατείας στον Εύξεινο έθεταν σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση του βασιλείου του Κιμμερίου Βοσπόρου. Σύμμαχος των Σπαρτοκιδών, αν και όχι ανιδιοτελώς, στάθηκε ο βασιλιάς του Βασιλείου του Πόντου Μιθριδάτης ΣΤ’, ο οποίος έστειλε τον στρατηγό Διόφαντο (110 π.Χ.) επικεφαλής αξιόλογης στρατιωτικής δύναμης, που αποβιβάστηκε στην Ταυρική, νίκησε τους Σκύθες και ίδρυσε την πόλη Ευπατόριο.
Συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις κατόρθωσε να απαλλάξει το βασίλειο του Βοσπόρου από τη σκυθική πίεση. Οι επιτυχίες αυτές έπεισαν τον τελευταίο Σπαρτοκίδη βασιλιά Παιρισάδη Ε’, που είχε αποδειχθεί ανίσχυρος να ανταπεξέλθει στον σκυθικό κίνδυνο, να αναγνωρίσει την κυριαρχία του βασιλιά του Πόντου.
Η επανάληψη των σκυθικών επιδρομών ένα έτος μετά την υποχώρηση του ποντιακών στρατευμάτων προκάλεσε και νέα εκστρατεία του Διόφαντου, που κατάφερε να ανακτήσει τις περιοχές στην βορειοδυτική ακτής της Ταυρικής και αφού συνέτριψε τις νέες σκυθικές και σαρματικές δυνάμεις κατόρθωσ ε να γίνει κύριος των οχυρών σκυθικών πόλεων και να υποτάξει τους Σκύθες της Ταυρικής στην κυριαρχία του Πόντου. Μετά το τέλος της νικηφόρας εκστρατείας του ήρθε στον Κιμμέριο Βόσπορο όπου ο Παιρισάδης Ε’ προχώρησε στην παράδοση της εξουσίας του στον Μιθριδάτη. Αυτό το άδοξο τέλος είχε η δυναστεία των Σπαρτοκιδών που κυβέρνησε τον Κιμμέριο Βόσπορο πάνω από 300 χρόνια.
Προτού εδραιωθεί η νέα εξουσία ξέσπασε μια επανάσταση με επικεφαλής κάποιον Σαύμακο (108 π.Χ.). Οι στασιαστές, που προέρχονταν από το σκυθικό στοιχείο του κράτους, κατόρθωσαν να επιβληθούν. Ο Παιρισάδης δολοφονήθηκε, ο Διόφαντος φυγαδεύτηκε με ένα πλοίο την τελευταία στιγμή, ενώ ο Σαύμακος αναγορευόταν βασιλιάς. Τον επόμενο χρόνο ο Διόφαντος επέστρεψε με ισχυρό στρατό και στόλο και με βάση την πόλη Χερσόνησο, ανακατέλαβε το Παντικάπαιο και τη Θεοδοσία, κατέπνιξε την εξέγερση και έστειλε τον Σαύμακο σιδηροδέσμιο στον Μιθριδάτη. Η κατάπνιξη της εξέγερσης του Σαύμακου σήμανε και το οριστικό τέλος της ανεξαρτησίας του κράτους του Κιμμερίου Βοσπόρου. Ο Κιμμέριος Βόσπορος έκτοτε προσαρτήθηκε στο Βασίλειο του Πόντου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους