Ήδη από τις παραμονές της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης ελληνικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν πανικόβλητοι αναζητώντας καταφύγιο στις θεωρούμενες ασφαλείς ελληνικές περιοχές, προπάντων στην Πελοπόννησο. Κίνηση προς ασφαλή μέρη σημειώθηκε επί πολλά συνεχώς χρόνια σε όλες σχεδόν τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η φυσιολογική κατανομή του πληθυσμού. Νέοι οικισμοί δημιουργήθηκαν σε απόκεντρες και σχετικά ασφαλείς περιοχές της ελληνικής υπαίθρου, ενώ πολλά από τα παλαιά ακμαία κέντρα βαθμιαία έφθιναν και εξαφανίζονταν. Έτσι πυκνώθηκαν οι πληθυσμοί της Πίνδου, των Πιερίων, του Ολύμπου, της Όθρυος, του Παρνασού, του Πάρνωνα κ.α.

Προς ασφαλέστερες περιοχές αποσύρθηκαν κυρίως όσοι κατοικούσαν σε δρόμους πολυσύχναστους, από όπου περνούσαν στρατιωτικά αποσπάσματα, που ήταν φυσικό να καταλύσουν στα κοντινά χωριά και να τραφούν εις βάρος των κατοίκων. Από τα τέλη του 14ου και του 15ου αιώνα μεγάλη αναστάτωση επικράτησε στην ύπαιθρο της Ηπείρου και της Μακεδονίας, γεγονός που εξηγεί γιατί πολλά χωριά των περιοχών αυτών είναι σκαρφαλωμένα ψηλά, προς τις κορυφές των βουνών, μακριά από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες. Συνέπεια της συγκέντρωσης των κατοίκων πάνω στα βουνά ήταν η στροφή προς την εκμετάλλευση των πόρων ζωής που διέθεταν, κυρίως στην κτηνοτροφία και στην βιοτεχνία των μαλλιών και των μάλλινων υφασμάτων.
Στη δυτική Στερεά Ελλάδα μερικές απρόσιτες περιοχές όπως η Ακαρνανία και η περιοχή των Αγράφων έμειναν ουσιαστικά αδούλωτες. Οι κάτοικοι τους αποκομμένοι σχεδόν από τον υπόλοιπο κόσμο διατήρησαν αναλλοίωτο τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους.
Εκτός από τα βουνά και οι χερσόνησοι έπαιξαν σπουδαίο ρόλο ως καταφύγιο των Ελλήνων όπως, π.χ. η Χαλκιδική που απομονώνεται από Βορρά με την οροσειρά του Χολομώνος και καταλήγει σε τρεις μικρότερες χερσονήσους, την Κασσάνδρα, τη Σιθωνία και το Άγιο Όρος. Από αυτές η πολιτεία του Αγίου Όρους με την εκούσια υποταγή της είχε εξασφαλίσει νωρίς από τους κυριάρχους την αυτοδοίκησή της και την απαλλαγή της από την παρουσία στρατιωτικών σωμάτων, ενώ η ορεινή και δασώδης Σιθωνία ήταν απρόσβατη και έτσι παρέμεινε ως τα τελευταία χρόνια: δρόμοι δεν υπήρχαν και τα λίγα παράλια χωριά της επικοινωνούσαν από τη θάλασσα, γιατί τα δάση της ήταν αδιαπέραστα.
Άλλες μεγάλες χερσόνησοι-καταφύγια ήταν της Θεσσαλομαγνησίας με το Πήλιο ως το Μαυροβούνι. Η περιοχή αυτή από τους τελευταίους ήδη αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και ως τους τελευταίους της Τουρκοκρατίας υπήρξε το ασφαλές άσυλο των κατοίκων των κοντινών περιοχών, κυρίως της Φθιώτιδας και της Εύβοιας.
Ασφαλές επίσης καταφύγιο αποτέλεσε και ο Ταΰγετος όπου μαρτυρείται πραγματική συσσώρευση πληθυσμών από το 1461. Εκεί κατέφυγαν πολλές οικογένειες ευγενών, Ελλήνων και εξελληνισμένων Φράγκων, όπως οι απόγονοι της οικογένειας των Μεδίκων της Αθήνας. Εκεί βρήκαν άσυλο και κάποιοι Αρβανιτόβλαχοι έποικοι της Πελοποννήσου που συγχωνεύθηκαν με τους παλαιότερους κατοίκους. Τα ψηλά βουνά καθώς και τα δυσπρόσιτα παράλια συνετέλεσαν ώστε η άγονη Μάνη με τους φτωχούς φυσικούς πόρους να κατοικηθεί από πληθυσμό δυσανάλογο προς τις παραγωγικές της δυνατότητες. Έτσι η φτώχεια και ασφαλώς και ο υποσιτισμός στάθηκαν μόνιμοι σύντροφοι των κατοίκων.
Έτσι στην Ελλάδα οι μεγάλες πεδινές περιοχές της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας ουσιαστικά εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους και καταλήφθηκαν από τους γεωργικούς τουρκικούς πληθυσμούς. Μόνο ενδιάμεσες μικρές πεδιάδες ανάμεσα σε ορεινούς όγκους παρέμειναν στα χέρια των παλαιών κατοίκων.
Γενικά οι Έλληνες απέφευγαν την πεδιάδα, τη φυσική τροφό των ανθρώπων και αναζητούσαν το βουνό ή καλύτερα το ψηλό ορεινό συγκρότημα. Εκεί μπόρεσαν να βρουν προσωρινό άσυλο οι χριστιανικοί πληθυσμοί και να ζήσουν ελεύθεροι ή κάτω από ανεκτό ζυγό. Έτσι βαθμιαία έγινε μια διαφοροποίηση ως προς την κατανομή των πληθυσμών των ελληνικών χωρών: οι Έλληνες κατοικούσαν συνήθως στα ορεινά και οι Τούρκοι στα πεδινά.
Αλλά και άλλα τμήματα του ελληνικού χώρου, τα πολλά νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, δέχθηκαν κατά κύματα πρόσφυγες από τον ηπειρωτικό χώρο. Τα Ιόνια νησιά που βρίσκονταν πολύ κοντά στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας υπήρξαν πάντοτε ασφαλή άσυλα. Έτσι κάτοικοι της Ηπείρου, της Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου κατέφεγαν κατά τον 15ο και 16ο αιώνα προς τα βενετοκρατούμενα νησιά του Ιονίου, όπως στην Κέρκυρα, Κεφαλονία, Ζάκυνθο, Λευκάδα και αργότερα στα Κύθηρα.
Την ευχέρεια των κατοίκων των δυτικών παραλίων να καταφεύγουν στα απέναντι ξενοκρατούμενα νησιά δεν την είχαν οι Έλληνες των άλλων ακτών, που περιβάλλονταν από το Αιγαίο. Αλλά και οι πληθυσμοί από αυτές κατέφευγαν προς τα λατινοκρατούμενα νησιά. Η μετακίνηση αυτή των πληθυσμών ήταν ένα μόνιμο φαινόμενο που άρχισε πριν την Άλωση και συνεχίσθηκε και έπειτα από αυτή, κυρίως κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας.
Πολλοί πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο επίσης και στην λατινοκρατούμενη Κρήτη, αρκετά απομακρυσμένη καθώς είναι από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Αξιόλογο επίσης μεταναστευτικό ρεύμα σημειώθηκε από τα παράλιια της Μικράς Ασίας προς τα νησιά του Αιγαίου και ιδίως προς τα Δωδεκάνησα μεταξύ 14ου και 16ου αιώνα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους