Μια σειρά πολέμων της αρχαιότητας διεξήχθησαν στην κεντρική Ελλάδα και ονομάστηκαν ιεροί γιατί στόχος τους ήταν ο έλεγχος του ιερού και του Μαντείου των Δελφών από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις του ελληνικού κόσμου. Ο τέταρτος ήταν ο τελευταίος Ιερός πόλεμος. Σε αυτόν ενεπλάκη ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας, ο οποίος κατόρθωσε έτσι να αναμιχθεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην κεντρική Ελλάδα και τελικά να κατισχύσει έναντι των συνασπισμένων Ελλήνων.
Ο Α’ Ιερός Πόλεμος
Ο Α’ Ιερός Πόλεμος ήταν ο πρώτος αυτής της σειράς πολέμων. Επικρατέστερη χρονική περίοδος διεξαγωγής του πολέμου θεωρείται το χρονικό διάστημα από το 595 έως το 585 π.Χ. Ο πόλεμος διεξήχθη από τη συμμαχία που αποτελούσαν οι Θεσσαλοί, οι Σικυώνιοι και οι Αθηναίοι, ενάντια στη φωκική πόλη Κίρρα. Αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου αποτέλεσε το γεγονός πως οι κάτοικοι της Κίρρας παρενοχλούσαν τους προσκυνητές του μαντείου των Δελφών. Τα βαθύτερα αίτια του πολέμου όμως βρίσκονταν στις φιλοδοξίες των Θεσσαλών να επικρατήσουν οριστικά στη Φωκίδα και να ελέγξουν το μαντείο των Δελφών, ενώ οι Σικυώνιοι είχαν στόχο να απαλλαγούν οριστικά από τους Κιρραίους πειρατές που δρούσαν στον Κορινθιακό κόλπο και είχαν εξελιχθεί σε απειλή γι’ αυτούς.
Κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. οι Θεσσαλοί είχαν εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του ελλαδικού χώρου. Έχοντας επικρατήσει στα γειτονικά κράτη των Μαλιέων, των Αινιάνων, των Περραιβών και των Δολόπων είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο του Δελφικού συμβουλίου και ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν τη Δελφική Αμφικτυονία για δικούς τους σκοπούς. Κύριο εμπόδιο για τον έλεγχο του ίδιου του μαντείου αποτελούσαν οι Φωκείς που διατηρούσαν ακόμα την αυτονομία τους. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου οι μόνες φωκικές πόλεις που δεν είχαν ακόμα υποταχθεί στους Θεσσαλούς ήταν η Κρίσα και το επίνειό της Κίρρα.
Η Κίρρα ήταν το κοντινότερο λιμάνι στους Δελφούς και επομένως οι προσκυνητές που κατευθύνονταν στους Δελφούς μέσω της θάλασσας αποβιβάζονταν στο λιμάνι της πόλης και ανέβαιναν οδικώς προς το ιερό. Φαίνεται πως την περίοδο αυτή οι Κιρραίοι αποσπούσαν χρήματα από τους προσκυνητές που διέρχονταν από την πόλη τους με σκοπό να πάνε στο μαντείο των Δελφών. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε αφορμή για να κηρύξει η Δελφική Αμφικτυονία τον πόλεμο στους Κιρραίους. Με τους Θεσσαλούς συμμάχησαν οι Σικυώνιοι, οι οποίοι στόχευαν να απαλλαγούν από τους Κιρραίους πειρατές που δρούσαν στα ανοιχτά του Κορινθιακού. Στη συμμαχία αυτή προστέθηκαν και οι Αθηναίοι.
Από τις περιγραφές φαίνεται πως ο πόλεμος διήρκεσε δέκα έτη. Αρχηγός των Θεσσαλών ήταν ο Ευρύλοχος από τη δυναστεία των Αλευάδων της Λάρισας, των Σικυώνιων ο τύραννος Κλεισθένης της δυναστείας των Ορθαγοριδών και της Αθήνας ο Αλκμαίων ή ο ίδιος ο Σόλων. Η Κίρρα πολιορκήθηκε και από τη στεριά και από τη θάλασσα και τελικά υπέκυψε όταν οι πολιορκητές δηλητηρίασαν τις πηγές που τροφοδοτούσαν με νερό την πόλη με δηλητήριο από το φυτό ελλέβορο. Ο ελλέβορος προκάλεσε ακατάσχετη διάρροια στους υπερασπιστές της πόλης, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Οργανωτής αυτού του σχεδίου φαίνεται πως ήταν ο Κλεισθένης της Σικυώνας, αλλά κατά τον Παυσανία ήταν ο Αθηναίος Σόλων.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η Κίρρα πολιορκήθηκε κατά τα έτη 592-590 π.Χ. Ο αποκλεισμός από τη θάλασσα που επέβαλε ο στόλος των Σικυωνίων στους Κιρραίους τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την πόλη και να οχυρωθούν στο όρος Κίρφη πάνω από την Κίρρα, κοντά στη θέση της Φωκικής πόλης Εχεδάμειας. Μετά από αντίσταση μερικών χρόνων τελικά υπέκυψαν.
Οι συνέπειες του πολέμου ήταν να καταστραφεί η πόλη Κίρρα, πιθανόν και η Κρίσα. Η πόλη των Δελφών έγινε ανεξάρτητη και παραχωρήθηκε σε αυτήν το Κρισαίο πεδίο, το οποίο χαρακτηρίστηκε ιερό. Οι Θεσσαλοί κυριάρχησαν στη Φωκίδα και παρέμειναν κύριοι της περιοχής για είκοσι ακόμα χρόνια μέχρι να ηττηθούν από τους Βοιωτούς και να αποσυρθούν τελικά και από τη Φωκίδα. Παράλληλα οι δεσμοί μεταξύ των φωκικών πόλεων ενισχύθηκαν περισσότερο τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν από κοινού τους Θεσσαλούς στη μάχη της Υάμπολης το 510 π.Χ. όπου επικράτησαν και απαλλάχτηκαν από την απειλή των Θεσσαλών.
Ο Β’ Ιερός Πόλεμος
Ο Β’ Ιερός Πόλεμος ήταν ο δεύτερος κατά σειρά πόλεμος που ξέσπασε στην αρχαιότητα με σκοπό τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών. Ο πόλεμος αυτός σε αντίθεση με τον Πρώτο και τον Τρίτο δεν πήρε διαστάσεις αλλά ήταν σύντομος σε διάρκεια και σε γεγονότα.
Μετά το τέλος του Α’ Ιερού Πολέμου, το 585 π.Χ. οι Δελφοί που μέχρι τότε άνηκαν στη Φωκική ομοσπονδία έγιναν ανεξάρτητη πόλη υπό την προστασία της Δελφικής Αμφικτυονίας. Η περίοδος αυτή ήταν περίοδος μεγάλης ευημερίας για την πόλη και το μαντείο των Δελφών. Το 457 π.Χ. οι Αθηναίοι έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο της Βοιωτίας και της Φωκίδας μετά τη Μάχη των Οινοφύτων αποφάσισαν να αποσπάσουν την πόλη των Δελφών από τη Δελφική Αμφικτυονία και να την παραδώσουν στους Φωκείς. Οι λόγοι ήταν η φιλοπερσική στάση που είχε δείξει η Δελφική Αμφικτυονία στο παρελθόν αλλά κυρίως η επιθυμία των Αθηναίων να ελέγξουν οι ίδιοι το μαντείο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Σπάρτης με αποτέλεσμα να ξεσπάσει το 448 π.Χ. πόλεμος μεταξύ τους που ονομάστηκε Β’ Ιερός πόλεμος.
Ο πόλεμος αυτός είχε μικρή διάρκεια. Για τα γεγονότα του πολέμου βασική πηγή είναι ο Θουκυδίδης. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, οι Σπαρτιάτες έστειλαν στρατό στους Δελφούς και επανέφεραν την πόλη στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά λίγο μετά ο Περικλής εξεστράτευσε ξανά στους Δελφούς και παρέδωσε ξανά την πόλη στους Φωκείς. Οι Φωκείς κράτησαν το ιερό μέχρι το 421 π.Χ., οπότε με τη Νικίειο ειρήνη κατέστη ανεξάρτητο.
Ο Γ’ Ιερός Πόλεμος
Ο Γ’ Ιερός Πόλεμος ήταν ο τρίτος κατά σειρά πόλεμος που έγινε στην αρχαία Ελλάδα με αφορμή τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών. Ο πόλεμος ξέσπασε το 356 π.Χ., όταν οι Φωκείς αρνούμενοι να υποστούν τις συνέπεις της τιμωρίας που τους επιβλήθηκε από το αμφικτυονικό συνέδριο, κατέλαβαν το μαντείο των Δελφών. Εναντίον τους τότε σχηματίστηκε ένας αντίπαλος συνασπισμός κάτω από την ηγεσία της Θήβας αρχικά και της Μακεδονίας στη συνέχεια με αποτέλεσμα την οριστική υποταγή των Φωκέων δέκα χρόνια μετά. Ο πόλεμος αυτός αποτέλεσε αφορμή για την πρώτη εμπλοκή της Μακεδονίας στις εξελίξεις της νότιας Ελλάδας.
Το 362 π.Χ. οι Φωκείς, σύμμαχοι τότε των Θηβαίων, αθέτησαν την υποχρέωσή τους να ενισχύσουν τον Θηβαϊκό στρατό στην εκστρατεία του στην Πελοπόννησο. Τη στάση τους αυτή αποφάσισαν να τιμωρήσουν οι Θηβαίοι, κατηγορώντας τους στο Αμφικτυονικό συνέδριο για ιεροσυλία επειδή είχαν καλλιεργήσει μέρος των ιερών κτημάτων των Δελφών. Το Αμφικτυονικό συνέδριο αποφάσισε να τους επιβάλει βαρύ πρόστιμο το οποίο οι Φωκείς αδυνατούσαν να πληρώσουν.
Σε συνέλευση που συγκάλεσαν οι Φωκείς ο Φιλόμηλος από την πόλη Λέδων έβγαλε ένα λόγο, πείθοντας τους Φωκείς ότι αυτό το ποσό ήταν υπέρογκο και ότι η μόνη τους επιλογή ήταν να αντισταθούν και να καταλάβουν τους Δελφούς. Με τον τρόπο αυτό θα πετύχαιναν να ακυρώσουν την απόφαση εναντίον τους. Στο συνέδριο αυτό οι Φωκείς εξέλεξαν τον Φιλόμηλο στρατηγό ο οποίος στη συνέχεια αναζήτησε εξωτερική βοήθεια στους εχθρούς των Θηβαίων, Σπαρτιάτες.
Οι Σπαρτιάτες ωφελούνταν από την ενίσχυση των Φωκέων αφού έτσι θα βρίσκονταν κοντά στην αντίπαλη Θήβα ασκώντας της πιέσεις. Έτσι προσέφεραν στους Φωκείς ένα ποσό 15 ταλάντων για να επανδρώσουν και να εξοπλίσουν στρατό. Οι Φωκείς κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα στρατό 5.000 αντρών με τον οποίο κατέλαβαν το μαντείο των Δελφών. Ο Φιλόμηλος τότε οχύρωσε τους Δελφούς ενώ κατέστρεψε την πέτρα στην οποία ήταν καταγεγραμμένη η απόφαση για την τιμωρία τους.
Αμέσως τα μέλη της Δελφικής Αμφικτυονίας κάτω από την ηγεσία της Θήβας κήρυξαν στον πόλεμο στους Φωκείς. Με τους Φωκείς συμμάχησαν οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες και οι τύραννοι των Φερών της Θεσσαλίας. Τον πρώτο χρόνο του πολέμου οι Λοκροί της Άμφισσας προσπάθησαν να καταλάβουν το μαντείο αλλά απωθήθηκαν από τις δυνάμεις του Φιλόμηλου. Ένα χρόνο μετά ο Φιλόμηλος σκοτώθηκε στη μάχη που διεξήχθη στην πόλη Νέον της Φωκίδας, κοντά στην Τιθορέα σε μία σύγκρουση εναντίον των Βοιωτών.
Τον διαδέχτηκε στην ηγεσία των Φωκέων ο Ονόμαρχος. Ο Ονόμαρχος σύλησε τους θησαυρούς των Δελφών για να χρηματοδοτήσει έναν ισχυρό μισθοφορικό στρατό 20.000 πολεμιστών και 1000 ιππέων ενώ την ίδια περίοδο άρχισε να οχυρώνει τις Φωκικές πόλεις. Με τον στρατό αυτό εκστράτευσε κατά των γειτονικών Επικνημίδιων Λοκρών καταλαμβάνοντας το Θρόνιο. Επίσης εκστράτευσε κατά της Δωρίδας, αλλά και της Βοιωτίας καταλαμβάνοντας τον Ορχομενό. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Θεσσαλίας προκαλώντας για πρώτη φορά την παρέμβαση των Μακεδόνων.
Το 354 π.Χ. κινήθηκαν εναντίον τους οι Μακεδόνες του Φιλίππου Β΄, γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη εμπλοκή των Μακεδόνων στα γεγονότα της νότιας Ελλάδας. Αρχικά οι Μακεδόνες ηττήθηκαν σε δύο μάχες από τους Φωκείς. Θεωρείται πως σημαντικό ρόλο στη νίκη των Φωκέων έπαιξε η χρήση καταπελτών που χτυπούσαν τη Μακεδονική φάλαγγα. Ο Φίλιππος κατάφερε να επιβληθεί των Φωκέων ένα χρόνο μετά το 353 π.Χ. στη μάχη του Κρόκιου Πεδίου κοντά στον Παγασητικό κόλπο. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Ονόμαρχος και τον διαδέχτηκε στη συνέχεια ο Φάυλλος. Στη συνέχεια ο Φίλιππος κινήθηκε κατά της Φωκίδας.
Η κάθοδος των Μακεδόνων στη νότια Ελλάδα ανησύχησε τους Αθηναίους οι οποίοι έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τους Μακεδόνες στις Θερμοπύλες και κατάφεραν να τους σταματήσουν. Την επόμενη χρονιά πέθανε ο Φάυλλος και στρατηγός των Φωκέων έγινε ο Φάλαιρος. Τα επόμενα χρόνια οι Φωκείς εκστράτευσαν κατά της Βοιωτίας αλλά χωρίς επιτυχία. Κατόρθωσαν όμως στο διάστημα αυτό να διατηρήσουν τις κτήσεις τους.
Η Φιλοκράτειος ειρήνη που υπογράφτηκε μεταξύ Αθηναίων και Μακεδόνων απομόνωσε τους Φωκείς που έμειναν χωρίς συμμάχους.Τελικά το 346 π.Χ. οι Φωκείς αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν πολύ σκληρή καθώς υποχρεώθηκαν να πληρώνουν 60 τάλαντα ετησίως για να ξεπληρώσουν τους θησαυρούς που αφαίρεσαν από τους Δελφούς ενώ τους αφαιρέθηκαν και οι δύο ψήφοι που είχαν στο Αμφικτυονικό συνέδριο, οι οποίοι δόθηκαν στους Μακεδόνες.
Ο Δ’ Ιερός Πόλεμος
Ο Δ’ Ιερός Πόλεμος ήταν ο τελευταίος από της σειράς των Ιερών Πολέμων που διεξήχθησαν στην κεντρική Ελλάδα. Στον πόλεμο αυτό ενεπλάκη ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας, ο οποίος κατόρθωσε έτσι να αναμιχθεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην κεντρική Ελλάδα και τελικά να κατισχύσει έναντι των συνασπισμένων Ελλήνων στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.).
Όταν ανοικοδομήθηκε το Ιερό του Απόλλωνα μετά τον Τρίτο Ιερό Πόλεμο, οι Αθηναίοι έστησαν πάλι το ανάθημα που είχαν ανεγείρει μετά τους Περσικούς πολέμους, στο οποίο κατηγορούσαν τους Θηβαίους για μηδισμό. Οι Λοκροί της Άμφισσας, παρακινημένοι από «φιλιππίζοντες» Θηβαίους, κατά τη διάρκεια του Αμφικτυονικού Συνεδρίου του 340 (ή 339) π.Χ. κατέθεσαν πρόταση καταδίκης των Αθηναίων σε πρόστιμο 50 ταλάντων με το αιτιολογικό ότι η αναστήλωση του αναθήματος σε περίοδο που οι Δελφοί κατέχονταν από τους Φωκείς αποτελούσε ασέβεια.
Οι Αθηναίοι δια στόματος του Αισχίνη, που ανέσυρε έναν παλιό κανονισμό της Πυλαίας, απέδειξαν ότι αντίθετα οι Αμφισσαίοι ήταν αυτοί που έπρεπε να κατηγορηθούν για ασέβεια, γιατί καταπάτησαν τα ιερά κτήματα των Δελφών, που όφειλαν να μένουν ακαλλιέργητα. Το αμφικτυονικό συμβούλιο αποφάσισε να συνέλθει ξανά μετά από κάποιους μήνες.
Το αμφικτυονικό συνέδριο συνήλθε τελικά τον Ιούνιο του 339 π.Χ. Οι Αμφισσείς κρίθηκαν ένοχοι. Οι Αμφισσείς όμως κατάφεραν πρόσκαιρα να αποφύγουν την τιμωρία, υποσχόμενοι να βρουν αυτούς που είχαν καταπατήσει τα κτήματα και να τους επιβάλουν ποινές. Πράγματι, προέβησαν σε εκτοπίσεις των ιερόσυλων πολιτών. Η ενέργεια των Θηβαίων, όμως, να καταλάβουν τη Νίκαια, πόλη των προγόνων τους, που ο Φίλιππος είχε παραχωρήσει στους Θεσσαλούς, έκανε τους Αμφισσείς να αποφασίσουν να ανακαλέσουν τους εξόριστους, θεωρώντας πως το Βοιωτικό κοινό θα παρενέβαινε υπέρ τους.
Τότε η Αμφικτυονία ανέθεσε στον Φίλιππο Β΄ να ηγηθεί εκστρατείας εναντίον των Αμφισσαίων. Με ένα στρατηγικό τέχνασμα παρέκαμψε τις Θερμοπύλες και εισέβαλε στη Φωκίδα, εγκαθιστώντας το στρατηγείο του στην Ελάτεια. Στη συνέχεια προσπάθησε να προσεταιριστεί τις φωκικές πόλεις, προτείνοντας μάλιστα να πληρώσει ο ίδιος το πρόστιμο που τους είχε επιβάλει η αμφικτυονία. Έπειτα προσπάθησε να κάνει το ίδιο και με τους Θηβαίους. Οι απεσταλμένοι του όμως έφτασαν στη Θήβα ταυτόχρονα με την πρεσβεία των Αθηναίων, της οποίας ηγείτο ο ίδιος ο Δημοσθένης. Ο Αθηναίος ρήτορας πρόσφερε στους Θηβαίους την αρχιστρατηγία στον πόλεμο, παράλληλα με άλλες στρατηγικές και εδαφικές παραχωρήσεις.
Παρά το προχωρημένο φθινόπωρο, η σύγκρουση δεν μπορούσε να καθυστερήσει. Στη Βοιωτία και την Αθήνα επιστρατεύθηκαν όλοι οι αξιόμαχοι πολίτες καθώς και περίπου δέκα χιλιάδες μισθοφόροι. Ένα τμήμα του εκστρατευτικού σώματος των Αθηναίων κατέλαβε τους Παραποτάμιους, ένα πέρασμα κοντά στην Ελάτεια, ενώ ένα άλλο μετέβη στην περιοχή της σημερινής Γραβιάς.
Ο χειμώνας πέρασε με διαρκείς αψιμαχίες. Ο Φίλιππος φαινόταν να αποφεύγει την κατά μέτωπον επίθεση, γιατί ο στρατός του ήταν κουρασμένος από τη Σκυθική Εκστρατεία. Τον Ιούνιο όμως ο Φίλιππος ήταν πια έτοιμος να περάσει στην αντεπίθεση. Στόχος του ήταν η κατάληψη της Άμφισσας. Για να την πετύχει χρησιμοποίησε ένα τέχνασμα: άφησε τους αντιπάλους να πιστέψουν ότι εγκαταλείπει την εκστρατεία στην κεντρική Ελλάδα. Οι επικεφαλής των μισθοφόρων πίστεψαν τα νέα που τους έδωσε ένας αιχμάλωτος αγγελιοφόρος και αποσύρθηκαν.
Τότε ο Φίλιππος, σε μια επιχείρηση-αστραπή, εισέβαλε στη Φωκίδα, κατέλαβε την Άμφισσα και κατευθύνθηκε στη Ναύπακτο, από όπου ο Φίλιππος έστειλε ένα μέρος του στρατού του εναντίον των Δελφών. Οι συνασπισμένοι Αθηναίοι και Βοιωτοί αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν στη Χαιρώνεια, γεγονός που οδήγησε στην καταστροφική για αυτούς μάχη της Χαιρώνειας και στην οριστική επικράτηση του Φιλίππου στη νότια Ελλάδα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org/