Στην εποχή μας η επιβολή ποινής για κάποιο αδίκημα είναι σχεδόν συνώνυμο με την «φυλάκιση» δηλαδή τη στέρηση της ελευθερίας με τον εγκλεισμό σε κάποιο κρατικό σωφρονιστήριο. Ήταν όμως πάντα έτσι;
Η φυλάκιση στην Αρχαία Ελλάδα
Μολονότι η ανάδειξη της φυλακής ως κατ’ εξοχήν χώρου έκτισης της νομοθετικής τιμωρίας αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο που έχει τις ρίζες του στο δυτικό Μεσαίωνα, ωστόσο η στέρηση της ελευθερίας στο πλαίσιο μιας «τιμωρητικής» πολιτικής δεν είναι άγνωστη στην ελληνική αρχαιότητα.
Η παραδειγματική και αρχετυπική έκφανση του περιορισμού της ελευθερίας ως τιμωρίας που επιβάλλεται από τον κρατούντα την εξουσία βρίσκεται στο μύθο του Προμηθέα. Παραβαίνοντας τη θέληση των θεών, ο Προμηθέας δίνει στους ανθρώπους τη φωτιά. Για την πράξη του αυτή, που έχει οριστεί ως κακό, ο Ζευς του επιβάλλει σκληρή τιμωρία: να μείνει αιώνια δεμένος στον Καύκασο. Η μυθολογική σύλληψη αντιλαμβάνεται τον περιορισμό ως δεσμά, τα οποία δεν προϋποθέτουν εγκλεισμό, αντίθετα μπορούν να πραγματοποιούνται υπαίθρια. Όμως στον Προμηθέα Δεσμώτη ο Αισχύλος χρησιμοποιεί την ορολογία του ποινικού δικαίου της εποχής του για να περιγράψει τα παθήματα του ήρωά του. Σε ακόμη ένα περίφημο παράδειγμα από το χώρο του μύθου, ο Κρέοντας φυλακίζει την Αντιγόνη επειδή παρέβη το νόμο του κράτους του οποίου ο ίδιος είναι εκφραστής. Στον αντίποδα των υπαίθριων δεσμών του Προμηθέα, στην ψηλότερη βουνοκορφή, πρόκειται εδώ για απόλυτο εγκλεισμό, βαθιά μέσα στη γη, που θα οδηγήσει στο θάνατο. Περίπου την εποχή που γράφτηκε ο Προμηθέας Δεσμώτης και ίσως λίγα χρόνια πριν την Αντιγόνη, δηλαδή περί τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται η ανέγερση ενός κτιρίου που βρέθηκε στις ανασκαφές κοντά στην αθηναϊκή αγορά. Το κτίσμα αυτό γνωστό ως Πόρος, έχει ταυτιστεί ως φυλακή και η μεταγενέστερη φιλολογική παράδοση το έχει συνδέσει με το μύθο του Προμηθέα. Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για το δεσμωτήριο του Σωκράτη, όμως η θέση του κτιρίου αυτού στο κεντρικότερο σημείο της αρχαίας πόλης υποδεικνύει πως η χρήση του ήταν ενταγμένη στο δημόσιο βίο. Δεν είναι γνωστό αν στην Αθήνα υπήρχαν περισσότερα από ένα δεσμωτήρια. Είναι άγνωστο πότε ανεγέρθηκε η πρώτη φυλακή στην Αθήνα ή σε άλλες αρχαιοελληνικές πόλεις. Πρόκειται όμως για γεγονός που σηματοδότησε τη μετάβαση από την ιδιωτική κράτηση ενός πολίτη από συμπολίτη του για χρέη, στη θέσπιση της φυλάκισης ως δημόσιας τιμωρίας και παράλληλα τη μετάβαση από τη δημόσια διαπόμπευση στον εγκλεισμό.
Δεσμωτήρια ή αλλιώς κατ’ ευφημισμόν οικήματα μαρτυρούνται σε πολλές αρχαιοελληνικές πόλεις. Στην Τεγέα υπήρχε μόνο μία φυλακή, όμως σε έκτακτες περιπτώσεις και άλλα δημόσια κτίρια μπορούσαν προσωρινά να χρησιμοποιηθούν για τη φύλαξη κρατουμένων. Εξάλλου στον πόλεμο η φυλάκιση ήταν η συνήθης ποινή που επέβαλλαν οι στρατηγοί μέσα στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, και ελλείψει φυλακών μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κάθε είδους κτίρια, ή ακόμη χαντάκια, λατομεία και λάκκοι. Για τους κρατούμενους από τις Συρακούσες οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν ένα λατομείο πέτρας στον Πειραιά.
Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του μας πληροφορεί ότι στο Άργος επιβαλλόταν εξαιρετική ποινή σε όποιον γινόταν αφορμή να ψηφιστεί νέος νόμος ή να κτιστεί νέα φυλακή. Στο ίδιο παραδειγματικό-συμβολικό πλαίσιο, σύμφωνα με τον Παυσανία, οι Κροτωνιάτες τον 5ο αιώνα μετέτρεψαν το σπίτι ενός εγκληματία σε δεσμωτήριον.
Η συνήθης τιμωρία των δούλων στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα δεσμά και ένας πρόχειρος τόπος εγκλεισμού τους ήταν οι μύλοι. Αυτό το διακριτικό στοιχείο των πολιτών από τους δούλους υπήρξε καθοριστικό για τη θεσμοθέτηση του περιορισμού των πολιτών στη φυλακή, που τουλάχιστον, μέχρι τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα ήταν φειδωλή, αφού τα πρόστιμα ήταν η πιο συνήθης επιβαλλόμενη ποινή.
Τα πρόστιμα όμως ήταν πολλές φορές εξοντωτικά. Συχνά βλέπουμε στους δικανικούς λόγους τον κατηγορούμενο να τονίζει στους δικαστές ότι η επιβολή χρηματικής ποινής θα σήμαινε γι’ αυτόν το τέλος της ζωής του ως πολίτη και τον ισόβιο εγκλεισμό του στη φυλακή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μιλτιάδης ο οποίος πέθανε στη φυλακή (489π.Χ.) αδυνατώντας να πληρώσει ένα χρηματικό πρόστιμο 50 ταλάντων που του είχε επιβληθεί.
Τα υπόγεια της Αρχαίας Ρώμης
Η στέρηση της ελευθερίας στη Ρώμη μπορούσε να απορρέει είτε από δημόσια αρχή είτε από ιδιώτη. Ο οφειλέτης που δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος του υποχρεώνεται σε δουλική εργασία μέχρι να αποσβεστεί το χρέος. Η φυλακή στη Ρώμη δεν αφορά έναν τόπο εγκλεισμού αλλά τις συνθήκες και τον τρόπο φυλάκισης. Οι αρχές είχαν τη δυνατότητα να θέσουν ένα άτομο σε λίγο ή πολύ μακρόχρονη κράτηση και ταυτόχρονα εκτός της ζωής της πολιτείας.
Στη αρχαϊκότατη εποχή οι φυλακισμένοι κλείνονταν σε κιβώτια από ξύλο δρυός και αφήνονταν στην τύχη τους με επακόλουθο έναν βασανιστικό θάνατο αργά ή γρήγορα από ασφυξία, ασιτία, δίψα ή παθολογικά αίτια κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, εκτός κι αν ο δήμιος τους θανάτωνε είτε με στραγγαλισμό είτε με καταβαράθρωση. Στην μετέπειτα εποχή της δημοκρατικής Ρώμης η διατήρηση της βασικής ιδέας της εγκατάλειψης του φυλακισμένου από την οργανωμένη πολιτική κοινωνία εκφράζεται ακόμη και με τη διαρρύθμιση των χώρων της ρωμαϊκής φυλακής, η οποία φαίνεται να υπακούει σε μια πάγια διάταξη: στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους υπήρχε το κτίσμα για χρήση των δεσμοφυλάκων, όπου προφανώς γινόταν η καταγραφή των προσαγομένων προς φυλάκιση ανθρώπων και ακριβώς από κάτω ένα υπόγειο όρυγμα χωρίς ίχνος φωτός, το οποίο αποτελούσε την κυρίως φυλακή.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο αιχμάλωτος Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας, μετά την ήττα του στην Πύδνα, φυλακίστηκε σε ένα υπόγειο δωμάτιο χωρίς κανένα άνοιγμα για να μπαίνει φως και τέτοιου μεγέθους ώστε να χωρούσαν στην καλύτερη περίπτωση εννέα κρεβάτια. Εκεί συνωστίζονταν οι φυλακισμένοι οι οποίοι κατέληγαν σε ζωώδη κατάσταση μέσα σε ένα αποπνικτικό περιβάλλον που δημιουργούσαν οι οσμές από τα σαπισμένα αποφάγια και τα συσσωρευμένα περιττώματα και σωματικά υγρά.
Η παροχή στέρεας τροφής για τους φυλακισμένους στην Αρχαία Ρώμη ήταν τόση όση χρειαζόταν για να διατηρηθούν οι ζωτικές λειτουργίες. Μπορούσε όμως ακόμη και αυτή η ελάχιστη τροφή να πάψει να παρέχεται ύστερα από εντολή της συγκλήτου, του άρχοντα ή και με απόφαση των δεσμοφυλάκων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η εκτέλεση απέβαινε πράξη οίκτου και ο θάνατος λύτρωση.
Σε απόλυτη συνάφεια με όλο αυτό το αποτρόπαιο περιβάλλον βρισκόταν ρόλος του δήμιου όσο και το προσωπικό του καθεστώς. Ο άνθρωπος αυτός είχε αποστολή το στραγγαλισμό του φυλακισμένου κατά κανόνα ή σε ορισμένες περιπτώσεις, τη θανάτωση με άλλους τρόπους. Κινούμενος στον κόσμο του θανάτου και της απόρριψης από την κοινωνία ο δήμιος ήταν συχνά βαρβαρικής καταγωγής, δεν είχε δικαίωμα να ζει μέσα στην πόλη και μετά το θάνατο του απαγορευόταν η ταφή του σώματος του.
Η φυλάκιση στο Βυζάντιο
Ποινές στερητικές της ελευθερίας, κυρίως η φυλάκιση και κάθειρξη, δεν γνώριζε καταρχήν το βυζαντινό δίκαιο. Τις αντικαθιστούσαν οι διάφορες μορφές καταναγκαστικών έργων και εξορίας που συνεπάγονταν ολοκληρωτική στέρηση ή, έστω, περιορισμό της ελευθερίας.
Η μη πρόβλεψη των ποινών στερητικών της ελευθερίας δε σημαίνει ότι δεν υπήρχαν φυλακές. Χρησίμευαν όμως όχι για την τιμωρία των εγκληματιών αλλά για τη φύλαξη τους. Οι φυλακές προορίζονταν για την κράτηση των υποδίκων (προσωρινή κράτηση, σήμερα) ή, ενδεχομένως οφειλετών του δημοσίου, όχι όμως των καταδίκων αφού τέτοια ποινή δεν προέβλεπαν οι νόμοι.
Η άγνοια των ποινών φυλάκισης και κάθειρξης στη βυζαντινή έννομη τάξη δεν απέκλειε τις καταχρήσεις. Είναι φανερό πως στην πράξη η κράτηση κάποιου επί αόριστο χρονικό διάστημα χωρίς δίκη, ελάχιστα θα διέφερε από μια καταδίκη σε φυλάκιση ή κάθειρξη. Συχνά, γινόταν αυτό μετά από εντολή του αυτοκράτορα σε περιπτώσεις συνωμοσίας ή άλλων συναφών εγκλημάτων.
Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, η αυτοκρατορία συρρικνώνεται με συνέπεια να μειώνονται και τα μέρη που προσφέρονταν για εξορία και καθιερώνεται για πρώτη φορά ποινή ισόβιας κάθειρξης για τους δράστες ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως.
Τα κελιά των φυλακών ήταν πολλές φορές τόσο στενά που οι κρατούμενοι ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται όρθιοι. Εφόσον υπήρχε η ευχέρεια και το επέτρεπαν ο φύλακες (συχνά έναντι ανταλλάγματος) συμπλήρωναν την ελάχιστη τροφή οι γυναίκες, οι αδελφές ή οι κόρες των κρατουμένων την τροφή που τους ήταν απαραίτητη για να κρατηθούν στη ζωή.
Οι χώροι φυλάκισης ήταν υπόγειοι και γι’ αυτό δεν είχαν αερισμό και φως. Ο μόνος φωτισμός που θα μπορούσαν να έχουν οι φυλακισμένοι μπορούσε να προέρχεται από λυχνάρι ή καντήλι, το λάδι των οποίων όφειλαν οι κρατούμενοι να προμηθεύονται με δικές τους δαπάνες. Η έλλειψη αερισμού και εγκαταστάσεων υγιεινής είχε συνέπεια την ανυπόφορη δυσοσμία.
Ήδη από την πρώιμη περίοδο, λειτούργησε ως υποκατάστατο της ποινής ο εγκλεισμός των δραστών ορισμένων εγκλημάτων σε μοναστήρια. Η τάση αυτή εμφανίζεται στην πολιτειακή νομοθεσία της Ανατολής για πρώτη φορά. Ο εγκλεισμός αυτός αφορούσε άνδρες και γυναίκες που είχαν διαπράξει αδικήματα σχετικά με το γάμο και την οικογένεια και τη γενετήσια ζωή. Ακόμη αφορούσε κληρικούς και μοναχούς που με τη συμπεριφορά τους είχαν παραβιάσει τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Εκκλησία, ενδεχομένως και στην πολιτεία.
Ιστορικές και φιλολογικές πηγές μας πληροφορούν για την τοποθεσία των φυλακών, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, πολλές από τις οποίες ήταν μέσα ή κοντά στο ιερό παλάτιο. Από τις αρχαιότερες ήταν το λεγόμενο Πραιτώριον, σε διώροφο κτίσμα που δώρισε μια ευγενής. ίσως πιο παλιά ήταν τα Νούμερα, που πήραν το όνομα τους από το διαμέρισμα των ανακτόρων που στεγαζόταν η φρουρά. Άλλη φυλακή υπήρχε στα υπόγεια των ανακτόρων του Βουκολέοντος, καθώς και στο Ζεύξιππο. Με αφορμή τον εγκλεισμό διαφόρων προσωπικοτήτων μνημονεύονται ευκαιριακά στις πηγές και άλλες φυλακές μέσα και έξω από την πρωτεύουσα.
Πηγή: http://www.enet.gr