Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε την αυστροουγγρική κρίση, που προκλήθηκε από τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγιεβο, με μεγάλη περίσκεψη, περιμένοντας νέες εξελίξεις. Γενικά όμως, επικρατούσε η άποψη ότι, αν και η Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να εμπλακεί στρατιωτικά σε μια τοπική αυστροσερβική σύγκρουση, δεν μπορούσε, όμως, να επιτρέψει να τεθεί σε κίνδυνο η βαλκανική ισορροπία δυνάμεων από ενδεχόμενη επίθεση της Βουλγαρίας κατά τη Σερβίας. Έτσι πριν ακόμη κηρύξει η Αυστρία τον πόλεμο στην Σερβία, 15/28 Ιουλίου 1914, η ελληνική πολιτική είχε πλήρως αποσαφηνιστεί: Η Ελλάδα θα τηρούσε ουδετερότητα και θα επενέβαινε μόνο σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης κατά της Σερβίας.

Η απόφαση της Ελλάδας να παραμείνει ουδέτερη σε περίπτωση τοπικού αυστροουγρικού πολέμου αποτελούσε σαφή παραβίαση της ελληνοσερβικής συμμαχίας, η οποία προέβλεπε αμοιβαία στρατιωτική υποστήριξη σε περίπτωση πολέμου ενός από τα δυο συμβαλλόμενα μέρη με τρίτη δύναμη. Είχε προβλεφθεί επίσης το ενδεχόμενο επίθεσης από μέρους της Βουλγαρίας, ενώ από τα συμβαλλόμενα μέρη διεξήγε αμυντικό πόλεμο με μια άλλη δύναμη, εκτός από τη Βουλγαρία.
Ακολουθώντας πολιτική, στενά καθορισμένη από τοπικούς παράγοντες, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε στις 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου ότι η Ελλάδα διατηρούσε απέναντι στη Σερβία ευμενέστατη ουδετερότητα και θα ήταν διατεθειμένη να αποκρούσει βουλγαρική επίθεση κατά της Σερβίας. Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι η πολιτική αυτή ουδετερότητας δεν τον δέσμευε σε περίπτωση γενικού ευρωπαϊκού πολέμου. Η θέση αυτή έγινε φανερή με την ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων στην Ευρώπη.
Η γενίκευση του πολέμου και ο αντίκτυπός του στην χερσόνησο του Αίμου αμέσως επηρέασαν την θέση της Ελλάδας. Η συμμετοχή των Δυνάμεων στον πόλεμο αναγκαστικά σήμαινε ότι κάθε ουδέτερη βαλκανική χώρα δεν μπορούσε πλέον να καθορίσει την πολιτική της χωρίς να λάβει υπόψιν τα γενικά στρατιωτικά και πολιτικά δεδομένα του ευρωπαϊκού πολέμου. Ήταν επίσης φανερό ότι η ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων ουσιαστικά αχρήστευε την αρχή της βαλκανικής ισορροπίας ως προσδιοριστικού παράγοντα της εξωτερικής πολιτικής των βαλκανικών χωρών που παρέμεναν ακόμη ουδέτερες. Αυτό έγινε σύντομα φανερό τόσο στην ελληνική όσο και στη ρουμανική πολιτική.
Σε μια αποκλειστικά βαλκανική σύγκρουση, θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι η Ρουμανία θα υπερασπιζόταν τη βαλκανική ισορροπία που είχε προκύψει από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Αλλά η πολιτική της Ρουμανίας σε σχέση με τα Βαλκάνια αναπόφευκτα επηρεαζόταν από τα γενινότερα συμφέροντα της, οπότε θα έπρεπε να λάβει υπόψη τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, δεδομένου ότι οι βλέψεις της στην Τρανσυλβανία στρέφονταν κατά της Αυστρο-Ουγγαρίας.
Ετσι, με τη γενίκευση του πολέμου, το θέμα της βαλκανικής ισορροπίας δυνάμεων έχασε τη συμασία του για την Ρουμανία και η κυβέρνησή της αρνήθηκε να αποσαφηνίσει τη στάση της σχετικά με ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση κατά της Σερβίας. Γινόταν σαφές ότι η Ελλάδα, της οποίας τα συμφέροντα προς το παρόν ήταν αποκλειστικά στο βαλκανικό χώρο, δεν μπορούσε να βασισθεί στην υποστήριξη της Ρουμανίας, είτε κατά της Βουλγαρίας, είτε κατά της Τουρκίας, επειδή τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Ρουμανίας, αν και δεν συγκρούονταν, δεν συνέπιπταν εντελώς.
Ο Βενιζέλος υπολόγιζε σε μια προσωρινή ουδετερότητα, περιμένοντας νέες εξελίξεις ή αποβλέποντας στη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Entente. Η ανάμιξη της Βρετανίας στον πόλεμο ενθάρρυνε τον Βενιζέλο στην άποψη του υπέρ της εξόδου της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Entente. Η βασική του πολιτική καθοριζόταν από την πεποίθηση ότι, άσχετα από την έκβαση του πολέμου, στην Κεντρική Ευρώπη, η Βρετανία θα παρέμενε κυρίαρχη στην Εγγύς Ανατολή. Γι΄ αυτό, οι τύχες της Ελλάδας ήταν συνδεδεμένες με τις Δυτικές Δυνάμεις και ιδιαίτερα με τη Βρετανία.
Αντίθετα ο Κωνσταντίνος, ο κυριότερος πολιτικός του σύμβουλος και υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ και το Γενικό Επιτελείο, πεπεισμένοι για την τελική νίκη της Γερμανίας και ιδεολογικά προσανατολισμένοι προς το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα, υποστήριζαν πολιτική διαρκούς ουδετερότητας, αφού η ευπρόσβλητη από τη θάλασσα Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να πάρει το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων. Η βασική αυτή διαφορά απόψεων έγινε για πρώτη φορά φανερή σε σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου στις 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου, στην οποία ο Στρέιτ υποστήριξε τη πολιτική «διαρκούς ουδετερότητας».
Ο Βενιζέλος, ολοένα και περισσότερο ενοχλημένος από τη στράση του Στρέιτ, υποστήριξε ότι η ουδετερότητα θα έπρεπε να είναι προσωρινή και να εγκαταλειφθεί σε περίπτωση που η Βουλγαρία εξαπέλυε επίθεση κατά της Σερβίας, ή σε περίπτωση που οι δυνάμεις της Entente έκαναν ικανοποιητικές προτάσεις στην Ελλάδα για την έξοδό της στον πόλεμο στο πλευρό τους. Συνέπεια αυτής της διαφωνίας ήταν να υποβάλλει ο Στρέιτ την παραίτησή του. Ο Βενιζέλος όμως, που ήθελε να κερδίσει χρόνο και να προλάβει κυβερνητική κρίση, αρνήθηκε να την δεχτεί. Συγχρόνως, όμως, και ο βασιλιάς και το Γενικό Επιτελείο, επειδή φοβούνταν ότι η παραίτηση του Στρέιτ θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε αλλαγή της υφιστάμενης πολιτικής, τον πίεσαν να παραμείνει στην κυβέρνηση.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους