Η οικογένεια

Η οικογένεια στην ομηρική εποχή ταυτίζεται με το γένος, με έναν στέρεο δεσμό πίστης που περιβάλλει τα μέλης της. Μολονότι η οικογένεια είναι ανδροκρατική, δεν είναι σπάνιες οι εκδηλώσεις μιας συγκινητικής τρυφερότητας, όπως εκείνη που βασιλεύει στα ανάκτορα του Αλκίνοου στο νησί των Φαιάκων, στα δώματα της Πηνελόπης στην Ιθάκη, στο παλάτι του Πρίαμου στην Τροία ανάμεσα στον Έκτορα και την Ανδρομάχη.

Η οικογένεια
Γαμήλια σκηνή

Οι βασιλικές οικογένειες των ομηρικών επών είναι πλούσιες, δυνατές, πολυμελείς. Καθεμία μοιάζει με μικρή αυτόνομη πόλη, με κατοικίες χωριστές για τα μέλη και την ακολουθία της, τους δούλους, τα κοπάδια, τα χωράφια που εξασφαλίζουν οικονομική αυτάρκεια και ανεξαρτησία. Η θέση της γυναίκας στην ομηρική κοινωνία είναι τιμητική. Δεν κλείνεται στο σπίτι. Κυκλοφορεί ελεύθερη. Η ελευθερία τους βέβαια δεν είναι απόλυτη. Τα διαμερίματά τους, το φαγητό, το λουτρό τους είναι χωριστά. Αλλά και πάλι θα εμφανιστούν όταν οι άνδρες τελειώσουν το δείπνο τους να καθίσουν πλάι τους. Έπειτα, κάθε γυναίκα, βασίλισσα ή κόρη βασιλιά, κατέχει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Τα χέρια της είναι άξια στον αργαλειό και την ρόκα και ακόμη ξέρει να περιποιείται την ομορφιά της ως την τελευταία λεπτομέρεια.

Στην περίοδο που ακολουθεί την ομηρική εποχή, οι ριζικές διαφοροποιήσεις που συντελούνται σε όλους τους τομείς της ζωής, έχουν επιπτώσεις και στη συγκρότηση της οικογένειας. Δεν υπάρχει πια η οικογένεια του βασιλιά, το αρχοντικό του ηγεμόνα, με την αυτόνομη υπόσταση και την οικονομική αυτάρκεια. Δημιουργείται η πόλις-κράτος, ύψιστος θεσμός για τους Έλληνες, που έπρεπε να διατηρηθεί ανεξάρτητη και να συνεχίσει την λατρεία των θεών στα ιερά της. Ο γάμος, η οικογένεια, εξασφαλίζουν απογόνους και αποτελούν εγγύηση για την επιβίωση της πόλης. Γι’ αυτό οι αρχαίοι θεωρούσαν τον γάμο ιερό.

Ο γάμος

Στα μεθομηρικά χρόνια όταν ερχόταν η ώρα του κοριτσιού να παντρευτεί (ο Ησίοδος συμβούλευε τις γυναίκες να παντρεύονται ανάμεσα στα 16 και τα 20 χρόνια και τους άνδρες ανάμεσα στα 20 και τα 30 χρόνια), ο πατέρας γνωστοποιούσε την απόφασή του και καλούσε στο σπίτι εκείνους που θεωρούσε άξιους για γαμπρούς του. Εκείνοι πρόσφεραν δώρα άξια για τον πατέρα και την μέλλουσα νύφη. Βόδια και παχιά πρόβατα, ρούχα και καλοδουλεμένα κοσμήματα.

Κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας οι φιλοξενούμενοι έδειχναν τις ικανότητες τους, τη δύναμή τους, αλλά και την ευγένεια της ψυχής τους. Εκείνος που ξεχώριζε πρόσφερε δώρο στον μέλλοντα πεθερό του τα «έδνα». Ο πατέρας της κόρης ανταπέδιδε τα χαρίσματα με πλούσια δώρα, τα οποία, σε περίπτωση διάλυσης του γάμου έπρεπε να επιστραφούν.

Η κύρια τελετή του γάμου συνίσταται στην μεταφορά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού. Προηγείται ένα πλούσιο γεύμα, η «ειλαπίνη», που προσφέρει ο πατέρας της νύφης. Όταν έλθει το βράδυ, το ζευγάρι ανεβασμένο σε μια άμαξα, τριγυρισμένο από τους πυρσούς που κρατούν οι συγγενείς και οι φίλοι, πορεύεται στο νέο σπιτικό.

Καθώς η πομπή περνούσε μέσα από τους δρόμους, έρριχναν στους νεόνυμφους τα λεγόμενα κατασχύσματα, διάφορους καρπούς και έψελναν τραγούδια Υμέναιου. Στη στεφανωμένη πόρτα του γαμπρού στεκόταν η μητέρα του με αναμμένη δάδα, περιμένοντας την πομπή. Έρριχνε στο κεφάλι των νεονύμφων καρπούς σε ένδειξη αφθονίας, πλούτου και ευτυχισμένης ζωής. Η νύφη στεκόταν μπροστά στη νέα της εστία και άγγιζε την ιερή φωτιά. Οι νέοι σύζυγοι έκαναν σπονδή και δέηση στους Εφέστιους θεούς και η μητέρα του γαμπρού τους οδηγούσε στον θάλαμο. Με τα επαύλεια κλείνουν οι εορτές του γάμου. Συγγενείς και φίλοι επισκέπτονται τους νεόνυμφους, φέρνουν τα επαύλεια δώρα και το βράδυ ο πατέρας του γαμπρού ή ο ίδιος ο γαμπρός παραθέτει συμπόσιο.

Η οικογένεια
Σκηνή νοικοκυριού

Έτσι στηνόταν το νέο σπιτικό. Η οικοδέσποινα αναλάμβανε τα καθήκοντά της αυτά που τόσο ζωηρά περιγράφει ο Ξενοφών στον «Οικονομικό» του. Ο Ισχόμαχος λέει στη νεαρή γυναίκα του: «Πρέπει λοιπόν εσύ να μένεις στο σπίτι. Και όσους υπηρέτες έχουν δουλειά έξω από το σπίτι να τους στέλνεις στη δουλειά όλους μαζί, και όσους έχουν δουλειά μέσα, εσύ η ίδια να τους επιβλέπεις, τα πράγματα που φέρνουν εσύ να τα παραλαμβάνεις, να κανονίζεις αυτά που είναι να ξοδευτούν και όσα πρέπει να περισσέψουν να φροντίζεις να τα φυλάς. Γιατί δεν πρέπει σε ένα μήνα να ξοδέψουμε όσα πρέπει σε ένα χρόνο. Όταν σου φέρνουν μαλλιά να κοιτάζεις ποιοι χρειάζονται ρούχα. Και να φρονίζεις ώστε το σιτάρι να είναι κατάλληλο. Και αν κανένας δούλος αρρωστήσει, εσύ πρέπει να πάρεις όλα τα μέτρα για να γίνει καλά».

Η οικοδέσποινα λοιπόν, ενώ ο άνδρας είναι απασχολημένος με τις γεωργικές εργασίες, την εκκλησία του δήμου ή το δικαστήριο, κυριαρχεί μέσα στο σπίτι και έχει την επιστασία και την ευθύνη των οικογενειακών δούλων. Σε ένα σπίτι οι δούλοι είναι περίπου δέκα, ο θυρωρός, ο παιδαγωγός, ο μάγειρας, οι γυναίκες που καθαρίζουν στο σπίτι, φέρνουν νερό από την κρήνη με υδρίες, ζυμώνουν ψωμί, γνέθουν και υφαίνουν κάτω από επίβλεψη της οικοδέσποινας. Από τους δούλους, άλλοι έχουν γεννηθεί στο σπίτι, άλλοι αγοράζονται και γίνονται με ειδική τελετή μέλη της οικογένειας. Οι οικοδεσπότες σκορπίζουν στο κεφάλι του νέου δούλου σύκα και γλυκίσματα κοντά στην εστία του σπιτιού και του δίνουν ένα όνομα.

Η γέννηση

Σκοπός του γάμου ήταν η απόκτηση παιδιών. Τα αρσενικά παιδιά αποτελούσαν τιμητικό και λαμπρό απόκτημα, γιατί ο γιος συνέχιζε την οικιακή λατρεία και την επιμέλεια των ψυχών των προγόνων. Από την ομηρική ήδη εποχή πλήθος ιεροτελεστίες συνόδευαν και ακολουθούσαν τον ερχομό του νέου ανθρώπου στον κόσμο και την ένταξή του στην κοινωνική ομάδα. Σεβάσμιες θεές, η Διώνη, η Ρέα, η Αμφιτρίτη, η Ειλείθυια, βοηθούσαν την μητέρα στον τοκετό. Όταν γεννιόταν ένα παιδί, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια ακολουθούσαν μια διαδικασία που ονομαζόταν αμφιδρόμια.

Ο θάνατος

Ο θάνατος στον Όμηρο εμφανίζεται ως αδελφός δίδυμος του ύπνου. Ο Κάτω Κόσμος είναι φρικτός και αποτρόπαιος στα πέρατα του Ωκεανού. Αιώνιο σκοτάδι βασιλεύει εκεί και ο ήλιος δεν ανατέλλει ποτέ.

Η οικογένεια
Νεκρική σκηνή

Πρώτο μέλημα των συγγενών του νεκρού ήταν να τον πλύνουν, να τον ντύσουν με καθαρά φορέματα και να τον εκθέσουν σε μια κλίνη. Κοντά έπαιρναν θέση, συγγενείς, φίλοι και γυναίκες και μοιρολογούσαν. Η μεγαλύτερη όμως υποχρέωση απέναντι στον νεκρό ήταν η ταφή ή η καύση. Αφού πρόσφεραν θυσίες και πλούσιες προσφορές που τον ακολουθούσαν στην άλλη ζωή, τον μετέφεραν με μια άμαξα στον τόπο της ταφής. Οι πιο κοντινοί συγγγενίς τον τοποθετούσαν στον τάφο ή στην πυρά. Όταν οι φλόγες έσβηναν συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά σε τεφροδόχους, που τις έθαβαν σχηματίζοντας τύμβους από χώμα με μια στήλη στην κορυφή.

Στα κλασικά χρόνια έπλεναν τον νεκρό αρώματα και τον έντυναν με καθαρά σάβανα, τα οποία, σύμσύμφωνα νόμο του Σόλωνα, δεν έπρεπε να είναι περισσότερα από τρία. Του έβαζαν στο στόμα ένα οβολό, τα πορθμεία του Χάρου, όταν θα περνούσε στην πύλη του Άδη από την Αχερουσία λίμνη. Ό,τι αγαπούσε στη ζωή, πολύτιμα αντικείμενα, στολίδια, τον ακολουθούσαν στον τάφο του. Η ψυχή για τους αρχαίους ήταν μια ζωοποιός δύναμη, που κινούσε το σώμα, κατοικούσε μέσα σε αυτό, έβλεπε με τα μάτια του, άκουγε με τα αυτιά του. Με τον θάνατο έφευγε, για να κατοικήσει σε άλλο κόσμο, γι΄αυτό και πρόσφεραν στον νεκρό ό,τι είχε ανάγκη και αγαπούσε στη ζωή του, ρούχα, όπλα, κοσμήματα, τρόφιμα και ποτά.

Ακολουθούσε η πρόθεση, δηλαδή η έκθεση του νεκρού σε μία κλίνη με τα πόδια προς την πόρτα. Οι άνδρες ήταν ελεύθεροι να πλησιάσουν τον νεκρό, αλλά μόνο ορισμένες γυναίκες, εκείνες που είχαν μολυνθεί από το μίασμα του θανάτου, σύζυγος, μητέρα, αδελφές, κόρες, μπορούσαν να μείνουν πλάι του κατά την ύστατη αυτή στιγμή. Οι συγγενείς ήταν ντυμένοι με σκούρα ρούχα, συνήθως μαύρα, και έκοβαν τα μαλλιά τους σε ένδειξη πένθους. Ένα αγγείο, το «αρδάνιο», βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού με νερό που είχαν πάρει από τους γείτονες. Με αυτό το νερό ραντίζονταν και όσοι έβγαιναν από το σπίτι του νεκρού, για να αποβάλλουν το μίασμα του θανάτου.

Η ταφή γινόταν πριν ανατείλει ο ήλιος. Η νεκρική πομπή -προπορευόταν μια γυναίκα με τις προσφορές, ακολουθούσαν οι συγγενείς και φίλοι που περιστοίχιζαν την νεκρική κλίνη, και τέλος οι αυλητές- έφθανε στο νεκροταφείο, που βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης. Έθαβαν τον νεκρό ή τον έκαιγαν και επέστρεφαν στο σπίτι για να πλυθούν, για να εξαγνισθούν, για να παραθέσουν νεκρικό συμπόσιο. Την επόμενη μέρα το σπίτι ολόκληρο εξαγνιζόταν με θαλασσινό νερό. Συμπόσια και θυσίες ακολουθούσαν την τρίτη μέρα, την ένατη και την τριακοστή μέρα από τον θάνατο, καθώς και ύστερα από την συμπλήρωση ενός έτους. Στήλες επιτύμβιες υψώνονταν στους τάφους, ανάμνηση για τους αγαπημένους που έφυγαν.

Κάθε Φεβρουάριο, την τρίτη μέρα της εορτής των Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς, γίνονταν προσφορές στον Ερμή ψυχοπομπό και πρόσφεραν στον θεό πανσπερμία για την σωτηρία των νεκρών. Εκείνη την ημέρα έλεγαν «θύραζε καρές, ουκέτ’ Ανθεστήρια», δηλαδή «φύγετε, ψυχές, δεν είναι Ανθεστήρια». Πρόκειται για μια δοξασία ανάλογη με τη νεοελληνική για το Σάββατο της Πεντηκοστής, κατά το οποίο οι ψυχές, που έχουν έρθει στον Επάνω Κόσμο το Πάσχα, ξαναγυρίζουν στον Κάτω Κόσμο το Ψυχοσάββατο.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους