Η ναυμαχία του Κατάκολου αφορά σε μία σελίδα της ιστορίας μας, σχετικά άγνωστη, όταν ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη στις 30 Σεπτεμβρίου 1821 αντιμετώπισε σφοδρή επίθεση του Καρά-Αλή που με τα βαριά εξοπλισμένα σκάφη του έφερε σε δυσμενή θέση τους Έλληνες ναυτικούς. Στη ναυμαχία στον κόλπο του Κατακόλου, στις εκβολές του Αλφειού ποταμού, ενεπλάκησαν 12 ελληνικά πλοία και 11 βαριά εξοπλισμένα τουρκικά πλοία.
Την κρίσιμη στιγμή ο Σπετσιώτης Μπότασης επιχείρησε τόλμημα από το οποίο σώθηκε όλη η μοίρα. Όπως αναφέρεται, προχώρησε ταχύτατα με τη Νάβα του ανάμεσα από τουρκικά πλοία. Εκείνα αντί να στρέψουν τα πυροβόλα εναντίον του φοβούμενα ότι το Σπετσιώτικο πλοίο ήταν πυρπολικό έσπευσαν να απομακρυνθούν σε αρκετή απόσταση. Τότε ο Μπότασης εξαπέλυσε εκεί μια βάρκα γεμάτη από εύφλεκτες ύλες και της έβαλε φωτιά δημιουργώντας τεχνητό καπνό στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο καπνός ήταν τόσο πολύς ώστε μετά από λίγο τα πλοία έγιναν αφανή μεταξύ τους και ο Μπότασης γύρισε γρήγορα στα ελληνικά.
Οι Τούρκοι πιστεύοντας ότι η φλεγόμενη βάρκα ήταν το Σπετσιώτικο πλοίο φοβήθηκαν την εφόρμηση προς πυρπόληση και άρχισαν να κανονιοβολούν κατά της εστίας του καπνού και έτσι τα ελληνικά πλοία κατόρθωσαν να διαφύγουν ακτοπλοούντα και να περάσουν γύρω από το Κατάκολο.
Σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, «εν ώ δε ο εχθρικός στόλος διέπλεε την ελληνικήν θάλασσαν και κατέστρεφεν, ο ελληνικός διέμενεν άπλους. Τα πλοία, ως ιδιόστολα, ήσαν δικαίω τω λόγω και δυσκίνητα, αλλ’ ο μέγας κίνδυνος της πατρίδος έπεισε και ταύτην την φοράν τους γενναίους νησιώτας εις νέας χρηματικάς καταβολάς, δι’ ων εφοδιασθέντα 35 εξέπλευσαν προς τα δυτικά της Πελοποννήσου εις συνάντησιν των εχθρικών· συνεξέπλευσε κατά πρώτην φοράν και ο Ανδρέας Βώκος, και ο Μιαούλης ως απλούς πλοίαρχος. Ολίγον διέμεινεν ο εχθρικός στόλος εν Ζακύνθω, και απέπλευσε διευθυνόμενος εις Κωνσταντινούπολιν καθ’ όν καιρόν έπλεε προς τον κορινθιακόν κόλπον ο ελληνικός».
Για τις μέρες εκείνες ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Εν ώ δε τοιαύτα συνέβαιναν επί της ακτής της Ζακύνθου, πλοία του προς την Ύδραν και Σπέτσας πλέοντος ελληνικού στόλου έπεσαν υπό το σκότος της νυκτός εις το μέσον του εχθρικού μεταξύ Ζακύνθου και Γλαρέντσας και εκινδύνευσαν. Αλλά παρευρεθείς ο Μιαούλης εφάνη αυτοφυής ναύαρχος· έφερε τα πλοία όσον εδύνατο πλησιέστερον της πελοποννησιακής ξηράς, διέταξε να παραπλέωσι, και τοιουτοτρόπως τα μεγαλόσωμα εχθρικά, μη δυνάμενα να πλεύσωσιν εις ολιγοβαθή νερά, εκανονοβόλουν μακρόθεν όλον το νυχθήμερον επί ματαίω. Την δε επελθούσαν νύκτα διεξέπλευσαν τα ελληνικά σώα».
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών