Η ναυμαχία της Έλλης στις 3/16 Δεκεμβρίου 1912, ήταν η πρώτη από τις δύο κορυφαίες μάχες μεταξύ του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του Οθωμανικού Στόλου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και πραγματοποιήθηκε στην έξοδο των στενών των Δαρδανελλίων (ή Ελλησπόντου). Η ναυμαχία έληξε με τη νίκη του ελληνικού στόλου και τον εγκλεισμό του οθωμανικού εντός των Στενών.

Στις 8 το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου η «Σφενδόνη», που περιπολούσε έξω από τα Στενά αντιλήφθηκε τουρκικό αντιτορπιλλικό στην έξοδό του. Το πλησίασε και από απόσταση 3.000 μέτρων έριξε 4 οβίδες εναντίον του. Η «Λόγχη» που είχε στο μεταξύ ειδοποιηθεί έριξε άλλη μία. Στα πυρά των ελληνικών πλοίων απάντησαν τα φρούρια των Δαρδανελλίων με καταιγισμό βλημάτων. Τα δύο ελληνικά αντιτορπιλλικά, αφού ειδοποίησαν σχετικά τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη απομακρύνθηκαν και το τουρκικό ξαναμπήκε στα Στενά.
Το αντιτορπιλλικό αυτό ήταν προπομπός του καταδρομικού «Medjidieh» και των άλλλων τριών αντιτορπιλλικών της τάξεως «Nuhum-I-Hamihet», που μετά τη απομάκρυνση της ελληνικής περιπολίας επιχείρησαν έξοδο από τα Στενά. Στις 1:30 περίπου ενώ το «Medjidieh» επέστρεφε στη βάση του, έγινε αντιληπτό από τη «Σφενδόνη» και άρχισε ανταλλαγή πυρών, που έληξε στις 4:00 μμ. όταν το τουρκικό καταδρομικό ξαναμπήκε στα Στενά.
Στο μεταξύ ο Κουντουριώτης, μόλις έλαβε το σήμα της «Σφενδόνης» διέταξε να ετοιμαστούν τα πλοία που βρίσκονταν στο Μούδρο, (4 θωρηκτά και 4 «ανιχνευτικά») και στις 3 το απόγευμα ο ελληνικός στόλος απέλευσε για περιπολία μπροστά από τα Στενά. Η περιπολία κράτησε μέχρι το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου χωρίς να φανεί κανένα ίχνος του εχθρού.
Στις 8 το πρωί της μέρας αυτής, και ενώ ο ελληνικός στόλος εκτελούσε μια νέα διέλευση με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, έγινε αντιληπτή μια νέα έξοδος του τουρκικού στόλου. Αυτή τη φορά όμως μετά το «Medjidieh» και τα 3 αντιτορπιλλικά ακολούθησαν τα 4 θωρηκτά και στη συνέχεια αλλά 5 αντιτορπιλλικά. Τα τουρκικά θωρηκτά (κατά σειρά «H. Barbarossa», «Togrut Reis», «Messoudieh» και «Assar-I-Tewfik») προχωρώντας σε γραμμή παραγωγής πήραν κατεύθυνση προς τα βόρεια, παράλληλα με την ακτή, ενώ το «Medjidieh» και τα 8 αντιτορπιλλικά έμειναν πίσω κοντά στην έξοδο των Στενών.
Ο ελληνικός θωρηκτός στόλος (κατά σειρά «Αβέρωφ», «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Ψαρά») στράφηκε και αυτός προς τα βόρεια σε γραμμή παραγωγής, που σύγκλινε προς την εχθρική γραμμή. Τα τέσσερα ελληνικά «ανιχνευτικά» παρατάχθηκαν σε γραμμή παραγωγής 1.000 μέτρα αριστερά από τα θωρηκτά και ο στολίσκος των αντιτορπιλλικών ακόμη αριστερότερα.
Τα τουρκικά θωρηκτά άρχισαν πυρ στις 9:22 από απόσταση 12.500 μέτρων και τρία λεπτά αργότερα απάντησαν τα ελληνικά από απόσταση 12.000 μέτρων. Η μονομαχία των πυροβόλων συνεχίστηκε χωρίς κανένα αποτέλεσμα για δέκα λεπτά. Στις 9:35 ο «Αβέρωφ» ύψωσε το σήμα ότι καθιστά την κίνησή του ανεξάρτητη, αύξησε την ταχύτητά του στα 20 μίλια και, αφού διέγραψε πάω στο πέλαγος μια πολυγωνική τροχιά, βρέθηκε στις 9:55 σε απόσταση 4.600 μέτρων από το «H. Barbarossa» με κατεύθυνση προς τα νότια.
Η μοίρα των παλιών θωρηκτών συνέχισε την ανταλλαγή πυρών με τον εχθρικό στόλο, συνεπικουρούμενη και από ανιχνευτικά, όταν η θέση τους το επέτρεπε. Το «Messudieh», που είχε υποστεί βλάβη στις μηχανές με αποτέλεσμα να βγει από τη γραμμή του, δέχθηκε τα περισσότερα πλήγματα από τα ελληνικά παλαιά θωρηκτά και το ανιχνευτικό «Ιέραξ». Όταν ο Τούρκος ναύαρχος Ραμίζ μπέης αντιλήφθηκε τον «Αβέρωφ» να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση καταπάνω του, φοβήθηκε ότι τα τουρκικά θωρηκτά θα βαρεθούν μεταξύ δύο πυρών και διέταξε στροφή 180 μοιρών και είσοδο και πάλι στα Στενά.
Ο «Αβέρωφ» εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη του συγκριτικά ταχύτητα, τα καταδίωξε και τα πλησίασε σε απόσταση 2.850 μέτρων. Τα παλαιά θωρηκτά, που, ακολουθώντας την προς τα βορειοανατολικά συγκλίνουσα πορεία τους, είχαν φτάσει σε απόσταση 4.100 μέτρων από την εχθρική γραμμή, βλέποντας τη φυγή των Τούρκων έστρεψαν και αυτά προς τα νότια με διαδοχική στροφή προς τα αριστερά. Η κίνηση αυτή βέβαια τα απομάκρυνε από τον εχθρό αλλά ελάττωσε την αποτελεσματικότητα των πυρών τους, στην συνέχεια όμως δεν αμέλησαν και αυτά να λάβουν μέρος στην καταδίωξη. Στις 10: 25 περίπου, ο τουρκικός στόλος κατάφερε να διαφύγει και να εισέλθει στα Στενά.
Η ναυμαχία της Έλλης κράτησε περίπου μία ώρα, αλλά μόνο στο δεύτερο ημίωρο οι αποστάσεις των δύο στόλων μεταξύ τους επέτρεπαν αποτελεσματική χρήση του πυροβολικού τους. Η νίκη αναμφισβήτητα ανήκε στους Έλληνες, γιατί ο αντίπαλος υποχώρησε και τους άφησε το πεδίο της μάχης. Τα πυροβολικά των δύο στόλων υπήρξαν τη μέρα εκείνη περίπου ισοδύναμα, γιατί τα τουρκικά επάκτια πυροβόλα χρησιμοποιήθηκαν μόνο εναντίον του «Αβέρωφ» στην τελευταία φάση της καταδίωξης, ενώ τα ελληνικά θωρηκτά είχαν την επικουρική ενίσχυση του πυροβολικού των «ανιχνευτικών». Ο τουρκικός ελαφρός στόλοςδεν έλαβε μέρος στην ναυμαχία.
Τα πυρά των Τούρκων χαρακτηρίζονταν από αστοχία και σύγχυση κυρίως μετά τη διάσπαση της γραμμής τους. Η αποτελεσματικότητα πάλι των Ελλήνων πυροβολητών ήταν περιορισμένη γιατί είχαν τον ήλιο απέναντί τους. Επίσης είχαν χάσει πρόσκαιρα το πλεονέκτημα της ταχυβολίας του «Αβέρωφ», γιατί κατά τη διάρκεια της ανεξάρτητης κινήσης του τα κλείστρα των πυροβόλων τους είχαν πάθει εμπλοκή. Έτσι μπόρεσε να βάλει μόνο 127 βλήματα σε όλη τη ναυμαχία, ενώ η κανονική ταχυβολία του θα έπρεπε να του επιτρέψει την εκτέλεση τετραπλάσιων περίπου βολών.
Ο «Αβέρωφ» δέχθηκε 4 βλήματα μεγάλου διαμετρήματος και 15 περίπου από τα εχθρικά πλοία και τα επάκτια πυροβολεία. Έπαθε ελάχιστες ζημιές και οι απώλειες του πληρώματος του ανήλθαν σε 2 νεκρούς και 5 τραυματίες. Τα «Σπέτσαι» και «Ύδρα» δέχθηκαν συνολικά μόνο 5 βλήματα και τραυματίστηκε ελαφρά ένας μόνο ναύτης του «Σπέτσαι». Τα «Ψαρά» και τα «ανιχνευτικά» δεν δέχθηκαν κανένα εχθρικό βλήμα.
Ανεξακρίβωτος παραμένει ο αριθμός των βλημάτων που δέχθηκαν τα τουρκικά πλοία, αλλά οι ζημιές και οι απώλειες τους υπήρξαν, συγκριτικά, σημαντικές. Ο «Barbarossa» είχε 7 νεκρούς και απροσδιόριστο αριθμό τραυματιών. Έπαθε σοβαρέ ζημιές στους λέβητες και ένα πυροβόλο του των 280 χιλ. είχε αχρηστευθεί. Αντίθετα το «Togrut Reiss» , που δέχθηκε συγκεντρωμένα τα πυρά των τριών παλαιών θωρηκτών, είχε 51 νεκρούς και 41 τραυματίες, αλλά οι ζημιές του ήταν επουσιώδεις, γιατί χτυπήθηκαν κυρίως τα αθωράκιστα μέρη του. Ελάχιστες ζημιές είχε και το «Messudieh» αν και δέχθηκε τα περισσότερα βλήματα. Τέλος, το «Assar-I-Tewfik» δεν βλήθηκε καθόλου. Οι δύο στόλοι είχαν εκτελέσει κατά μέσο όρο 600 βολές ο καθένας.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους