Η κάθοδος του Αλέξανδρου στη Νότια Ελλάδα χωρίζεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε αμέσως με την ανάρρηση του στο θρόνο της Μακεδονίας. Μόλις ανέβηκε στον θρόνο αντιμετώπισε πλήθος αντιδράσεων και κινητοποιήσεων, έτσι έπρεπε να δράσει αστραπαία πριν προλάβουν όσοι είχαν εξεγερθεί να συνεννοηθούν μεταξύ τους, για να τον αντιμετωπίσουν όλοι μαζί.

Ωστόσο, από όλες τις ενέργειες του, που όλες τις διακρίνει μεγάλη σύνεση και διπλωματικότητα, φαίνεται ότι έστω και αν κατέβαινε με στρατό προς την Κεντρική Ελλάδα, επιθυμούσε απλώς να κάνει επίδειξη δύναμης και να αποφύγει πάσει θυσία συγκρούσεις. Βασικά τον ενδιέφερε να εξασφαλίσει τη θέση του ως «ηγεμόνας» των Ελλήνων και να καταστείλει ειρηνικά την αντίδραση των διαφόρων ελληνικών πόλεων, παραβλέποντας την στάση τους. Ενδιαφερόταν ακόμη να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των Θεσσαλών, που το ισχυρό ιππικό τους θα του ήταν απαραίτητο για τις επιχειρήσεις στην Ασία.
Ο Αλέξανδρος έφθασε στην Θεσσαλία, παρακάμπτοντας τα Τέμπη που τα φρουρούσαν οι Θεσσαλοί. Χρησιμοποιώντας μια διάβαση της Όσσας βρέθηκε στην πεδιάδα, στα νώτα των θεσσαλικών δυνάμεων. Κάλεσε τους ευγενείς Θεσσαλούς -τους φίλους του Φιλίππου που είχαν εν τω μεταξύ παραγκωνισθεί- και αφού τους υπενθύμισε την παλαιά «αφ’ Ηρακλέους» συγγένεια, την κοινή καταγωγή τους από τον Αχιλλέα, τον καλό τρόπο με τον οποίο τους είχε μεταχειρισθεί ο Φίλιππος και αφού τους έδωσε υποσχέσεις τους έπεισε να τον αναγνωρίσουν ως άρχοντα του Κοινού των Θεσσαλών και «ηγεμόνα» της συμμαχίας της Κορίνθου στη θέση του πατέρα του.
Οι Θεσσαλοί, όπως και οι Μαλιείς και άλλα μικρά φύλα στα βόρεια των Θερμοπυλών έδειξαν αμέσως την νομιμοφροσύνη τους στον Αλέξανδρο. Έτσι ταχύτατα ο τελευταίος έφθασε στις Θερμοπύλες όπου «των Αμφικτυόνων συνέδριον συναγαγών έπεισεν εαυτώ κοινώ δόγματι δοθήναι την των Ελλήνων ηγεμονίαν». Την αναγνώριση των Αμφικτυόνων την ήθελε ο Αλέξανδρος για λόγους γενικότερης πολιτικής, επιθυμούσε να αναγνωρισθεί όπως και ο Φίλιππος προστάτης του Ιερού των Δελφών.
Αμέσως ύστερα προχώρησε νοτιότερα και στρατοπέδευσε έξω από τη Θήβα. Ο πολεμικός πυρετός που είχε κυριεύσει ως εκείνη τη στιγμή τους Αθηναίους και τους Θηβαίους κόπασε. Οι Αθηναίοι μάλιστα, σύμφωνα με τον Διόδωρο, πήραν διάφορα μέτρα από φόβο μήπως τους επιτεθεί ο Αλέξανδρος και επιδιόρθωσαν και τα τείχη. Συγχρόνως έστειλαν πρεσβεία στον Αλέξανδρο. Πρόθεση τους ήταν να αποφύγουν να έρθουν σε ρήξη με τον Αλέξανδρο από φόβο μήπως τους αφαιρέσει τον Ωρωπό, που τους είχε παραχωρήσει πριν δύο χρόνια ο Φίλιππος. Ο Αλέξανδρος συγχώρησε και τους Αμβρακιώτες και τους Θηβαίους.
Ύστερα αφού ζήτησε από τις ελληνικές πόλεις συνέδρους στην Κόρινθο προχώρησε και ο ίδιος προς τα εκεί. Η Σπάρτη δεν έστειλε αντιπροσώπους. Στο Συνέδριο της Κορίνθου ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε ηγεμών της Συμμαχίας και συγχρόνως «στρατηγός αυτοκράτωρ», στον πόλεμο που θα αναλάμβαναν οι Έλληνες εναντίον των Περσών.Εκείνος θα προσδιόριζε και άλλες λεπτομέρειες της εκστρατείας, όπως τις δυνάμεις που έπρεπε να προσφέρει η κάθε πόλη. Στο Συνέδριο αποφασίσθηκε ότι κάθε ελληνικό κράτος που μετείχε θα ήταν αυτόνομο και δεν θα παρενέβαινε κανείς στα εσωτερικά του.
Πριν επιχειρήσει την εκστρατεία στην Ασία, ήταν ανάγκη ο Αλέξανδρος να εξασφαλίσει τα νώτα του. Έτσι πρώτα εξεστράτευσε εναντίον των Τριβαλλών, των Θρακών και των Γετών. Αυτή η εκστρατεία έδωσε αφορμή να κυκλοφορήσουν φήμες ότι δήθεν σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος και να δραστηριοποιηθούν ξανά οι αντιμακεδονικές παρατάξεις στη Νότια Ελλάδα. Έτσι προκλήθηκε η δεύτερη κάθοδος του Αλέξανδρου στη Νότια Ελλάδα. Στην Αθήνα η αντιμακεδονική κίνηση ήταν πολύ έντονη. Στη Θήβα επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Οι δημοκρατικοί που είχε εξορίσει ο Φίλιππος γύρισαν μια νύχτα στην πόλη και με τους ηγέτες της αντιμακεδονικής παράταξης προσπάθησαν να πείσουν τους πολίτες να πολεμήσουν και να διώξουν την μακεδονική φρουρά από την Καδμεία.
Για να εξουδετερώσουν οι Θηβαίοι την φρουρά της Καδμείας κατασκεύσαν διπλή σειρά από οχυρωματικά έργα, με τάφρουςκαι φράκτες από πασσάλους γύρω από τη νότια, ακάλυπτη πλευρά του τείχους έτσι ώστε η φρουρά να μην μπορέσει να επιχειρήσει έξοδο.
Μαθαίνοντας ο Αλέξανδρος τα γεγονότα των Θηβών, αποφάσισε να ενεργήσει άμεσα, πριν προλάβουν να ενωθούν Θηβαίοι, Αθηναίοι, Αιτωλοί, Πελοποννήσιοι, ίσως και Σπαρτιάτες που δεν τους δέσμευε καμία συμφωνία μαζί του. Την δέκατη τέταρτη μέρα από την ημέρα εκκίνησης του βρισκόταν έξω από τη Θήβα. Κανείς δεν πίστευε πως ο Αλέξανδρος ζούσε και μάλιστα πως είχε στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της.
Ο Αλέξανδρος δεν είχε σκοπό να συγκρουστεί με τους Θηβαίους γι’ αυτό και τους έδωσε την ευκαιρία να ορθοφρονήσουν. Τους κάλεσε να σεβαστούν την Συμφωνία της Κορίνθου και τους υποσχέθηκε γενική αμνηστεία. Η πόλη όμως των Θηβών του έστειλε μια θρασύτατη απάντηση. Τελικά την τέταρτη μέρα άρχισε η σύγκρουση που κατέληξε σύντομα στην άλωση της Θήβας. Μέσα σε μια μέρα η Θήβα, που δεν κατάφεραν να την καταλάβουν οι Σπαρτιάτες αν και επανειλημμένα το είχαν προσπαθήσει, έπεσε στα χέρια του Αλέξανδρου, γεγονός που έδειξε την μεγάλη υπεροχή του μακεδονικού στρατού.
Για την τύχη της Θήβας δεν θέλησε να πάρει ο ίδιος απόφαση, αλλά άφησε να την πάρουν οι εκπρόσωποι του Συνεδρίου της Κορίνθου. Εκείνοι θυμήθηκαν πως άλλοτε η Θήβα είχε μηδίσει και αποφάσισαν να κατασκαφεί η πόλη, εκτός από τους ναούς και να εξανδραποδισθούν οι κάτοικοι, εκτός από τους ιερείς, τους φίλους και συνεργάτες των Μακεδόνων. Επίσης, απαγορεύτηκε στις ελληνικές πόλεις να δώσουν άσυλο στους λίγους Θηβαίους που κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ο Αλέξανδρος ζήτησε να μην καταστραφεί το σπίτι του Πίνδαρου και να μην θιγούν οι απόγονοί του.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους