Η επίδραση του Ελληνισμού στους Ιουδαίους

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη διαίρεση του ανατολικού τμήματος του κράτους μεταξύ των Σελευκιδών στη Συρία και των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο ο εξελληνισμός των περιοχών αυτών όχι μόνο δεν διακόπηκε, αλλά συνεχίστηκε πιο έντονα. Οι συνέπειες του εξελληνισμού αυτού ήταν ιδιαίτερα αισθητές στους Ιουδαίους της Διασποράς, που βρίσκονταν παντού σχεδόν στα ελληνιστικά κράτη της Ανατολής. Η επίδραση του Ελληνισμού στους Ιουδαίους αυτούς ενισχύθηκε ιδιαίτερα με την πολιτική της θρησκευτικής ανοχής που εφαρμόστηκε από τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες.

Η επίδραση του Ελληνισμού στους Ιουδαίους

Επίσης στην ίδια κατεύθυνση συνήργησε η τακτική του αποικισμού, που είχαν εφαρμόσει ο Μέγας Αλέξαδρος και οι διάδοχοί του εγκαθιστώντας Έλληνες αποίκους, εμπόρους, κυρίως στις χώρες που κατακτούσαν (στην Παλαιστίνη εγκαθίστανται οι πρώτοι άποικοι τον 3ο π.Χ. αιώνα) και από τον 1ο μ.Χ. αιώνα η συνεχής ενθάρρυνση του εξελληνισμού από τους Ρωμαίους.

Η επίδραση του Ελληνισμού στους Ιουδαίους της ελληνιστικής περιόδου αρχίζει στο επίπεδο της πολιτικοκοινωνικής ζωής, για να κορυφωθεί στα γράμματα και στη θρησκεία ειδικότερα. Η επαφή του Ελληνισμού με τον Ιουδαϊσμό και στο πολεμικό επίπεδο είχε τόσο βαθιές επιπτώσεις στη θρησκευτική ζωή του Ιουδαϊσμού, ώστε να υποστηρίζεται ότι βασικές ιδέες και γεγονότα του Ιουδαϊσμού, όπως η αντίληψη του ιερού πολέμου και η όλη διεξαγωγή της Μακκαβαϊκής επανάστασης, να οφείλονται ουσιαστικά στην επίδραση που είχαν στην συνείδηση των Ιουδαίων οι ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις στην Ανατολή.

Μία άλλη καθαρά περιοχή κοσμικής επιρροής με σοβαρές θρησκευτικές επιπτώσεις για τον Ιουδαϊσμό είναι η οικονομία και η πολιτική διοίκηση. Οι «τελώναι», που αποτελούν έναν από τους πιο γνωστούς από την Καινή Διαθήκη θεσμούς του περιβάλλοντος του Ιησού μαρτυρούνται ήδη στους «πάπυρους Ζήνωνος» σε σχέση με την οικονομική νομοθεσία των Πτολεμαίων στις εμπορικές περιοχές της Γάζας και των Τύρων.

Παράλληλα, στον διοικητικό τομέα υποστηρίζεται σήμερα ότι ο τρόπος διοίκησης του Ναού των Ιεροσολύμων ανάγεται στη διοίκηση των Πτολεμαίων. Γενικά η οικονομική, διοικητική και κοινωνική κατάσταση, που πλαισιώνει τη δράση και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού ανάγεται στην ελληνική διοίκηση της Ιουδαίας. Είναι μια μορφή πολιτισμού που προσφέρει με τους θεσμούς, την ορολογία κλπ, τα μέσα έκφρασης και παράστασης βασικών θεολογικών αληθειών, κεντρικής σημασίας για τον αρχικό Χριστιανισμό.

Ο ελληνιστικός πολιτισμός δεν ήταν καθόλου ένα αποκλειστικά στρατιωτικό, πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο. Ήταν η έκφραση μια δύναμης που αγκάλιαζε σχεδόν κάθε σφαίρα ζωής. Ήταν μια δύναμη συνθετικής πληρότητας, μια έκφραση της δύναμης του ελληνικού πνεύματος που διαπερνούσε και διαμόρφωνε τα πάντα, σύμφωνα με τον M. Hengel. Η επίδραση του ελληνικού πνεύματος στην περιοχή των γραμμάτων, της τέχνης, της φιλοσοφίας και της θρησκείας ήταν σημαντική για τον Ιουδαϊσμό.

Η διείσδυση της ελληνικής παιδείας στον Ιουδαϊσμό όχι μόνο της Διασποράς, αλλά και της Παλαιστίνης αρχίζει πολύ νωρίς. Η ελληνική γλώσσα είναι γνωστή στους αριστοκρατικούς και στρατιωτικούς κύκλους του Ιουδαϊσμού της Παλαιστίνης ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα και τελικά πέρασε και στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Ο μεγάλος αριθμός ελληνικών λέξεων που προσέλαβε στη συνέχεια η ταλμουδική γραμματεία και η παράλληλη υιοθέτηση ελληνικών ονομάτων συνεχίζονται και μετά την επανάσταση των Μακκαβαίων. Μαζί με την υιοθέτηση της γλώσσας μεταφέρεται στους Ιουδαίους και η ελληνική παιδεία γενικότερα σε τέτοιο σημείο, ώστε το 175π.Χ. μέσα στην καρδιά των Ιεροσολύμων να ανεγείρεται από τον αρχιερέα Ιάσονα γυμνάσιο για να λειτουργήσει παράλληλα ίσως και ελληνικό σχολείο που θα βοηθήσει και στην ανάπτυξη της μελέτης του Ομήρου.

Η εξάπλωση της ελληνικής παιδείας κάλυπτε τα ανώτερα στρώματα της ιερατικής και στρατιωτικής αριστοκρατίας και απέβλεπε σε ευρύτερης σημασίας πολιτικούς σκοπούς, όπως η οργάνωση των Ιεροσολύμων στα πρότυπα της ελληνικής «πόλης». Αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μεταξύ των Ιουδαίων από το ένα μέρος μιας κίνησης ελληνικού «διαφωτισμού», που τον χαρακτηρίζει αποστροφή κατά της ιουδαϊκής παράδοσης και των διατάξεων του Νόμου, που θεωρούνταν από αυτούς εμπόδια στην πολιτισμική και οικονομική τους ανάπτυξη και οδηγούν τελικά στην μεγάλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Αντίοχου Δ’, ενώ από το άλλο μέρος στην ανάπτυξη ισχυρού μισελληνισμού στις κατώτερες κοινωνικά τάξεις, ο οποίος είχε συγκλονιστικά αποτελέσματα αργότερα. Η ίδια στενή επαφή με τον Ελληνισμό οδηγεί και στην γένεση της ραββινικής παράδοσης που έρχεται να προβάλει τη μελέτη του Νόμου σαν αντιπερισπασμό στην μελέτη του Ομήρου και των Ελλήνων κλασικών.

Η διείσδυση της ελληνικής παιδείας οδηγεί βαθμιαία στην εμφάνιση μιας πολιτιστικής κατάστασης, που θα έχει μεγάλη σημασία στις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού: στην ύπαρξη μιας ομάδας με διπλό γλωσσικό ιδίωμα εβραϊκό-αραμαϊκό και ελληνικό. Σε αυτούς τος Ιουδαίους «Ελληνο-παλαιστίνιους» περιλαμβάνεται σειρά ολόκληρη διαπρεπών και ηγετικών πολιτικών και θρησκευτικών μορφών του Ιουδαϊσμού, από τους οποίους προέρχονται πρόσωπα σημαντικά στην ιστορία του αρχικού Χριστιανισμού, γνωστά από την Καινή Διαθήκη, όπως ο Ιωάννης Μάρκος, ο Σιλουανός ή Σίλας, ο Ιούδας Βαρσαββάς και άλλοι.

Το φαινόμενο αυτό της διγλωσσίας έχει τόση μεγάλη σημασία για τον αρχικό Χριστανισμό, ώστε να γεννιέται το ερώτημα, αν ορισμένοι από το άμεσο περιβάλλον του Ιησού Χριστού δεν ανήκαν σε αυτόν τον κύκλο των δίγλωσσων και ακόμη αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν γνώριζε, έστω και εν μέρει, την ελληνική γλώσσα. Η αναμφισβήτητη προέλευση του Αποστόλου Παύλου από έναν τέτοιο κύκλο είναι αποφασιστικής ιστορικής σημασίας.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους