Η ελληνική πνευματική παράδοση άσκησε αποφασιστική επιρροή στη διαμόρφωση τόσο του βυζαντινού κράτους όσο και του πνευματικού υπόβαθρου του βυζαντινού κόσμου. Την αντανάκλαση της διακρίνουμε στη βυζαντινή πολιτική θεωρία, στη σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας, στην αξία που αποδίδεται στην κλασική παιδεία, στη διαφύλαξη του πλούτου της ελληνικής γραμματείας και τέλος, στην επιβίωση ορισμένων αντιλήψεων, οι οποίες εμπόδισαν το μοναρχικό πολίτευμα να μεταβληθεί σε δεσποτικό, τυραννικό καθεστώς.
Η πολιτική φιλοσοφία της ύστερης αρχαιότητας και γενικά η ελληνική πνευματική παράδοση σχημάτισαν το υπόβαθρο της πολιτικής θεωρίας των Βυζαντινών, όταν στην ακτή του Βοσπόρου ιδρύθηκε η νέα πρωτεύουσα. Ταυτόχρονα η χριστιανική σκέψη προσέφερε και αυτή τη δική της συμβολή, ώστε το βυζαντινό πολιτικό ιδεώδες αποκορυφώθηκε στη θεωρία, κατά την οποία ο ανώτερος επί γης άρχων «εκ Θεού το άρχειν λαχών», οφείλει να είναι «μίμημα» και «εικών» του Θεού και να κοσμείται με τις ύψιστες ηθικές αρετές. Οι απόψεις αυτές αναπτύχθηκαν κατά τον 4ο αιώνα από εθνικούς λόγιους και χριστιανούς πατέρες, ενέπνευσαν το νομοθετικό έργο των αυτοκρατόρων και αποτέλεσαν μέχρι των τελευταίων ημερών της αυτοκρατορίας τα απαραβίαστα πλαίσια, μέσα στα οποία έπρεπε να κινηθεί ο άξιος του ονόματος ηγεμόνας.
Πρωτεργάτης της χριστιανικής πολιτικής θεωρίας ήταν ο Ευσέβιος Καισάρειας ο οποίος καθορίζει τον χαρακτήρα της επίγειας μοναρχίας, «εικόνος της βασιλείας του Πατρός» και σκιαγραφεί την μορφή του ιδεώδη χριστιανού μονάρχη ως «μίμηση» του Θεού-Λόγου. Ο αυτοκράτορας μολονότι είναι υπεράνω των νόμων, δεν μπορούσε να νομοθετεί όπως ήθελε. Έπρεπε να μην παραβαίνει τις επιταγές του δικαίου και της ηθικής, να μην ενεργεί κατά τρόπο αταίριαστο προς την αναγνωρισμένη πολιτική τάξη, να μην προσκρούει στο δόγμα, στην παράδοση, στην διδασκαλία της Εκκλησίας. Το φυσικό δίκαιο και η ηθική, η χριστιανική διδασκαλία και η πνευματική κληρονομιά της αρχαιότητας, η πολιτική και κοινωνική αναγκαιότητα καθορίζουν τα πλαίσια, μέσα στα οποία ο βυζαντινός αυτοκάτορας είχε τη δυνατότητα να κινηθεί.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν στο μεσογειακό χώρο επικρατούσαν τα μοναρχικά πολιτεύματα, πολιτικοί φιλόσοφοι ασχολήθηκαν, ιδίως κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα, με την διατύπωση των αρχών του ιδεώδους μοναρχικού πολιτεύματος και των αρετών του ηγεμόνα. Οι απόψεις τους επηρέασαν την πολιτική φιλοσοφία των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Κοινός τόπος στους συγγραφείς του 4ου αιώνα είναι η θεωρία περί του βασιλέως, ως «έμψυχου νόμου», η οποία ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες αποφεύγουν να ταυτιστούν με τον έμψυχο νόμο και προτιμούν να χαρακτηρίσουν την αρχή τους ως «έννομον επιστασίαν».
Η αυτοκρατορική νομοθεσία, από την πρώτη περίοδο ως τους τελευταίους αιώνες, δεν παύει να διακηρύσσει ως θεεμλιώδεις αρχές του βυζαντινού πολιτεύματος, τη δικαιοσύνη και την φιλανθρωπία. Η ιδιότητα του φιλάνθρωπου αποδόθηκε σε ορισμένες θεότητες του αρχαίου κόσμου, όπως ο Προμηθέας, ο Ερμής, ο Έρωτας. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους προβλήθηκε ως ιδιότητα των βασιλέων της εποχής εκείνης και θεωρήθηκε ως γώρισμα του καλού ηγεμόνα.
Σαφώς διαγράφεται από την βυζαντινή πολιτική φιλοσοφία μεταξύ τυράννου και βασιλέως η διάκριση, η οποία έχει την αφετηρία της στα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Κοινός τόπος της βυζαντινής ιστοριογραφίας, ο όρος «τύραννος», «τυραννίς», χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον μονάρχη εκείνον που ξεφεύγει από τα πλαίσια της χρηστής, σώφρονος, δίκαιης άσκησης της εξουσίας, εκείνον που απομακρύνεται από το δίκαιο και την ηθική και κυβερνά κατά την κρίση του.
Η επίδραση της ελληνικής πολιτικής σκέψης γίνεται αντιληπτή όχι μόνο στην θεωρία αλλά και στην πράξη του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα. Βέβαια το άτομο είναι υπήκοος μοναρχικού κράτους, αλλά δεν έχουν λησμονηθεί τελείως οι αρχές που διασφαλίζουν στον ελεύθερο πολίτη των ελληνικών πολιτειών σεβασμό και προστασία. Έλλειψη φανατισμού, μετριοπάθεια και διάθεση συνεργασίας με τους εκπροσώπους της αντίπαλης θρησκείας χαρακτηρίζουν τους πνευματικούς ηγέτες της εποχής, χριστιανούς και εθνικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτοκράτορες του 4ου αιώνα βρίσκονται σε επικοινωνία με μεγάλες σύγχρονες πνευματικές φυσιογνωμίες, χριστιανικές και εθνικές, και συχνά έχουν ως συνεργάτες τους στην αυλή ή στη διοίκηση του κράτους πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν προσχωρήσει στον Χριστιανισμό.
Ιεράρχες ή πνευματικές προσωπικότητες μεγάλου κύροους δεν διστάζουν να εκφράσουν τις απόψεις τους σε φλέγοντα πολιτικά ή κοινωνικά προβλήματα, να αναλάβουν την υπεράσπιση των υπηκόων που κινδυνεύουν και αρκετές φορές να αντιταχθούν απροκάλυπτα στα αυτοκρατορικά κελεύσματα, όταν κρίνουν ότι αυτά αντιβαίνουν στο δίκαιο ή την ηθική. Η σθεναρή στάση εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων απέναντι στα κελεύσματα της Πολιτείας ούτε φαινόμενο μεμονωμένο υπήρξε ούτε περιορισμένο χρονικά, αλλά διαρκεί καθ’ όλη τη βυζαντινή ιστορία. Η παρουσία μάλιστα στους κόλπους της Εκκλησίας δύο ρευμάτων, από τα οποία το ένα υποδέχεται την κρατική παρέμβαση, ενώ το άλλο αξιώνει την πλήρη ανεξαρτησία της Εκκλησίας, απέβη σημαντικός παράγοντας του βυζαντινού πολιτικού βίου.
Χριστιανισμός και ελληνική παράδοση
Στην ελληνική Ανατολή, μετά την αναπόφευκτη αντίδραση των οπαδών του Χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώτους αιώνες απέναντι στην ελληνική πνευματική παράδοση, επικράτησε διαλλακτικότερο πνεύμα. Η εξάπλωση του Χριστιανισμού σε ευρύτερα στρώματα επέφερε αυτόματα χαλάρωση της αυστηρότητας, ενώ για την καταπολέμηση της παλαιάς θρησκείας θεωρήθηκε αναγκαία η προσέγγιση προς την αρχαία σκέψη και το πολιτιστικό κλίμα. Η φοίτηση στα σχολεία, τα οποία συνέχιζαν ταα παλαιά εκπαιδευτικά προγράμματα, κρίθηκε απαραίτητη για την πολιτική και κοινωνική σταδιοδρομία των νέων.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν ότι κατά τον 4ο αιώνα τόσο ο Χριστιανισμός όσο και η αρχαία θρησκεία αντιμετώπιζαν εσωτερικές αντιθέσεις. Οι χριστιανοί ήταν διαιρεμένοι σε πιστούς της ορθοδοξίας και σε οπαδούς διαφόρων αιρέσεων, ενώ οι εθνικοί του ανατολικού τμήματος διακρίνονταν, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, στους πιστούς του Ελληνισμού και σε εκείνους που ευνοούσαν τον πολιτικό εκρωμαϊσμό της Ανατολής.
Το γεγονός ότι η Εκκλησία χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα και μάλστα στην απλούστερη μορφή της, συνέβαλε στην μελέτη των προτύπων της κλασικής αρχαιότητας. Εξάλλου η ανάγκη καταπολέμησης των ποικίλων αιρέσεων των πρώτων αιώνων ωθούσε τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς στη σπουδή της ελληνικής φιλοσοφίας και μάλιστα της νεοπλατωνκής. Έτσι -επίτευγμα θαυμαστό του ελληνικού πνεύματος- πραγματοποιείται ο συγκερασμός του αρχαίου πολιτισμού και της πίστεως.
Είναι αλήθεια ότι δεν έλειψαν μεμονωμένες καταστροφές εθνικών ιερών, ιδιαίτερα από τότε που η πολιτεία έλαβε νομοθετικά μέτρα κατά της αρχαίας θρησκείας και των πολιτιστικών εκδηλώσεων που ήταν στενά συνυφασμένες με αυτήν. Ευθύς εξ αρχής, όμως, δόθηκε η δυνατότητα να διατηρηθούν οι αρχαίοι ναοί, μετατρεπόμενοι σε χριστιανικούς και έτσι διασώθηκαν μεταξύ άλλων ο Παρθενώνας και ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο) στην Αθήνα. Στον χώρο των αρχαίων ιερών ιδρύθηκαν χριστιανικές εκκλησίες, στις οποίες χρησιμοποιήθηκε συχνά το παλαιό αρχιτεκτονικό και γλυπτικό υλικό, όπως μαρτυρούν τα μνημεία του μεσογειακού χώρου.
Η κυρίαρχη θέση της ελληνικής στην Ανατολή υποχρέωσε την πολιτεία όχι μόνο να την αναγνωρίσει ως επίσημη γλώσσα, αλλά και να αντικαταστήσει με αυτήν την λατινική, επίσημη αρχικά και στο ανατολικό τμήμα του κράτους. Η ελληνική απέβη εξαρχής γλώσσα της Εκκλησίας. Τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων, οι Επιστολές του Παύλου και των άλλων Αποστόλων γράφηκαν σε αυτήν. Η ερμηνεία των Γραφών, η ανάπτυξη του δόγματος, οι κανόνες του ασκητικού βίου εκτίθενται από τους Πατέρες στην ελληνική. Λειτουργία και εκκλησιαστικοί ύμνοι και πάλι σε αυτήν συντάσσονται. Έτσι η ελληνική, γλωσσικό όργανο και της Εκκλησίας, συμβάλλει στον εξελληνισμό και των ξένων πληθυσμών και αποβαίνει ο συνεκτικός κρίκος μεταξύ των λαών του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας.
Η αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας κατά τον 4ο αιώνα προήγαγε τη συνεργασία κράτους και εκκλησίας. Η εγκατάλειψη των παλαιών θρησκειών και η αποδοχή νέας κοινής πίστης από τον πληθυσμό οδήγησε σε εγγύτερη προσέγγιση τους λαούς. Έτσι η κοινή θρησκευτική πίστη έγινε πνευματικό στοιχείο ενότητας της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ο συγκερασμός σε μια ενότητα πολιτική και πολιτιστική όλων αυτών των παραγόντων αποτέλεσε τον νέο κόσμο, τον βυζαντινό, με νέα πίστη, την χριστιανική, νέα πολιτική θεωρία, της οικουμενικής μοναρχίας και της διακυβέρνησης του κράτους από ηγεμόνα που έχει αναδειχθεί «θεία χάριτι» και εκπροσωπεί τον Θεό επί της γης, με νέα κρατική οργάνωση, νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές κατευθύνσεις, αλλά με βαθιές ρίζες στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, πολιτειακή και πολιτιστική. Αποφασιστικός παράγοντας υπήρξε αναμφίβολα η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η μεταφορά του κέντρου της αυτοκρατορίας στο ανατολικό τμήμα.
Με πληροφορίες: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους