Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, η στρατιωτική επανάσταση που ξέσπασε στην Ελλάδα ανάγκασε τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ σε παραίτηση και οδήγησε τους κρατούμενους, ως υπαίτιους για την Μικρασιατική Καταστροφή, υπουργούς σε δίκη. Είναι η Δίκη των Εξ (οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, αλλά οι έξι καταδικάστησκαν σε θάνατο).

Η αρχική σκέψη της επανάστασης ήταν να προσαχθούν οι κρατούμενοι στο πολεμικό πλοίο «Λήμνος» στον Πειραιά και να εκτελεσθούν εκεί, μετά από συνοπτική διαδικασία, είχε εγκαταλειφθεί. Η μετριοπαθέστερη μερίδα των Φιλελευθέρων, την οποία εκπροσωπούσε ο στρατηγός Δαγλής, δεν συμφωνούσε με αυτή τη διαδικασία και, το κυριότερο οι Πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας είχαν εκφράσει την απόλυτη αντίθεση τους στις εκτελέσεις κατά την πρώτη συνάντηση τους με τους ηγέτες του κινήματος στις 15/23 Σεπτεμβρίου 1922. Στη συνάντηση αυτή ο Γονατάς και ο Πλαστήρας συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι σε τακτικό δικαστήριο. Την απόφαση γνωστοποίησε στις εφημερίδες η επανάσταση στις 16/29 Σεπτεμβρίου με ανακοινωθέν του Γραφείου Τύπου της Επαναστατικής Επιτροπής. Στις 12/25 Οκτωρίου 1922 η επανάσταση ανακοίνωσε τη σύσταση έκτακτου στρατοδικείου που θα δίκαζε τους υπεύθυνους της καταστροφής.
Ο Θ. Πάγκαλος ανέλαβε την προεδρία της ανακριτικής επιτροπής, η οποία σε δύο εβδομάδες υπέβαλε το πόρισμά της. Το πόρισμα ζητούσε την παραπομπή σε στρατοδικείο των Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή, Ξ. Στρατηγού, Μ. Γούδα, Ν. Στράτου, Ν. Θεοτόκη, και Γ. Χατζανέστη, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Οι οκτώ κατηγορούμενοι «εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου… παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου».
Στη συνέχεια το κατηγορητήριο προσδιόριζε δεκατέσσερα συγκεκριμένα «μέσα» που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι κατά τη τέλεση του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας. Μεταξύ αυτών ήταν ότι αγνόησαν τις προειδοποήσεις της Entente ως προς τις συνέπειες που είχε για την Ελλάδα η επιστροφή του Κωνσταντίνου, δεν του υπέδειξαν μετά την επιστροφή του να παραιτηθεί, τοποθέτησαν απειροπόλεμα στελέχη επικεφαλής του στρατού, διεξήγαγαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 1921 με τρόπο ώστε να προκληθούν ήττες, απώλειες και κλονισμός του ηθικού του ελληνικού στρατού. Προέβησαν σε διοροσμό του Χατζανέστη, «γνωστού εις πάντας κα εις υμάς ως ανισορρόπου και διαλυτικού στοιχείου», στη θέση του αρχιστρατήγου. Απέσπασαν από τη Μικρά Ασία και έστειλαν στη Θράκη στρατιωτικές δυνάμεις «προς παιδαριώδη σκοπόν».
Την προεδρία του στρατοδικείου ανέλαβε ο Α. Οθωναίος. Η τελική του σύνθεση ήταν ως εξής: Θ. Χαβίνης, Ανδρ. Παναγιωτόπουλος και Μ. Ζωγράφος (συνταγματάρχες), Κ. Μανέτας (αντισυνταγματάρχης), Χαρ. Γραβάνης, Η. βαμβακόπουλος, και Λέων. Κανάρης (ταγματάρχες), Βυρ. Καραπαναγιώτης (λοχαγός), Κ. Τσερούλης (στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος), Ι. Γιαννικώστας (πλοίαρχος), Κ. Φραγκόπουλος και Γ. Σκανδάλης (αντιπλοίαρχοι).
Η δίκη άρχισε στις 31 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου και ολοκληρώθηκε μετά από 14 συνεδριάσεις στις 14/27 Νοεμβρίου. Το στρατοδικείο ασχολήθηκε καταρχήν με την εξέταση -και απόρρριψη- της ενστάσεως αναρμοδιότητας και εκείνης του περιορισμού της ευθύνης των κατηγορουμένων κατά τον χρόνο της υπουργικής τους ευθύνης, που είχε υποβάλει η υπεράσπιση. Ακολούθησε η εξέταση δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας και δώδεκα υπεράπισης -κατά πλειοψηφία στρατιωτικών και στις δύο περιπτώσεις- οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις των επιτρόπων της επανάστασης και των συνηγόρων.
Για την απόφαση του στρατοδικείου δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες ούτε πριν την έναρξη της δίκης ούτε κατά τη διάρκεια της. Παρά τις αναμφισβήτητες ευθύνες των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική καταστροφή, η παραπομπή τους με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η καταδίκη τους με βάση το κατηγορητήριο αυτό, υπήρξαν πράξεις σκοπιμότητας, «εθνικής σκοπιμότητας», όπως, πολύ εύστοχα, παραδέχθηκε αργότερα τόσο ο Πάγκαλος όσο και οι περισσότεροι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές ή μελετητές των γεγονότων της εποχής εκείνης. Το γεγονός ότι «η Δίκη των Εξ» υπήρξε δίκη σκοπιμότητας, δεν περιορίζει, αλλά αντίθετα τονίζει τη σημασία της και τα ογκώδη πρακτικά της αποτελούν μία από τις πολυτιμότερες πηγές για την μελέτη της περιόδου.
Το κατηγορητήριο -τυπικά αστήρικτο γιατί η κατεχόμενη από τον ελληνικό στρατό περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας δεν ήταν ελληνικό έδαφος ούτε κατά το διεθνές ούτε κατά το ελληνικό Δίκαιο- παρέμεινε και ουσιαστικά αστήρικτο μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, εφόσον κανένα στοιχείο της διαδικασίας αυτής δεν προέκυψε η έννοια του δόλου των κατηγορουμένων. Χωρίς όμως τον δικαιωτικό μύθο της «εσχάτης προδοσίας» των διαχειριστών της εξουσίας κατά τη διετία 1920-1922 και την αποκλειστική τους ευθύνη για την καταστροφή, δεν ήταν δυνατόν να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει», στο οποίο κατέληγε το πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής, και, το κυριότερο, δεν ήταν δυνατόν να καλυφθεί το κενό που η πιεστική παρουσία του μπορούσε να οδηγήσει στο ουσιαστικό ερώτημα: «τι πταίει».
Κατά τη διάρκεια της δίκης, η κατηγορία προσπαθούσε ουσιαστικά να αποδείξει δύο πράγματα: ότι η στρατιωτική ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου βάρυνε αποκλειστικά την ανώτατη ηγεσία των ελληνικών δυνάμεων υπό τον αρχιστράτηγο Χατζανέστη και ότι, γενικότερα, η θέση αδυναμίας στη οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της απομόνωσης της από την Entente, μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου και της «αυτοτελειακής πολιτικής» που υιοθέτησε ο κωνσταντινισμός.
Η υπεράσπιση από την άλλη πλευρά, επιχειρούσε να αντικρούσει σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο το πρώτο σκέλος της κατηγορίας και να αποδείξει, ως προς το δεύτερο, ότι οι κατηγορούμενοι δεν ακολούθησαν αυτοτελειακή πολιτική (πράγμα που ήταν σωστό) και ότι η στάση της Entente δεν άλλαξε μετά την μεταπολίτευση (πράγμα που δεν ήταν σωτό).
Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας αφιερώθηκε στην εξέταση των στρατιωτικών αιτίων της καταστροφής, το κύριο χαρακτηριστικό της δίκης αυτής ήταν ακριβώς η σύμπτωση απόψεων, η αποδοχή κονών πλαισίων τόσο από την κατηγορία όσο και από την υπεράσπιση στο ζήτημα των σxέσεων της Ελλάδας με τη Entente. Χωρίς την καλή διάθεση των Δυνάμεων η Ελλάδα δεν ήταν «σοβαρόν έθνος», όπως υποστήριζε ο Γούναρης, ούτε η ελληνική διπλωματία μπορούσε να παίζει το ρόλο «Μεγάλης Δύναμης», σύμφωνα με τον επίτροπο Ν. Ζουρίδη.
Η απόφαση του στρατοδικείου ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο του στρατηγό Οθωναίο τις πρωινές ώρες της 15/28 Νοεμβρίου. Έκρινε ενόχους όλους τους κατηγορούμενους και καταδίκασε παμψηφεί σε θάνατο τους Γ. Χατζανέστη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπλατατζή και Ν. Θεοτόκη, και σε ισόβια δεσμά τους Μ. Γούδα και Ξ. Στρατηγό, «οι οποίοι εξετέλεσαν τας ανωτέρω πράξεις εν μετρία συγχύσει». Η απόφαση του στρατοδικείου εκτελέστηκε στις 11:30 το πρωί της επόμενης μέρας, 15/28 Νοεμβρίου.