Η «ανάκτηση» του Ιουστινιανού

Μετά το τέλος του πολέμου εναντίον των Βανδάλων στην Αφρική η «ανάκτηση» του Ιουστινιανού επεκτάθηκε βορειότερα, στην Ιταλία, και δυτικότερα, στην Ισπανία. Έβλεπε με τα δικά του μάτια πως ήταν εφικτό να ανακτήσει τα εδάφη που κατείχε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην ακμή της. Γι΄αυτό έβαλε σε εφαρμογή δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Δύση.

Η «ανάκτηση» του Ιουστινιανού
Ο Ιουστινιανός,
λεπτομέρεια από το ψηφιδωτό στον ναό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα
Ανάκτηση της Ιταλίας

Στο τέλος της άνοιξης του 535, ο Ιουστινιανός πληροφορήθηκε την δολοφονία της Αμαλασούνθας, κάτι που θεωρήθηκε ευκαιρία για τον αυτοκράτορα για ανάκτηση της Ιταλίας. Έστειλε τον Βελισάριο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου στη Σικελία. Ο Βελισάριος κατέλαβε την Σικελία, που δεν διέθετε γοτθική φρουρά, χωρίς μάχη. Ο Πέτρος Πατρίκιος διεξήγε διαπραγματεύσεις με τον Θευδάτο (που είχε ανέλθει στον θρόνο του οστρογοτθικού βασιλείου μετά τον θάνατο του Αταλάριχου το 534), ο οποίος είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη τον πάπα Αγαπητό να υποστηρίξει την ειρήνη ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Οστρογότθους.

Προς το τέλος του 535 ο Θευδάτος προσφέρθηκε να παραχωρήσει την Σικελία στους Βυζαντινούς -που ήδη κατείχαν τη νήσο-, να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας να αναπέμπει όλους τους διορισμούς συγκλητικών της Ιταλίας στην Κωνσταντινούπολη για έγκριση και να προτάσσεται το όνομα του Ιουστινιανού μπροστά από το δικό του σε κάθε επίσημη εκδήλωση. Ο Πέτρος Πατρίκιος αποκρίθηκε ότι αυτά δεν ήταν πλέον αρκετά. Τελικά ο Θευδάτος συμφώνησε να παραδώσει ολόκληρη την Ιταλία στον Ιουστινιανό με αντάλλαγμα μια θέση αξιωματούχου στην αυλή της Κωνσταντινούπολης και ετήσια σύνταξη 1.200 λίτρων χρυσού. Ο Ιουστινιανός όταν πληροφορήθηκε τους όρους, απάντησε ότι δεχόταν και ότι έστελνε τον στρατηγό Βελισσάριο για την εκτέλεσή τους. Ήδη υπήρχε η εντύπωση ότι η Ιταλία είχε επανέλθει στην αυτοκρατορία και μάλιστα με λιγότερες ακόμη δαπάνες από όσες απαιτήθηκαν για την Αφρική.

Τελικά ο Θευδάτος μετέβαλε γνώμη. Η είδηση μερικών μικρών επιτυχιών των Γότθων κατά του Μούνδου στην Δαλματία και της ανταρσίας των στρατιωτών που είχε ξεσπάσει στην Αφρική για την καθυστέρηση των μισθών, καθώς και η είδηση απόπλου του Βελισσαρίου από τη Σικελία, τον έπεισαν ότι η κήρυξη του πολέμου από μέρος των Ρωμαίων ήταν κενή απειλή. Έτσι όταν ο Πέτρος Πατρίκιος επέστρεψε στην Ραβέννα την άνοιξη του 536, έγινε δεκτός με ύβρεις.

Ο Θευδάτος ανακήρυξε δημόσια τη νέα ανεξάρτητη στάση του, κόβοντας νομίσματα στα οποία απεικονιζόταν ο ίδιος με αυτοκρατορική περιβολή, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ ο Θευδέριχος. Επίσης, άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Φράγκους ζητώντας στρατιωτική βοήθεια και προσφέροντας ως αντάλλαγμα τη νότια Ναρβονησία και ποσό 2.000 λιτρών χρυσού.

Στις αρχές του θέρους ο Βελισάριος διαπεραιώθηκε στην Ιταλία όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής τόσο από τον ρωμαϊκό πληθυσμό όσο και από τον γαμπρό του Θευδάτου Εβρίμουν, Γότθο στρατηγό στη νότια Ιταλία, ο οποίος παραδόθηκε με τα στρατεύματά του στον Ρωμαίο στρατηγό. Προελαύνοντας κατά μήκος της ακτής της Καλαβρίας, ο Βελισάριος έφθασε στη Νεάπολη, όπου υπήρχε ισχυρή γοτθική φρουρά και μεγάλη ιουδαϊκή κοινότητα, που για πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους φοβόταν τους Ρωμαίους. Η πόλη αντιστάθηκε για τρεις εβδομάδες. Όταν η είδηση της άλωσης της Νεάπολης έφθασε στο κύριο γοτθικό στράτευμα, που στρατοπέδευε νότια της Ρώμης, οι Γότθοι κήρυξαν τον Θευδάτο έκπτωτο και επέλεξαν στη θέση του ένα γηραιό στρατηγό του Θευδέριχου, τον Ουίττιγι. Ο Θευδάτος που περίμενε στη Ρώμη, αποπειράθηκε να καταφύγει για ασφάλεια στη Ραβέννα, αλλά συνελήφθη καθ’ οδόν και εκτελέστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 536.

Ο Βελισάριος συνέχισε την προέλασή του στην Ιταλία. Το φθινόπωρο του 539 είχε ήδη καταλάβει το Αύξιμο, τελευταίο προπύργιο των Γότθων νότια της Ραβέννας, και πολιορκούσε την ίδια την Ραβέννα. Προστατευόμενη από τα έλη της, η πόλη δεν μπορούσε να καταληφθεί με έφοδο, αλλά μόνο να εξαναγκασθεί σε λιμό ή να παραδοθεί με προδοσία ή με διαπραγματεύσεις. Όταν έγινε αισθητό το φάσμα της πείνας, ο Ουίττιγις άρχισε διαπρατεύσεις με τον Βελισάριο. Ο τελευταίος αγνοούσε τις επαφές μεταξύ Γότθων και Περσών και ήλπιζε σε μια νίκη που θα κατέστρεφε το οστρογοτθικό βασίλειο, όπως είχε καταστρέψει το βασίλειο των Βανδάλων.

Γι’ αυτό εξεπλάγη όταν έφθασαν στο στρατηγείο απεσταλμένοι από την Κωνσταντινούπολη, εξουσιοδοτημένοι να διαπραγματευτούν συμφωνία, βάσει της οποίας οι Γότθοι θα αποσύρονταμ βόρεια του Πάδου και θα παρέδιδαν τους μισούς βασιλικούς θησαυρούς. Όταν οι Γότθοι δήλωναν ότι δεν θα παρέδιδαν τη Ραβέννα αν δεν υπέγραφε ο Βελισάριος τη συνθήκη, αρνήθηκε να το κάνει και παραπονέθηκε σε μήνυμα του στον Ιουστινιανό ότι του έκλεβαν τη νίκη. Δεν θα υπέγραφε παρά μόνο αν ήταν ρητή εντολή του Ιουστινιανού.Έτσι οι διαπαραγματεύσεις παρατάθηκαν.

Ο Ουίττιγις έχανε τον έλεγχο στην ίδια του την πρωτεύουσα. Μια ομάδα Γότθων και Ρωμαίων ιθυνόντων πρότεινε μυστικά στο Βελισσάριο να ανατρέψουν τον Ουίττιγις και να ανακηρύξουν τον Βελισάριο αυτοκράτορα της Δύσης. Η πρόταση απηχούσε την πολιτική των συγκλητικών εκείνων, που προτιμούσαν την ανεξαρτησία, σε συνεργασία με τους Γότθους, παρά την ένταξη σε μια αυτοκρατορία που είχε έδρα την Κωνσταντινούπολη. Ο Βελισάριος διέκρινε μια ευκαιρία να καταλάβει τη Ραβέννα προτού προλάβει να απαντήσει ο Ιουστινιανός στο μήνυμά του και προσποιήθηκε ότι δεχόταν την πρόταση των συνομωτών.

Η «ανάκτηση» του Ιουστινιανού
Πιθανόν ο Βελισάριος,
λεπτομέρεια από το ψηφιδωτό στον ναό του Αγίου Βιταλίου στην Ραβέννα

Η αποσύνθεση της εξουσίας στη Ραβέννα ήταν τέτοια, ώστε γρήγορα δέχθηκε ανάλογη πρόταση και από τον Ουίττιγι. Προσποιήθηκε ότι την αποδεχόταν και αυτή. Όλα αυτά κρατήθηκαν απόρρητα από τους συστρατηγούς του και από τους απεσταλμένους του Ιουστινιανού. Από τους τελευταίους ζήτησε και έλαβε την άδεια να επιχειρήσει μία τελευταία επίθεση εναντίον της Ραβέννας. Τον Μάιο του 540, καθώς τα στρατεύματα προήλαυναν, οι πύλες άνοιξαν και ο Βελισάριος εισήλθε ανάμεσα σε επευφημίες των Γότθων και των άλλων πολιτών. Μόνο όταν η πόλη περιήλθε ασφαλώς στα χέρια του αποκάλυψε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας, αλλά είχε καταλάβει την πόλη στο όνομα του Ιουστινιανού. Ο πόλεμος στην Ιταλία είχε διαρκέσει πέντε χρόνια και φαινόταν να επιστέφεται από μια νίκη εξίσου αποφασιστική όσο και ο πόλεμος στην Αφρική, έξι χρόνια νωρίτερα. Τα φαινόμενα ωστόσο αποδείχθηκαν απατηλά.

Ανάκτηση της Ισπανίας

Το βασίλειο των Βησιγότθων στην Ισπανία είχε τηρήσει μια ουδετερότητα κατά τον βανδαλικό πόλεμο, παρά τις προσπάθειες των Βανδάλων και των Οστρογότθων να επιτύχουν την υποστήριξή του. Οι πόλεμοι του Ιουστινιανού είχαν διεξαχθεί μακριά από τα σύνορά τους και δεν αισθάνονταν ότι απειλούνταν κατά κανένα τρόπο. Ωστόσο το καλοκαίρι του 547 η αδυναμία της ρωμαϊκής εξουσίας στην Αφρική ενθάρρυνε τον βασιλιά Θεύδι να ελπίζει ότι μπορούσε νε επεκτείνει την κυριαρχία του στην νότια ακτή των Ηρακλειδών Στηλών. Έτσι, πολιόρκησε την απομονωμένη φρουρά του Σέπτου. Οι Ρωμαίοι αντιστάθηκαν σθεναρά και ο βησιγοτθικός στρατός συντρίφθηκε. Λίγο αργότερα ο βασιλιάς Θεύδις δολοφονήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Θευδιζίσαλο, που και αυτός δολοφονήθηκε για να αντικατασταθεί από τον Αγίλα.

Το 551 ένα αλλο μέλος των βασιλικού οίκου των Βησιγότθων ο Αθανάγιλδος επαναστάτησε εναντίον του Αγίλα με την υποστήριξη των Ρωμαίων της Κόρδοβα και ζήτησε την υποστήριξη του Ιουστινιανού. Ο Ιουστινιανός οργάνωσε εκστρατευτικό σώμα υπό την ηγεσία ενός υπέργηρου Ιταλού συγκλητικού, του Λιβερίου, που είχε χρηματίσει έπαρχος πραιτωρίων επί Θευδέριχου. Η αποστολή του ήταν περισσότερο διπλωματική παρά στρατιωτική.

Οι Ρωμαίοι με την υποστήριξη του Αθανάγιλδου, κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας νότια του ποταμού Βαίτιος και του Τέρεβος χωρίς σθεναρή αντίσταση. Ο Αγίλας δολοφονήθηκε και ο Αθανάγιλδος έγινε αναμφισβήτητος βασιλιάς των Βησιγότθων. Δεν χρειαζόταν πια τη βοήθεια των Ρωμαίων και στράφηκε εναντίον τους. Φαίνεται ότι κατόρθωσε να περιορίσει τις αυτοκρατορικές κτήσεις σε μια παραλιακή ζώνη που περιελάμβανε το Άσινδο, τη Μάλακα, τη Νέα Καρχηδόνα και την Κόρδοβα. Η νέα επαρχία προσαρτήθηκε για διοικητικούς λόγους στην υπαρχία της Αφρικής, αλλλά είχε ανεξάρτητο στρατιωτικό διοικητή.

Η «ανάκτηση» του Ιουστινιανού
Ψηφιδωτό στον ναό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα

Ελάχιστα γνωρίζουμε για την βυζαντινή Ισπανία. Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 7ου αιώνα οι Βησιγότθοι είχαν ανακτήσει τις τελευταίες βυζαντινές κτήσεις της Ισπανίας. Ωστόσο στα τέλη της βασιλείας του Ιουστινιανού όλα τα παράλια της Μεσογείου, εκτός από ένα τμήμα βόρεια της Νέας Καρχηδόνας και ως τις Παραθαλασσίδες Άλπεις, φαίνεται ότι είχαν περιέλθει στη βυζαντινή κυριαρχία. Ο Ιουστινιανός και οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής του πίστευαν ότι είχε αποκατασταθεί η δόξα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίαςκαι ότι είχε αναστραφεί ο ρους της ιστορίας.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους


Discover more from δρακοπουλιάδα

Subscribe to get the latest posts sent to your email.