Ηώς

Η Ηώς είναι προσωποποίηση της αυγής. Το θέαμα της χαραυγής και του πρωινού γενικά, με την υποχώρηση του σκοταδιού και το σβήσιμο των άστρων, με το μαλακό φως και τα απλά χρώματα, με τους πρώτους ανέμους και τη δροσιά πάνω σε όλη την πλάση, με το ξύπνημα των ζώων και των φυτών με το ξεκίνισμα της ζωής της μέρας, οι αρχαίοι Έλληνες τα είδαν στο πρόσωπο της Ηούς.

Ηώς

Η Ηώς ήταν μια νέα και όμορφη θεά, «ροδοδάχτυλη» και «χιονοβλέφαρη», «φωτεινή», «χαρωπή», «λευκή» και «χρυσοπέδιλη», αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης, που, όπως και εκείνοι τρέχει πάνω στο ουρανό, πετώντας με τα φτερά της ή καβάλα στο άλογό της ή οδηγώντας το άρμα της με τα δύο ή τέσσερα λευκά ή κόκκινα άλογα, με προπομπό τον Αυγερινό και συνοδεία τους γιους της, τον Βορρά, τον Νότο και τον Ζέφυρο, και που στο περασμά της από τη στιγμή που αναδύεται από τον Ωκεανό, η Νύχτα φεύγει, υποχωρώντας προς τη μακρινή Δύση, τα άστρα βουτούν στο νερό, ενώ η ίδια η θεά απλώνει το φως πάνω από στεριές και θάλασσες, χύνει από το κανάτι της δροσιά σε όλη την πλάση, ξυπνά φυτά και ζώα, θεούς και ανθρώπους για τα καθημερινά τους έργα και ανοίγει τον δρόμο στον Ήλιο.

Κατά την Θεογονία του Ησιόδου η Ηώς ήταν κόρη των Τιτάνων Υπερίωνα και Θείας, αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης και μητέρα από την ένωση της με τον Αστραίο, του Βορρά, του Νότου και του Ζέφυρου «και των λαμπών των αστεριών, που στέφουνε τον ουρανό», από την ένωσή της με τον Τιθωνό, μητέρα του Ημαθίωνα και του Μέμνονα, που σκοτώθηκε στον Τρωικό πόλεμο, μονομαχώντας με τον Αχιλλέα, και από την ένωσή της με τον Κέφαλο, μητέρα του Φαέθοντα, που για την ομορφιά του τον αγάπησε η Αφροδίτη. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, η Ηώς ήταν κόρη της Νύχτας ή του Τιτάντα ή Γίγαντα Πάλλοντα ή του Ήλιου, πράγμα που εξηγείται από το γεγονός ότι στον Όμηρο Υπερίων και Ήλιος ταυτίζονται.

Διάφοροι μύθοι αναφέρονται σε όμορφους εραστές της Ηούς, από τους οποίους όμως αυτή δεν μπόρεσε να ευτυχήσει. Έτσι παραδίδεται ότι, όταν κατέκτησε τον Τιθωνό, θέλοντας να τον κάνει αθάνατο, η Ηώς παρέλειψε να ζητήσει από τους θεούς και την αιώνια νεότητα για τον εραστή της, ο οποίος τελικά μεταμορφώθηκε σε τζίζικα, αφού συρρικνώθηκε τόσο πολύ, ώστε δεν του έμεινε τίποτα άλλο, εκτός από τη φωνή του. Ούτε τον όμορφο Γίγαντα κατόρθωσε να χαρεί η Ηώς, γιατί από φθόνο ή για άλλο λόγο ής τον σκότωσαν ο Απόλλων και η Άρτεμις. Ανάλογες απογητεύσεις δοκίμασε η θεά από τους δεσμούς της με άλλους επίσης νέους και όμορφους εραστές. Για τους τόσους ερωτικούς συντρόφους της παραδίδεται ότι η Αφροδίτη την είχε κάνει να ερωτεύεται συχνά, επιδή η Ηώς είχε πλαγιάσει μια φορά με τον Άρη, που η Αφροδίτη τον ήθελε για τον εαυτό της.

Η μυθολογική αιτιολόγηση των ερώτων της Ηούς είναι επινόηση των μεταγενέστερων, που δεν καταλάβαιναν πια ότι πίσω από τέτοια αφηγηματικά στοιχεία κρύβονταν ιδέες και θεσμοί με πολύ παλαιά ιστορία. Συγκεκριμένα είχαν ξεχαστεί τα ακόλουθα τέσσερα στοιχεία που ανάπτυγμά τους ήταν οι μυθοπλασίες του μύθου της Ηούς: 1) Η αρχέγονη ιδέα της θεάς του φωτός, που καταδιώκει και πιάνει στην εξουσία της τον δαίμονα του σκοταδιού, κάποιο γίγαντα του νυχτερινού ουρανού, πράγμα που διαφαίνεται και ετυμολογικά από τα ονόματα Ωρίων, Κέφαλος και Αστραίος, 2) ο συσχετισμός της θεάς με το πρωινό της ζωής των ανθρώπων και η πίστη ότι η γυναικεία θεότητα παίρνει κοντά της τα παλικάρια που πεθαίνουν στα πρώτα νιάτα, 3) η πίστη ότι η θεά σαν γυναίκα απαιτεί το μερίδιό της από τα όμορφα παλικάρια της ανθρώπινης κοινότητας, πίστη κατοχυρωμένη με σχετικό λατρευτικό τυπικό, που προβλέπει ορισμένες ανθρωποθυσίες, 4) το προνόμιο της βασίλισσας σε μητριαρχικές ομάδες, για πολλούς εραστές, διαδοχικά ή ταυτόχρονα.

Αλληγορίες της μέρας και της νύχτας, του φωτός και του σκοταδιού είναι το αργό, το ατελείωτο σβήσιμο της ζωής του Τιθωνού μέσα στα βαθιά γεράματα με την ακοίμητη φροντίδα της Ηούς, και το ξεψύχισμα του Μέμνονα μέσα στην αγκαλιά της μάνας του, που η θλίψη της ενσαρκώνει το μακρινό πρότυπο της mater dolorosa.

Η Ηώς φέρνει στον κόσμο τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα και έχει το παλάτι της στον μακρινό Ωκεανό, στο μεταίχμιο του κόσμου των ανθρώπων κα του κόσμου των θεών, της Αντολής και της Δύσης, της μέρας και της νύχτας είναι η αυγή που ξεχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα. Πραγματικά από τους δύο γιους της Ηούς, ο Ημαθίων είναι η μέρα και ο Μέμνων η νύχτα. Γι’ αυτό ο Ημαθίων βρίσκεται στην περιοχή των Εσπερίδων, στο σύνορο της μέρας, ενώ ο Μέμνων γίνεται βασιλιάς των Αιθιόπων, που δεν έχουν σχέση με τους ιστορικούς Αιθίοπες, αλλά με τον κόσμο της νύχτας, του σκοταδιού. Η σύνδεση του Μέμνονα με τον Τρωικό πόλεμο είναι κατοπινή. Ανάλογες αλληγορίες με τα μετεωρολογικά φαινόμενα του πρωινού περιέχουν και τα στοιχεία τα σχετικά με τα πρόσωπα του Αστραίου, του Αυγερινού και των ανέμων, που συνήθως αρχίζουν να πνέουν με την αυγή.

Με πληροφορίες από: Παγκόσμια Μυθολογία