Ηπειρωτικά φύλα

Τα όρια της περιοχής της Ηπείρου θα πρέπει να θεωρηθούν προς Βορρά η Εγνατία οδός, προς Νότο ο Αμβρακικός κόλπος και προς Ανατολή η κοιλάδα του Αλιάκμονα και του Ερίγωνος. Τη δυτική Ήπειρο από τον Αβρακικό κόλπο ως την Επίδαμνο κατείχαν οι ελληνικές αποικίες και διάφορα ηπειρωτικά φύλα, από Νότο προς Βορρά: οι Κασσωπαίοι, οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι Βυλλίονες κ.α. Παράλληλα τα μεσόγεια και τα ορεινά τα κατοικούσαν οι Αθαμάνες, οι Μολοσσοί, οι Παραυαίοι, οι Αβάντες, οι Δέξαροι κ.α. Τα φύλα αυτά ήταν οργανωμένα σε συνασπισμούς, που αργότερα αποτέλεσαν το Κοινό των Ηπειρωτών. Οι Μολοσσοί, το σπουδαιότερο ηπειρωτικό φύλο, σταδιακά απλώθηκαν από τον Άνω Αώο στην περιοχή της κεντρικής Ηπείρου και απώθησαν τους Θεσπρωτούς που είχαν στην κατοχή τους το μεγάλο ιερό της Δωδώνης.

Ηπειρωτικά φύλα
Κοιλάδα της Δωδώνης

Η ζωή και η δραστηριότητα που παρουσίασαν τα διάφορα ηπειρωτικά φύλα είχε απόλυτη συνάρτηση με τον τόπο που το καθένα τους όριζε. Η ζωή των Ηπειρωτών της μεσογαίας παρουσιάζει μεγάλη διαφορά από τη ζωή εκείνων που κατοικούσαν στα παράλια. Οι πρώτοι, ζώντας μακριά από τη θάλασσα, εξακολούθησαν ως τον 5ο π.Χ. αιώνα να βρίσκονται σε στενή επικοινωνία κυρίως με τους κατοίκους της Μακεδονίας ή και ακόμη βορειότερων περιοχών, με τους οποίους οι πληθυσμοί αυτοί παρουσιάζουν ορισμένα κοινά πολιτιστικά στοιχεία.

Από τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται η απομόνωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας από την υπόλοιπη Ελλάδα, εξαιτίας ειδικών γεωγραφικών όρων, αλλά και η επί αιώνες αγωνιώδης προσπάθεια αυτών των ακραίων Ελλήνων να επιβιώσουν, αντιμετωπίζοντας τις συνεχείς επιθέσεις των γειτόνων βαρβάρων από Βορρά, έγιναν αιτία να διατηρήσουν τα ελληνικά φύλα της Ηπείρου πλήθος στοιχείων στη διοίκηση που υπήρχαν στους Μυκηναϊκούς χρόνους.

Με το πέρασμα του χρόνου, η υπόλοιπη Ελλάδα προχωρούσε σε ανώτερες πολιτιστικές μορφές, αλλά στην Ήπειρο, την ακραία αυτή περιοχή του ελληνισμού της αρχαιότητας, οι περιστασιακές επαφές των κατοίκων της με τους νοτιότερους Έλληνες γίνονταν αφορμή να διαδίδονται ορισμένα νέα στοιχεία, τα οποία συνδυάζονται παράξενα με τις μυκηναϊκές επιβιώσεις, που διατηρήθηκαν επίμονα στην Ήπειρο, όπως και στη Μακεδονία. Εικόνα καθαρή αυτού του γεγονότος δίνει η τέχνη, όπου θέματα μυκηναϊκά συνυφαίνονται με στοιχεία γεωμετρικά και αρχαϊκά.

Περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη της Ηπείρου υπήρξε η διαμόρφωση του εδάφους της με τα πανύψηλα βουνά που εμπόδισαν την επικοινωνία τους τόσο με τις πλούσιες ελληνικές αποικίες όσο και με την Κεντρική Ελλάδα.

Κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα οι Ηπειρώτες των μεσογείων ζούσαν κυρίως από την κτηνοτροφία που μαζί με την άφθονη ξυλεία από τα μεγάλα δάση της περιοχής αποτελούσε τον πλούτο της χώρας. Για την ανταλλαγή των προϊόντων τους έρχονταν σε σύντομη επαφή με τους παράλιους πληθυσμούς της Ηπείρου. Ήταν η μόνη ευκαιρία να γνωρίσουν άλλες πολιτιστικές μορφές, ώστε να εξελιχθεί ο τρόπος της ζωής τους. Ωστόσο δεν φαίνεται πως ό,τι έβλεπαν και ζούσαν στις συναντήσεις τους με τους κατοίκους των παραλίων το δέχθηκαν γρήγορα, γιατί με πολύ βραδύ ρυθμό αφομοίωσαν τα νέα πολιτιστικά στοιχεία.

Ζούσαν μέσα σε μικρά καλύβια. Οι άνδρες ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και οι γυναίκες με την καλλιέργεια της γης, την κατασκευή των καλυβιών, του ιματισμού, καθώς και την προετοιμασία της τροφής. Όπως φαίνεται εκείνες κατασκεύαζαν και τα άτεχνα αγγεία που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους ζωή απαράλλαχτα και ανεξέλικτα από τους προϊστορικούς χρόνους. (Η ζωή τους τόσο στις καθημερινές λεπτομέρειες όσο και στη γενικότερη μορφή μοιάζει με των Σαρακατσαναίων που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο τον 12ο π.Χ. αιώνα και διατηρούν ως σήμερα αναλλοίωτες τις συνήθειες τους).

Όμοια παραδοσιακά στοιχεία συναντά κανείς και στην πολιτική οργάνωση των Ηπειρωτών, γιατί μόνο στον 5ο αιώνα και σε μερικές μόνο φυλές αντικαθίσταται η «ηρωική βασιλεία» των ομηρικών χρόνων από αριστοκρατικά πολιτεύματα. Μέχρι τότε, τη στρατιωτική, πολιτική και θρησκευτική εξουσία είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους οι βασιλείς που ήταν κληρονομικοί, όπως ακριβώς και οι ηγεμόνες των Μυκηναϊκών χρόνων. Προς το τέλος της Πεντηκονταετίας ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τους Χάονες και τους Θεσπρωτούς ως «αβασίλευτους», ενώ για τους Μολοσσούς και τους Παραυαίους γράφει ότι διατηρούν ακόμη τον βασιλικό θεσμό.

Το έρεισμα των βασιλικών γενών ήταν η καταγωγή από ομηρικούς ήρωες, όπως ο Πύρρος στην περίπτωση των Μολοσσών ή ο Έλενος στους Χάονες, και το γεγονός ότι, όπως οι Ηρακλείδες κατέκτησαν τη Λακωνία, το ίδιο και αυτοί κατέκτησαν τη χώρα, όπου εγκατέστησαν το λαό τους. Παρ’ όλα αυτά οι Χάονες αντικατέστησαν τους βασιλείς με δύο ενιαύσιους άρχοντες που ανήκαν όμως σε «αρχικό», δηλαδή βασιλικό γένος και που ονόμαζαν προστάτες.

Ο Αριστοτέλης εξηγεί την επιβίωση του θεσμού της βασιλείας στους Μολοσσούς, ότι δηλαδή υπήρχε, όπως και στη Σπάρτη ο θεσμός της βασιλείας. Είναι πραγματικά αξιοπαρατήρητο ότι ο Αριστοτέλης και τις δύο φορές που αναφέρει την πολιτεία των Μολοσσών την παραλληλίζει με τη σπαρτιατική και ότι, από όσα γνωρίζουμε και από άλλες πηγές, με τη μεταρρύθμιση του Θαρύπα, η πολιτεία των Μολοσσών εμφανίζει εξέλιξη ανάλογη με εκείνη που προηγήθηκε τρεις περίπου αιώνες νωρίτερα στη Σπάρτη.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους