Οι εποικισμοί αποτέλεσαν σταθερή και συστηματική μέθοδο πραγμάτωσης της επεκτατικής πολιτικής του οθωμανικού κράτους από την αρχή της ίδρυσής του. Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών ερμηνεύονται συνήθως από την επιθυμία της οθωμανικής ηγεσίας να εξασφαλίσει για τους υπηκόους της εδάφη εύφορα και προσφορώτερα για την αναπτυξή τους, επιτυγχάνοντας συγχρόνως την αύξηση της γεωργικής παραγωγής και έμμεσα, με τη δημιουργία νέων προσοδοφόρων τιμαρίων, του στρατιωτικού δυναμικού της. Σε άλλες περιπτώσεις οι εποικισμοί υπαγορεύονταν από συγκεκριμένες ανάγκες, όπως της ανόρθωσης περιοχών που είχαν ερημωθεί από τις πρόσφατες κατακτητικές επιχειρήσεις ή της δημιουργίας κέντρων και σταθμών επισιτισμού κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών και στρατιωτικών οδών της αυτοκρατορίας.

Η εγκατάσταση τουρκικών αποικιών ανάμεσα σε αλλόθρησκους και συνήθως εχθρικούς υπόδουλους πληθυσμούς εγγυόταν την αποτελεσματικότερη στρατιωτική και πολιτική εποπτεία των επισφαλέστερων κτήσεων. Παράλληλα όμως με τη συστηματική επιδίωξη των παραπάνων πολιτικών και στρατιωτικών στόχων, η οθωμανική δυναστεία, επιλέγοντας για μετοικεσία ανυπότακτα πολεμικά στοιχεία του τουρκικού πληθυσμού, συγκεκριμένα τα νομαδικά τουρκομανικά φύλα της Μικράς Ασίας, επιτύγχανε τη διάσπαση της ενότητας τους και τα καθιστούσε ακίνδυνα.
Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία
Μαζικές εγκαταστάσεις Τούρκων εποίκων σημειώθηκαν κυρίως στις εύφορες βόρειες χώρες του ελληνικού κορμού, στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία.
Στη Θράκη ο εποικισμός των Τούρκων είχε αρχίσει ήδη από την απόβασή τους στην Καλλίπολη (1354), με την πρωτοβουλία του Σουλεϊμάν πασά. Πρώτη εποικίσθηκε η χερσόνησος της Καλλίπολης, που είχε σπουδαία στρατηγική σημασία, ως σύνδεσμός ανάμεσα στη Μικρά Ασία και στην Ευρώπη, και έπρεπε να κρατηθεί με κάθε τρόπο και να εξασφαλισθεί από κάθε κίνδυνο. Γι΄αυτό μεταφέρθηκαν εκεί νομάδες Άραβες από το Καρασί της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκαν γύρω από την Καλλίπολη.
Ταυτόχρονα για λόγους στρατιωτικής ασφάλειας, αλλά και για την ορθολογιστικότερη εφαρμογή των εποικιστικών στόχων της οθωμανικής πολιτικής, οι οικογένειες των τοπικών χριστιανών προνοιαρίων μετοικίσθηκαν βίαια στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα την αισθητή αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής.
Ο τουρκικός εποικισμός επεκτάθηκε προς την εύφορη κοιλάδα του Έβρου. Οι Τούρκοι τιμαριούχοι για να αξιοποιήσουν τα μεγάλα τμήματα που απέκτησαν χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια, αλλά οι καταστρεπτικοί πόλεμοι είχαν ερημώσει τον τόπο. Για την αντιμετώπιση λοιπόν των αναγκών αυτών ο Μωάμεθ Β΄, μετά την Άλωση, μετέφερε και εγκατέστησε σε διάφορα μέρη της Θράκης, ακόμη και έξω από την Κωνσταντινούπολη, πλήθος Αλβανούς, Σέρβους, Βούλγαρους και Ούγγρους αιχμαλώτους από διάφορες εκστρατείες του. Το πρόγραμμα αυτών των εποικισμών συνεχίσθηκε και από τους επόμενους σουλτάνους.
Η Μακεδονία εποικίσθηκε κατά το β΄ μισό του 14ου αιώνα από Γιουρούκους γεωργούς και ιδίως βοσκούς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή των Σερρών, της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα του Αξιού. Οι εγκαταστάσεις των Γιουρούκων σκοπό είχαν να συγκρατούν τους νικημένους, αλλά όχι υποταγμένους, Έλληνες. Οι έποικοι αυτοί αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη ομάδα Γιουρούκων της χερσονήσου του Αίμου, και μετέφεραν στη Βόρεια Ελλάδα τα απλοϊκά και άγρια ήθη και έθιμα των Τουρκομάνων προγόνων τους.
Την εισβολή των Τούρκων στη Θεσσαλία ακολούθησε η πρώτη εγκατάσταση μωαμεθανών εποίκων στην περιοχή αυτή επί Βαζιαζήτ Α΄ (1389-1402). Το 1386, αφού κατέλαβαν το Κίτρος και έπειτα το τελευταίο προς Νότο οχυρό της Μακεδονίας, τον Πλαταμώνα, άτακτοι γαζήδες ξεχύθηκαν προς τα Τέμπη με οδηγούς τους γνωστούς για τον φανατισμό τους δερβίσηδες. Σημαντικό ρόλο στη συντριβή της ελληνικής άμυνας έπαιξε τότε ο δερβίσης Χασάν Μπαμπά. Θρησκευτικός και πολεμικός αρχηγός ο ίδιος, ακολουθούμενος από τους γνωστούς για τη μαχητικότητα τους Τουρκομάνους γαζήδες, έσπασε την αμυντική γραμμή του Κάστρου της Ωριάς, πέρασε τα Τέμπη και έσπειρε το πανικό στους χριστιανούς πληθυσμούς με όπλα το αραβικό του σπαθί και το φοβερό του τοπούζι (ρόπαλο).
Εκτός από την πρώτη αυτή εγκατάσταση των Τούρκων στη Θεσσαλία φαίνεται ότι ακολούθησε και συμπληρωματικός επικισμός επί Μουράτ Β’ (1421-1451). Ο Μουράτ Β΄ εγκατέστησε 5.000-6.000 φίλεργους και εμπειροπόλεμους χωρικούς από το Ικόνιο στις βόρειες επαρχίες της Θεσσαλίας και συγκεκριμένα στα 12 χωριά τα οποία έχτισε για τον σκοπό αυτό: Τατάρ, Καζακλάρ, Τσαΐρ, Μισαλάρ, Κουφάλα, Κατατσογλάν, Ντελίρ, Λιγάρα, Ραντγκούν, Καραντεμιλί, Δεριλί, Μπαλαμούτ. Τα χωριά αυτά ήταν στρατιωτικές αποικίες και η αποστολή τους ήταν όχι μόνο να εδραιώσουν την τουρκική κατοχή, αλλά και να αντιτάξουν άμυνα εναντίον των χριστιανών που κατοικούσαν προς τα Δυτικά της Πίνδου και άλλες οροσειρές που έκλειναν από παντού τη θεσσαλική πεδιάδα.
Γενικά η εγκατάσταση των Τούρκων στην πεδινή Θεσσαλία, μετά την παραβίαση των Τεμπών, φαίνεται ότι έγινε ειρηνικά, δηλαδή με την συνθηκολόγηση των τοπικών αρχόντων, πολλοί από τους οποίους ήταν μεγάλοι γαιοκτήμονες. Άλλωστε η αναστάτωση που επικρατούσε στις περιοχές εκείνες κατά τον 14ο αιώνα και οι καταπιέσεις των διαφόρων Ελλήνων, Σέρβων και Αλβανών δυναστών είχαν εξαθλιώσει τους κατοίκους και είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την τουρκική κατάκτηση.
Οι γαίες των εντοπίων, καθώς και εκείνες του δημοσίου περιήλθαν μαζί με τους καλλιεργητές στο τουρκικό κράτος ή δόθηκαν ως τιμάρια σε διάφορους σπαχήδες (στρατιωτικοί του ιππικού) και αποτέλεσαν τις βάσες της δημιουργίας των μετέπειτα μεγάλων τουρκικών «τσιφλικιών» της Θεσσαλίας. Ωστόσο μικρές ιδιοκτησίες ελεύθερων γεωργών διασώθηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας στα ορεινά και άγονα μέρη της Θεσσαλίας.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους