Ελληνιστές

Σύμφωνα με την διήγηση των «Πράξεων» των Αποστόλων, η πρώτη εμφάνιση του ελληνόφωνου ιουδαϊκού Χριστιανισμού πρέπει να έγινε στην Παλαιστίνη και σε πολύ στενή σχέση με τη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, που μιλούσε αραμαϊκά. Ποιοι ήταν οι «ελληνιστές» και ποιος ο ρόλος τους στην διάδοση και διαμόρφωση του αρχικού Χριστιανισμού; Οι «ελληνιστές» ήταν μια ξεχωριστή ομάδα μέσα στην κοινότητα των Ιεροσολύμων. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την πρώτη τους εμφάνιση, αλλά είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι προήλθαν από Ιουδαίους της Διασποράς, που είχαν εγκατασταθεί στα Ιεροσόλυμα. Η εγκατάσταση αυτή μαρτυρείται από το γεγονός ότι υπήρχαν στα Ιεροσόλυμα συναγωγές ελληνόφωνων Ιουδαίων.

Ελληνιστές
Ο Χριστός με τη Σαμαρείτιδα

Το βιβλίο των «Πράξεων» εμφανίζει τους «ελληνιστές» για πρώτη φορά στα πλαίσια μιας μικρής έριδας σχετικής με τη φροντίδα της κοινότητας για τους φτωχούς. Οι ελληνιστές παραπονούνται ότι παραβλέπονται στην διακονία οι χήρες αυτών και το ζήτημα τακτοποιείται με την εκλογή «επτά διακόνων», οι οποίοι αναλαμβάνουν την διακονία των τραπεζών. Αργότερα η διακονία αυτή των «επτά διακόνων» θα αποτελέσει τη βάση για τον θεσμό των διακόνων στην οργάνωση της Εκκλησίας.

Κριτική μελέτη των Πράξεων αποδεικνύει ότι οι «ελληνιστές» είχαν πολύ σημαντικότερη υπόσταση μέσα στην αρχική χριστιανική κοινότητα. Το ότι τα ονόματα των «επτά διακόνων» είναι ελληνικά (Στέφανος, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων, Νικόλαος και Παρμενάς, προσήλυτος από την Αντιόχεια) δείχνει ότι πρόκειται για παρουσία αξιόλογης ομάδας ελληνόφωνων στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων. Σύμφωνα με τη συνέχεια της διήγησης των Πράξεων, οι επτά διάκονοι ασκούν και την «διακονία του λόγου» με αυθεντία ίση με αυτή των Δώδεκα, γεγονός που δείχνει ότι οι «επτά» ελληνιστές αποτελούν μια ηγετική ομάδα που στέκεται όχι κάτω από τους Δώδεκα, αλλά δίπλα σε αυτούς. Από αυτούς ξεχωρίζουν ο Στέφανος και ο Φίλιππος.

Ο ρόλος του Στέφανου στον αρχικό Χριστιανισμό φαίνεται να υπήρξε από τους πιο καίριους. Στην ομιλία που οδηγεί στο μαρτύριό του διαφαίνεται μια ιδιάζουσα θεολογική σκέψη της οποίας κύριος μοχλός είναι η καταδίκη της λατρείας του Ναού του Ιεροσολύμων με το επιχείρημα «ο ύψιστος ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί». Η επαναστατική αυτή ιδέα της απελευθέρωσης του ιουδαϊσμού από την τυπολατρεία και της αποσπάσεως του Χριστιανισμού από τον ιουδαϊκό Ναό ρίχνεται από τον Στέφανο σε μια εποχή που και οι πρώτοι Χριστιανοί ακόμη συνέχιζαν να λατρεύουν στον Ναό των Ιεροσολύμων. Συνεπώς ο Στέφανος -ως εκπρόσωπος των «ελληνιστών»- εμφανίζεται ως πρώτος κήρυκας της απομάκρυνσης των χριστιανών από τη λατρεία του ιουδαϊκού Ναού.

Την ιδέα αυτή δεν φαίνεται να συμμερίζεται ούτε ο Πέτρος ούτε οι Δώδεκα, που διοικούν την χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων. Έτσι εξηγείται το ότι ο Στέφανος λιθοβολείται και οι ελληνιστές χριστιανοί εκδιώκονται από τα Ιεροσόλυμα -από τους Ιουδαίους-, οι υπόλοιποι χριστιανοί υπό την ηγεσία των Δώδεκα δεν θίγονται και συνεχίζουν την παραμονή τους στα Ιεροσόλυμα. Οι ελληνιστές Ιουδαίοι χριστιανοί πληρώνουν με σκληρό διωγμό την επαναστατική θεολογία τους αλλά με αυτόν τον τρόπο ανοίγουν αυτοί πρώτοι τον ιστορικό δρόμο του Χριστιανισμού.

Πραγματικά, ό,τι συμβαίνει στην ιστορία του Χριστιανισμού από εκεί και πέρα φαίνεται να είναι συνέπεια αυτής της πρώτης επαναστατικής θεολογίας των «ελληνιστών». Ο Φίλιππος, σημαντικός ελληνιστής, αρχίζει την χριστιανική ιεραποστολή του στη Σαμάρεια και έτσι γίνεται το πρώτο βήμα της απόσπασης του Χριστιανισμού από το στενό εθνικιστικό ιουδαϊκό περιβάλλον. Ο Πέτρος και ο Ιωάννης αποστέλλονται στη Σαμάρεια μόνο μετά την ιεραποστολική εργασία των «ελληνιστών» εκεί.

Αλλά οι πιο σημαντικές εξελίξεις στην ιστορία του Χριστιανισμού, που οφείλονται στην παρουσία των «ελληνιστών», πραγματοποιούνται στην Αντιόχεια, το πρώτο μεγάλο κέντρο που μεταφυτεύεται ο Χριστιανισμός από τα Ιεροσόλυμα, για να μεταφερθεί από εκεί στην υπόλοιπη ελληνορωμαϊκή οικουμένη. Η Αντιόχεια αυτό το κάστρο του Ελληνισμού στον συριακό κόσμο, ο χώρος συνάντησης του σημιτικού και του ελληνικού πνεύματος είναι ο τόπος στν οποίο εγκαθίστανται οι «ελληνιστές» μετά τη εκδίωξη τους από τα Ιεροσόλυμα. Εκεί πρωτοστατούν στην αποδοχή μη Ιουδαίων, δηλαδή Ελλήνων, «εθνικών» στην χριστιανική κοινότητα χωρίς δεσμέυσεις στον Μωσαϊκό Νόμο, δηλαδή χωρίς περιτομή κλπ. Έτσι χάρη στους ελληνιστές γίνεται το πρώτο άνοιγμα του Χριστιανισμού στον καθαρά ελληνικό χώρο και δημιουργούνται στη Αντιόχεια οι πρώτες μικτές από Ιουδαίους και Έλληνες χριστιανικές κοινότητες.

Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής είναι να πάψει να θεωρείται ο Χριστιανισμός σαν ιουδαϊκή αίρεση και να αποκτήσει δική του οντότητα (έτσι η ονομασία «χριστιανοί» εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αντιόχεια). Η εξέλιξη αυτή θα δημιοιυργήσει προβλήματα στην αρχική Εκκλησία, που θα απειλήσουν προς στιγμήν τη ενότητά της, αλλά δρόμος που άνοιξαν οι «ελληνιστές» δεν μπορούσε να κλείσει πλέον. Είναι ο δρόμος που ακολουθεί ο Πέτρος με το όραμα που τον παροτρύνει να βαφτίσει εθνικούς χωρίς να θέσει τον όρο της περιτομής.

Τον ακολουθεί και ο άλλος μεγάλος Ιουδαίοος, ο Παύλος, του οποίου η μεταστροφή στον Χριστιανισμό μπορεί ιστορικά να κατανοηθεί μόνο με την προϋπόθεση ότι ήδη πριν από αυτόν υπήρχε μια ιουδαϊκή χριστιανική κοινότητα που δεν τηρούσε τον ιουδαϊκό Νόμο. Αυτός θα δώσει την πρώτη θεμελιώδη θεωρητική δικαίωση της απόσπασης του Χριστιανισμού από τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Θα κηρύξει την ελευθερία «από του νόμου» και την εισδοχή των «εθνικών» Ελλήνων στην Εκκλησία, αλλά και θα επισημάνει όσο κανείς άλλος τις ιουδαϊκές καταβολές του Χριστιανισμού, την αντίληψη ότι το Ισραήλ αποτελεί τον κορμό στον οποίο εγκεντρίζονται οι Έλληνες.

Οι «ελληνιστές» μετά τη εκδίωξή τους από τα Ιεροσόλυμα αρχίζουν ευρύ ιεραποστολικό έργο που καλύπτει περιοχές όπως η μεσογειακή ακτή της Παλαιστίνης, στην οποία δρα ο Φίλιππος, με κοινότητες στις πόλεις Λύδδα, Ιώππη, Άζωτο, ακόμη και στη Καισάρεια που είναι η έδρα του Ρωμαίου διοικητή. Περνώντας από τη Φοινίκη διαδίδεται ο Χριστιανισμός στην Αντιόχεια για να φτάσει τελικά στην Κύπρο.

Σε όλες αυτές τις εξελίξεις πρωτοστατεί ο Ιωσής Βαρνάβας, ελληνιστής Ιουδαίος της Διασποράς, «Κύπριος εν γένει», που τιμάται σήμερα ως ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου. Ξεχωρίζει ο ρόλος του στην διατήρηση της ενότητας Ιεροσολύμων και Αντιόχειας. Η ενότητα αυτή για την οποία οι ελλληνιστές ενδιαφέρονται πολύ, έχει σημασία για τον αρχικό Χριστιανισμό, γιατί τα Ιεροσόλυμα ως τόπος ανάστασης του Χριστού, δεν είχαν πάψει να θεωρούνται όχι μόνο ως η αρχή, αλλά και ως η εσχατολογική κατάληξη του Χριστιανισμού.

Η έγκριση της κοινότητας των Ιεροσολύμων είναι για τις ενέργειες των «ελληνιστών» αποφασιστικής σημασίας, και γι’ αυτό ο ρόλος του Βαρνάβα ως μεσίτη μεταξύ Ιεροσολύμων και Αντιόχειας θεωρείται σημαντικός. Η έγκριση των Ιεροσολύμων δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά η όλη προσπάθεια για τη εξασφάλισή της δείχνει ότι στο κρίσιμο αυτό σημείο της ιστορίας του Χριστιανισμού το άνοιγμα που κάνουν πρώτοι οι «ελληνιστές» προς τους Έλληνες δεν είναι επανάσταση, αλλά φυσιολογική εξέλιξη.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους