Οι ελληνικές πόλεις του δυτικού Εύξεινου Πόντου, ανάμεσα στις οποίες κυριότερες ήταν η Ίστρος, οι Τόμοι (ή Τόμις), η Κάλλατις, η Μεσημβρία και η Απολλωνία, γνώρισαν την ελληνιστική εποχή αρκετές περιπέτειες τόσο στις σχέσεις τους με τα γειτονικά βαρβαρικά φύλα όσο και μεταξύ τους. Η προσήλωσή τους στη πατροπαράδοτη αντίληψη της πόλης-κράτους έκανε αδύνατη την πραγματοποίηση μιας συνένωσης, αν και τις συνέδεαν κοινά προβλήματα και συμφέροντα.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι πόλεις αυτές αποτέλεσαν τμήματα της επικράτειας του Λυσιμάχου που σχεδίαζε να δώσει στο βασίλειο του μια ελληνική χροιά, ανάλογη με εκείνη που έδωσαν στα δικά τους οι Σελευκίδες και οι Πτολεμαίοι. Για την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου υπολόγιζε πολύ στη βοήθεια των ελληνικών αυτών εστιών. Γι΄αυτό αντιτάχθηκε με μεγάλο πείσμα αλλά και σκληρότητα σε κάθε απόπειρα τους να ανακτήσουν την αυτονομία τους. Όταν όμως πέθανε ο Λυσίμαχος και διαλύθηκε το κράτος του, οι ελληνικές πόλεις ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους, συγχρόνως όμως οι Γέτες πέρασαν ανενόχλητοι τον Ίστρο και ξεχύθηκαν στις νοτιότερες περιοχές της χερσονήσου του Αίμου.
Όλη σχεδόν η ισορία των ελληνικών πόλεων του Εύξεινου Πόντου στην ελληνιστική εποχή είναι η ιστορία της πάλης τους γαι τα εδάφη από τα οποία εξαρτιόταν όχι μόνο η ευημερία αλλά και η ίδια η ύπαρξή τους. Και η πάλη τους αυτή ήταν περισσότερο διπλωματική παρά στρατιωτική, γιατί όπως παρατηρεί ο Πολύβιος για το Βυζάντιο που αντιμετώπιζε ανάλογα προβλήματα, και αν ακόμη νικούσαν κάποιο φύλο, δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από την πίεση.
Έτσι συμμαχούσαν συχνά με το ένα φύλο εναντίον του άλλου και κολάκευαν τους Γέτες ηγεμόνες για να επιτύχουν τους σκοπούς τους, με αποτέλεσμα να αποθρασύνονται οι βάρβαροι περισσότερο και να ζητούν όλο και μεγαλύτερους φόρους. Μολονότι για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κρίσιμης κατάστασης ήταν απαραίτητη η αλληλοβοήθεια, ωστόσο οι ελληνικές πόλεις δεν έπαυσαν να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, όπως έγινε με τον πόλεμο μεταξύ Καλλάτιδος και Βυζαντίου το 260 π.Χ. και αργότερα τον 2ο π.Χ. αιώνα με τη σύγκρουση Μεσημβρίας και Απολλωνίας.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε, όταν προς το τέλος του 3ου ή τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα πολυάριθμα σκυθικά φύλα ήρθαν στις εκβολές του Ίστρου και εγκαταστάθηκαν στις εύφορες περιοχές που ως τότε κατείχαν Γέτες και οι οποίες ονομάσθηκαν Μικρά Σκυθία. Οι Έλληνες άποικοι των παραλίων συνήψαν με τους νέους γείτονες σχέσεις καλής γειτονίας, που βασίζονταν όμως πάντοτε στην καταβολή φόρου από μέρους των ελληνικών πόλεων με αντάλλαγμα την προστασία τους.
Οι δυτικές ελληνικές πόλεις είχαν δημοκρατικό πολίτευμα. Το γεγονός όμως ότι σε όλη τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων συναντά κανείς τους ίδιοους θεσμούς δεν σημαίνει ότι τίποτα δεν άλλαξε στις πόλεις αυτές από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως την υπαγωγή τους στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Υπήρχε από τη μια μεριά ολοένα μικρότερη μειονότητα πλουσίων και από την άλλη το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, του οποίου η θέση χειροτέρευε διαρκώς. Η κατάσταση οδήγησε σε πολλές κοινωνικές ταραχές στις οποίες δενε αποκλείεται να έλαβαν μέρος και δούλοι. Η συσσώρευση μεγάλου αριθμού χρυσών και αργυρών νομισμάτων στα χέρια ενός μόνο ανθρώπου ή μιας οικογένειας, σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μεγάλη κοινωνική διαφοροποίηση υπήρχε και στη γηγενή κοινωνία που ερχόταν σε άμεσες σχέσεις με τους Έλληνες.
Ίστρος, Τόμοι, Κάλλατις
Η Ίστρος, η βορειότερη από τις ελληνικές πόλεις της δυτικής ακτής, ήταν χτισμένη κοντά στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. Το 3ο και τον 2ο π.Χ. αιώνα σστάθηκε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της περιοχής. Υπήρχε ένα συμβούλιο «συνέδρων» με κύρια αποστολή την σύνταξη των προτάσεων που υποβάλλονταν στην εκκλησία του δήμου και ένα άλλο συμβούλιο «επιστατών» επιφορτισμένο με τη διεύθυνση των συζητήσεων στις συνελεύσεις του δήμου. Στρατιωτικές κυρίως αρμοδιότητες ασκούσαν οι λεγόμενοι «ηγεμόνες» που επέβλεπαν επίσης τη δημοσίευση των αποφάσεων της Εκκλησίας, ενώ οι «οικονόμοι» και οι «μερισταί» ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά ζητήματα.
Τέλος, στην Ίστρο συναντάμε και τον θεσμό των «ορφανιστών», που συνίστατο στην επιστασία από την πόλη της ανατροφής των ανήλικων ορφανών. Η κοινωνική διαφοροποίηση ήταν ιδιαίτερα αισθητή στην Ίστρο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους: για να περιοριστεί η οξύτητα των κοινωνικών αντιθέσεων είχε καθιερωθεί και ο θεσμός της «σιτωνίας» που απέβλεπε στην εξασφάλιση τροφίμων για τα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού.
Κατά της ελληνιστικής εποχής η έκταση της πόλης έφτασε τα 35 εκτάρια και ο πληθυσμός της στον μεγαλύτερο ως τότε αριθμό. Έξω από τα τείχη ζούσαν τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού, σε ένα μεγαλό ποσοστό αυτόχθονες. Αν και γνώριζε οικονομικές δυσκολίες κατά τη διάρκεια του 2ου π.Χ. αιώνα, ήταν ικανή να βοηθήσει την Απολλωνία εναντίον της Μεσημβρίας. Από τη χρονική αυτή στιγμή παρατηρείται μια αύξηση των μη ελληνικών στοιχείων στην πόλη. Προς το τέλος του 2ου π.Χ. αιώνα υποχρεώθηκε να εξαγοράσει ακριβά την αποχώρηση των βαρβάρων που είχαν εισβάλει στα εδάφη της και να ανανεώσει την οχύρωσή της. Κοντά στην θάλσσα υπήρχε η ιερή ζώνη της πόλης, όπου βρίσκονταν οι ναοί. Μεταξύ αυτών ιδρύθηκε το α’ μισό του 3ου π.Χ. αιώνα και ένας ναός από μάρμαρο της Θάσου αφιερωμένος στον θρακικό «Μέγα θεόν».
Νοτιότερα από την Ίστρο ήταν η αποικία των Μηλισίων Τόμοι. Η πόλη αυτή φαίνεται πως βρισκόταν σε σχέση εξάρτησης από την Κάλλατι. Γύρω όμως στο 260π.Χ. Βυζάντιοι και Καλλατιανοί πολέμησαν για το μονοπώλιο των Τόμων και η σύγκρουση έληξε με την νίκη των πρώτων. Ο πόλεμος αυτός στάθηκε ορόσημο για την ιστορία της πόλης, γιατί φαίνεται πως από τότε μόνο χρονολογείται η ανεξαρτησία της. Διεξήγε ζωηρό εμπόριο με την Αλεξάδρεια, γεγονός που πιστοποιείται και από την ύπαρξη μιας ένωσης Αλεξανδρέων εμπόρων.
Εκεί που τελείωνε η επικράτεια των Τόμων άρχιζε η επικράτεια της Καλλάτιδος. Η πόλη αυτή πρωτοστάτησε στην επανάσταση των δυτικών ακτών του Εύξεινου κατά του Λυσιμάχου διώχνοντας τη φρουρά του (313π.Χ.), ο Λυσίμαχος όμως κατέστειλε την επανάσταση και ανάγκασε την πόλη να παραδοθεί το 304π.Χ. Χίλιοι κάτοικοι της Καλλάτιδος μετάναστευσαν τότε στο βασίλειο του Κιμέρειου Βοσπόρου και ο Εύμηλος του παραχώρησε γενναιόδωρα την πόλη Ψόα, για να εγκατασταθούν. Δεύτερο πλήγμα για την πόλη ήταν ο πόλεμος με το Βυζάντιο, από τον οποίο βγήκε ηττημένη, ταπεινομένη και στερημένη από τα δικαιώματά της στους Τόμους, χωρίς να μπορέσει να αναλάβει και να ανακτήσει την παλιά της δύναμη.
Οι τρεις αυτές πόλεις, Ίστρος, Τόμοι, Κάλλατις, αποτελούν τη βόρεια ομάδα των πόλεων του δυτικού Εύξεινου και ανήκουν στη σημερινή Ρουμανία. Μεταξύ της ομάδας αυτής και εκείνης των νοτίων πόλεων που ανήκουν σήμερα στη Βουλγαρία (μεσημβρα, Απολλώνία, Αγχίαλος) υπήρχαν μερικές δευτερεύουσας σημασίας πόλεις όπως η Βιζώνη και η Οδησσός για την ιστορία των οποίων οι πληροφορίες είναι ελάχιστες.
Μεσημβρία, Απολλωνία, Αγχίαλος
Από τις πόλεις της νότιας ομάδας η Μεσημβρία γνώρισε κατά τον 3ο και τον 2ο π.Χ. αιώνα αξιόλογη ακμή, χάρη στην ελαστικότερη πολιτική που ακολουθησε απέναντι στα βαρβαρικά φύλα που την περιέβαλαν. Επικεφαλή ςτου δήμου ήταν η συναρχία των έξι στρατηγών. Οι άρχοντες αυτοί ήταν υπεύθυνοι μεταξύ άλλων και για τη φρούρηση της πόλης, τη στρατολογία, την είσπραξη των φόρων, της προσφορά θυσιών κ.α.
Κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα οι Μεσημβρινοί κατέλαβαν αιφνιδιαστικά την Αγχίαλο, αποικία ζωτικής σημασίας των Απολλωνιατών και έφεραν τους τελευταίους σε πολύ δύσκολη θέση. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση έσωσε την Απολλωνία η βοήθεια που της έστειλε η Ίστρος. Με την κατάληψη της Αγχιάλου ο πόλεμος πήρε τέλος, αλλά η Μεσημβρία έλαβε πια τα σκήπτρα μεταξύ των νοτιότερων πόλεων της δυτικής ακτής του Εύξεινου Πόντου.
Κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα η οικονομική κατάπτωση είχε φέρει τις ελληνικές πόλεις του δυτικού Εύξεινου σε τέτοιο αδιέξοδο ώστε ο Μιθριδάτης ΣΤ’ Ευπάτωρ δεν δυσκολεύτηκε να τους επιβάλει την κυριαρχία του. Το αποτέλεσμα ήταν να βελτιωθεί η οικονομία αυτών των πόλεων και κατά συνέπεια να μετριασθούν οι κοινωνικές διαμάχες. Κατά τη διάρεκια του Γ’ Μιθριδατικού πολέμου οι πόλεις δέχθηκαν την επίθεση της στρατιάς του διοικητή της Μακεδονίας Μάρκου Τερέντιου Ουάρρωνος Λούκουλλου (72π.Χ.) που δήωσε συστηματικά τα θρακικά εδάφη προς Βόρεια του Αίμου και ως τον Δούναβη. Η περιοχή αυτή ωστόσο έμελλε να προσαρτηθεί ουσιαστικά στο ρωμαϊκό κράτος παρά μόνο γύρω στα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους