Εγγύς Ανατολή των Αράβων

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Ηρακλείου συντελέστηκε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, η ανάδειξη της θρησκείας του Ισλάμ. Σύμφωνα με το Ισλάμ, το 610 ο Μωάμεθ είχε την πρώτη του θρησκευτική αποκάλυψη. Ο θάνατός του το 632 εγκαινίαζε μια νέα εποχή στην Εγγύς Ανατολή, προοιωνιζόταν τις αραβικές κατακτήσεις που μετέβαλαν το πολιτικό και πολιτιστικό χάρτη σημαντικού τμήματος της υφηλίου και τελικά προκάλεσε την δραματική υποχώρηση του Ελληνισμού, ως παράγοντα του πολιτικού και πολιτιστικού βίου της Εγγύς Ανατολής.

Εγγύς Ανατολή των Αράβων
Αραβική καμήλα
Πώς ήταν όμως η Αραβία πριν το Ισλάμ;

Υπάρχει μια βασική διαφορά μεταξύ της ιστορίας της βόρειας και της Νότιας Αραβίας, η οποία συμπίπτει με τους θεμελιακά διαφορετικούς τύπους κοινωνιών που επικρατούσαν στις δύο περιοχές. Στην νότια, την Ευδαίμονα Αραβία, είχε διαμορωθεί μια μόνιμα εγκατεστημένη κοινωνία, η οποία, χάρη στο ανεπτυγμένο αρδευτικό σύστημα που είχε δημιουργήσει αποζούσε από τη γεωργία και την καλλιέργειας μυρωδικών και αρωματικών φυτών. Μια σειρά βασιλείων είχε διαδεχθεί το ένα το άλλο, με αποκορύφωμα το βασίλειο των Ομηριτών, που τον 6ο αιώνα είχε ήδη εξαφανισθεί και αυτό μετά την αιθιοπική και κατόπιν την περσική κατάκτηση της Ευδαίμονος Αραβίας.

Η κοινωνία της βόρειας Αραβίας, αντίθετα, διακρινόταν από ρευστότερη κοινωνική οργάνωση, των Βεδουίνων νομάδων (Σκηνιτών), των οποίων η βασική οργάνωση δεν ήταν μοναρχική, αλλά φυλετική. Παρ’ όλο που υπήρχε ένας μικρός αριθμός αστικών κέντρων, το κυριότερο των οποίων ήταν η Μέκκα η πατρίδα του ίδιου του Μωάμεθ, η πλειονότητα των Αράβων διήγε νομαδικό βίο μακριά από τέτοιες πόλεις. Ακόμη και μέσα στις πόλεις ο αστικός βίος δεν ήταν αρκετά προηγμένος ώστε να επιτρέπει την επικράτηση πραγματικά αστικής νοοτροπίας. Αυτές οι πόλεις αποτελούσαν ουσιαστικά ημιφυλετικούς οργανισμούς, τα ήθη και η διακυβέρνηση των οποίων παρέμεναν προσηλωμένα στο ίδιο φυλετικό σύστημα που κυριαρχούσε μεταξύ των φυλών της ερήμου.

Η κοινωνία των Βεδουίνων της βόρειας Αραβίας περιστρεφόταν γύρω από τη χρήση της καμήλου, η εξημέρωση της οποίας πολλούς αιώνες νωρίτερα είχε επιτρέψει στους Άραβες να ζουν στην αραβική έρημο. Οι φυλές και οι υποδιαιρέσεις τους -πατριές- αποτελούσαν τους βασικούς θεσμούς των Αράβων της βόρειας Αραβίας, όσων πλανώνταν στην έρημο από όαση σε όαση σε αναζήτηση βοσκών για τα ποίμνιά τους, αλλά και όσων ζούσαν εγκατεστημένοι σε πόλεις όπως η Μέκκα και η Αίθριβος. Ο ύστατος συνεκτικός δεσμός για την αντιμετώπιση των δυνάμεων της φύσης ως την ανώτατη πολιτική ενότητα ήταν η μονάδα στην οποία κορυφώνονταν όλες οι ελάσσονες οντότητες, άτομα, οικογένειες, πατριές. Η ζωή έξω από τη φυλή ήταν αδιανόητη. Η αποβολή από τη φυλή ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη.

Γαιίες, οάσεις κα τα συναφή αποτελούσαν κοινό κτήμα όλων των μελών της φυλής.Η αντεικδίκηση ήταν όπλο με το οποίο η φυλή κατοχύρωνε την ασφάλειακ άθε ατόμου, επειδή κάθε φυλή αντιλαμβανόταν ότι η πρόκληση βλάβης σε μέλος άλλης φυλής θα εγκαινίαζε ατέρμονη αιματηρή διένεξη.

Η μετανάστευση αραβικών φυλών από την αραβική χερσόνησο οδήγησε διαμέσου των αιώνων στην εγκατάσταση σημαντικών ομάδων Βεδουίνων στη Συρία, την Ιορδανία και την «Γόνιμη» Ημισέληνο. Τέτοιοι Βεδουίνοι ίδρυσαν το βασίλειο των Ναβαταίων και της Παλμύρας, που έκανε μια σύντομη, αλλά εντυπωσιακή εμφάνιση στο ιστορικό στερέωμα κατά τους πολέμους του 3ου αιώνα μεταξύ Σασανιδών και Ρωμαίων.

Ορισμένες περιοχές της Συρίας φαίνεται να είχαν αξιόλογο αραβικό πληθυσμό κατά τις παραμονές της αραβικής κατάκτησης. Ιδαίτερα σημαντικοί πληθυσμοί ήταν οι Γασανίδες και οι Λαχμίδες. Οι πρώτοι αποτέλεσαν σταδιακά πελατικό κράτος του Βυζαντίου στα βυζαντινά σύνορα. Το γένος των Γασανιδών εμφανίζονται ως φύλαρχοι των νοτίων αραβικών φυλών υπό βυζαντινό έλεγχο. Μονοφυσίτες το θρήσκευμα οι Γασανίδες Άραβες, έναντι βυζαντινής οικονομικής ενίσχυσης πολέμησαν τους Λαχμίδες, που διατηρούσαν ανάλογη σχέση με την Περσία. Οι τελευταίοι υπό τον φύλαρχό τους Νουμάν Γ΄ήταν Νεστοριανοί χριστιανοί, που ως πελάτες των Σασανιδών είχαν αναλάβει την υπεράσπιση των περσικών συμφερόντων κατά την βυζαντινο-περσική διένεξη. Παρ’όλο που είχαν παρακμάσει κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, τα δύο αυτά βασίλεια αποτέλεσαν μια επιπλέον γέφυρα μεταξύ των Αράβων της αραβικής χερσονήσου και των μεγάλων αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης και της Κτησιφώντας.

Η φυλή των Κορασινών είχε επιβληθεί στη Μέκκα, και από την εκμετάλλευση του ειδωλατρικού της ιερού και του διεθνούς διαμετακομιστικού εμπορίου ειχε αποκτήσει πλούτο, πείρα και κάποια καλλιέργεια μεγαλύτερη από εκείνων των άλλων φυλών της βόρειας Αραβίας. Το προσκύνημα στο ιερό της Καάβας προσείλκυε στη Μέκκα μέλη φυλών για την λατρεία των θεαιών Αλιλάτ, Μανάτ, αλ-Ουζζά, για τη λατρεία του Αλλάχ και ορισμένων ειδώλων, εξασφαλίζοντας έτσι στη φυλή των Κορασινών σημαντική θέση και πηγή πλουτισμού. Σημαντική είναι και η εξαμηνιαία οργάνωση «συνοδιών» (καραβανιών) προς τη Συρία, δραστηριότητα που τους επέτρεπε να συμμετέχουν στο ευρύτερο εμπορικό ρεύμα μεταξύ Ινδίας και βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κατά αυτόν τον τρόπο όχι μόνο απέκτησαν πλούτο, αλλά και οργανωτικές ικανότητες, και τελικά γνωρίστηκαν με τον έξω κόσμο.

Όσον αφορά τη θρησκεία οι κάτοικοι της βόρειας Αραβίας ήταν σε ένα στάδιο θρησκευτικής ανάπτυξης, που χαρακτηρίστηκε ως «πολυδαιμονισμός», λατρεύοντας δαίμονες και επιδιδόμενοι στον φετιχισμό και την ζωολατρεία. Ορισμένες θεότητες εμφανίζονται ήδη όπως εκείνες της Καάβας της Μέκκας, αλλά ο Αλλάχ δεν φαίνεται να έχει ακόμη αποκτήσει κυρίαρχη θέση. Υπήρχαν οπαδοί του Ιουδαϊσμού, όχι μόνο στη βόρεια αλλά και στη νότια Αραβία, όπου ο τελευταίος Ομηρίτης βασιλιάς Δαμιανός υιοθέτησε τον ιουδαϊσμό ως επίσημη θρησκεία του βασιλείου του και εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών Αράβων των Νεγράνων. Ο Χριστιανισμός είχε επίσης διαδωθεί μεταξύ ορισμένων αραβικών φύλων, όπως των Γασανιδών και των Λαχμιδών. Τέλος, υπήρχαν άτομα γνωστά ως «χανίφες», που ακολουθούσαν μια μορφή μονοθεϊσμού διαφορετική και από τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό.

Μετά τους περσικούς πολέμους που διεξήγε ο Ηράκλειος οι περιοχές της Εγγύς Ανατολής ήταν ευάλωτες, για πολιτικούς, ιδεολογικούς αλλά και θρησκευτικούς λόγους, στην κατάκτηση από άλλους λαούς. Έτσι την περίοδο 629-642 οι Άραβες είχαν κατορθώσει να κατακτήσουν την Συρία, την Ιορδανία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Τα γεγονότα αυτής της περιόδου αποτελούν ορόσημο της παγκόσμιας ιστορίας, που πάνω του τέθηκαν τα θεμέλια ενός νέου πολιτισμού. Για το Βυζάντιο τα γεγονότα αυτά υπήρξαν ολέθρια, αν και οι υπολειπόμενες βυζαντινές επαρχίες της Μικράς Ασίας και της νότιας χερσονήσου του Αίμου έμελλε τελικά να αποτελέσουν μια περισσότερο ομοιογενή, συμπαγή δημογραφική βάση, ορθόδοξη και ελληνόφωνη στη συντριπτική της πλειοψηφία.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους