Δουκάτο των Αθηνών

Η κατάκτηση των αρχαίων ελληνικών πόλεων, Αθήνας και Θήβας, από τους Φράγκους προκάλεσε έκπληξη στον δυτικό κόσμο. Ο Όθων de la Roche, γιος κάποιου ευγενούς της Βουργουνδίας, έγινε από κάποιο θαύμα δούκας της Αθήνας και της Θήβας, στο Δουκάτο των Αθηνών. Η κυριαρχία των Βουγουνδίων αποτέλεσε τον κρίκο που συνέδεε τη μεσαιωνική δυτική παράδοση με την αρχαία Ελλάδα. Η Αθήνα καταπιεσμένη από τους άρχοντες της είχε μεταβληθεί πριν την Δ’ Σταυροφορία σε ένα ασήμαντο χωριό. Με την φραγκοκρατία η Αθήνα ξύπνησε στη συνείδηση της Ευρώπης από τη λήθη των αιώνων και απέκτησε ξανά ενδιαφέρον.

Δουκάτο των Αθηνών
Ο Φράγκικος Πύργος

Ούτε η εύκολη κατάκτηση, ούτε το ένδοξο παρελθόν εμπόδισε τους σταυροφόρους να επιδοθούν σε καταστροφές. Λεηλάτησαν την Ακρόπολη, σύλησαν ναούς και έλιωσαν πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη. Όμως η αναστάτωση που προκάλεσε ο ερχομός των Φράγκων γρήγορα πέρασε, και οι Αθηναίοι, λαϊκοί και κληρικοί αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με τη νέα κατάσταση.

Σε αντίθεση με τους Βιλλεαρδουΐνους που εγκατέλειψαν τη διοίκηση της ηγεμονίας της Αχαΐας στους επιτρόπους του βασιλείου της Νεαπόλεως, οι Βουργούνδιοι διατήρησαν τα οικογενειακά τους φέουδα ένα σχεδόν ακόμη αιώνα. Αφού κυβέρνησε τις νέες κτήσεις για μια εικοσαετία περίπου, ο Όθων επέστρεψε με την οικογένεια του στην Βουργουνδία, αφήνοντας κληρονόμο τον ανηψιό του Γκυ (1225-1263).

Στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα η κυριαρχία των La Roche απλώθηκε στην Θεσσαλία και στην Αχαΐα. Με το γάμο του Γουλιέλμου και της Ελένης Κομνηνής Δούκαινας, κόρης του σεβαστοκράτορα Ιωάννη, ο νέος δούκας της Αθήνας, κύριος ήδη της Λιβαδειάς, πρόσθεσε στα φέουδά του ως προικώες πόλεις την Γραβιά, το Σιδηρόκαστρο, το Γαρδίκι και τη Λαμία. Μετά τον θάνατό του, το 1287, ανέλαβε την κηδεμονία του ανήλικου γιου του Γκυ Β’, η Ελένη Κομνηνή Δούκαινα και αργότερα ο Ούγος de Brienne, δεύτερος σύζυγος της Ελένης.

Το 1303, οι άρχοντες της Θεσσαλίας έσπευσαν να αναθέσουν την διοίκηση χώρας τους στον Γκυ Β’ ζητώντας την προστασία του Φράγκου ηγεμόνα εναντίον των επεκτατικών βλέψεων των δεσποτών της Ηπείρου. Διάδοχος του Γκυ και τελευταίος εκπρόσωπος της γαλλοκρατίας στην Στερεά Ελλάδα ήταν ο Gautier, γιος του Ούγου de Brienne (1308-1311).

Η πρόσληψη, το 1303, των Καταλανών ως μισθοφόρων στην υπηρεσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα εναντίον των Οθωμανών της Μικράς Ασίας είχε βαρύτατες συνέπειες για την τύχη του φραγκοκρατούμενου στερεοελλαδικού χώρου. Η δολοφονία του αρχηγού τους Ρογήρου de Flor έδωσε στους Καταλανούς την αφορμή για επανάσταση. Αφού εγκαταστάθηκαν στην Καλλίπολη και λεηλάτησαν την Θράκη και τη Μακεδονία, μετά την αποτυχία τους να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, προχώρησαν νότια και ζήτησαν να καταταγούν στην υπηρεσία του δούκα της Αθήνας. Δεν άργησαν όμως να συγκρουσθούν με τον Μέγα Κυρ και ύστερα από την περιφανή τους νίκη, στο 1311, στη μάχη που έγινε στον Αλμυρό, κατέλαβαν την Θήβα και έπειτα την Αθήνα. Έτσι κατέλυσαν τη γαλλική κυριαρχία και δημιούργησαν καταλανικά κρατίδια.

Οι Καταλανοί αδυνατώντας να βρουν ικανό αρχηγό, επειδή η νίκη τους στον Αλμυρό είχε προκαλέσει την εχθρότητα του πάπα, της Βενετίας και της ηγεμονίας της Αχαΐας, απευθύνθηκαν στον Φρειδερίκο Β’ βασιλιά της Σικελίας. Ο τελευταίος τοποθέτησε επικεφαλής της Εταιρείας τον πενταετή γιο του Μαμφρέδο και αργότερα έστειλε τον νόθο γιο του Don Alfonso Fadrique ως γενικό επίτροπο του νέου δούκα. Το 1319, ο Αλφόνσο κατέλαβε το δουκάτο των Νέων Πατρών, το Σιδηρόκαστρο, το Λιδωρίκι, το Δομοκό, τα Φάρσαλα, το Γαρδίκι, τη Λαμία και τα Σάλωνα και χάρη στον γάμο του με την κόρη του τριάρχου της Εύβοιας έγινε κύριος των σπουδαιότερων ευβοϊκών πόλεων.

Ο ελληνικός πληθυσμός δέχθηκε χωρίς αντίδραση την αλλαγή της κυριαρχίας. Ανίκανος να αντισταθεί, παρακολουθούσε παθητικά κάθε μεταβολή της πολιτικής κατάστασης, που δεν διέφερε ουσιαστικά από την προηγούμενη, αφού δεν σήμαινε βελτίωση της θέσης του. Είναι ενδεικτικό ότι δεν πρόσφερε καμία βοήθεια στον γιο του τελευταίου έκπτωτου Φράγκου δούκα, που 20 χρόνια μετά τη μάχη του Αλμυρού επιχείρησε να ανακαταλάβει τις πατρώες κτήσεις. Όσοι από τους Έλληνες παρέμειναν στον τόπο τους προσπάθησαν να επιβιώσουν υπό τις διάφορες ξενικές κατοχές, με την ελπίδα ότι ο νέος κατακτητής θα τους εξασφάλιζε καλύτερες συνθήκες ζωής.

Οι Καταλανοί εγκαθίδρυσαν στην Ελλάδα πολιτικούς, στρατιωτικούς και διοικητικούς θεσμούς με τη νοοτροπία και τις παραδόσεις τους. Τις σχέσεις κυριάρχων και λαού καθόριζαν τα «Άρθρα» ή τα «Καταστατικά» γραμμένα στην καταλανική γλώσσα και βασισμένα στις «συνήθειες», δηλαδή το ισχύον δίκαιο της Βαρκελώνης, ενώ το δημοτικό τοπικό σύστημα αντικατέστησε τη φεουδαρχική οργάνωση των Φράγκων. Κάθε πόλη είχε δικό της διοικητή, «καστελάνο» ή «καπιτάνο», και χωριστές δημοτικές αρχές με αντιπροσώπους στο τοπικό συμβούλιο. Ο γενικός επίτροπος διοριζόταν από τον δούκα, στο οποίο και ορκιζόταν πίστη. Πρωτεύουσα του δουκάτου έγινε η Θήβα, το πολιτικό και εμπορικό κέντρο των καταλανικών κρατιδίων στην Ελλάδα, και του βόρειου δουκάτου οι Νέες Πάτρες (Υπάτη). Η καταλανική γλώσσα διαδέχθηκε την «lingua franca» και ορίσθηκε επίσημη γλώσσα του καταλανοκρατούμενου ελληνικού χώρου. Ο καγκελάριος της Εταιρείας σφράγιζε τα έγγραφα με ειδική σφραγίδα που απεικόνιζε τον Άγιο Γεώργιο, προστάτη της Καταλονίας.

Τα κοινωνικά, θρησκευτικά, γλωσσικά και πολιτιστικά όρια που χώριζαν τους κατακτητές από τους ελληνικούς πληθυσμούς ήταν απόλυτα. Οι Καταλανοί ήταν οργανωμένοι σε μια κλειστή θρησκευτική και κοινωνική ομάδα, γιατί κάθε ανάμιξη με τους αυτόχθονες απειλούσε τη φυλετική ακεραιότητα και την επιβίωση τους στον ελληνικό χώρο. Αριθμητικά άλλωστε οι κατακτητές ήταν ελάχιστοι σε σχέση με τους Έλληνες.

Η καταλανική νομοθεσία απαγόρευε στους Έλληνες να συνάπτουν γάμους με γυναίκες καθολικού δόγματος ώστε να μην μπορούν να πλησιάσουν οι ντόπιοι τους ξένους. Οι Καταλανοί απαγόρευαν επίσης στους Έλληνες να έχουν κτηματική περιουσία, επειδή η θέση των κατακτητών θα γινόταν επισφαλής, αν η γη, από την οποία πήγαζε η πολιτική και στρατιωτική τους δύναμη, περνούσε στα χέρια των γηγενών. Το μόνο επάγγελμα που είχαν δικαίωμα να ασκούν οι Έλληνες ήταν αυτό του νοτάριου.

Η στρατοκρατία των Καταλανών στην Αττική και Βοιωτία δεν επηρέασε ούτε τη γλώσσα ούτε την ελληνική, γενικότερα, παιδεία. Οι Έλληνες διατηρώντας για πολλά χρόνια στη μνήμη τους τη βία και τις καταστροφές που συνόδευαν την πρώτη κυρίως εμφάνιση των κατακτητών στον ελληνικό χώρο, χρησιμοποίησαν το όνομα «Καταλανός» για υβριστικό.

Στην Αθήνα, η μόνη ανάμνηση από τη λατινική κυριαρχία ήταν ο λεγόμενος «Φράγκικος Πύργος», που σωζόταν στην Ακρόπολη ως το 1874, οπότε με ενέργειες του Σλήμαν κατεδαφίστηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία. Άγνωστο παραμένει αν ο «Φράγκικος Πύργος» ήταν έργο των Βουργουνδίων, των Καταλανών ή των Φλωρεντινών. Ανεξάρτητα όμως από την προέλευση του, η παρουσία του κτίσματος αυτού ανάμεσα στα μνημεία του ιερού βράχου της Ακρόπολης με την αλλοίωση που έφερε στο περιβάλλον, φανερώνει πόσο ξένοι προς το ελληνικό πνεύμα ήταν οι λαοί της μεσαιωνικής Ευρώπης, που κατέκτησαν, τον 13ο αιώνα, τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους