Ο Αλέξανδρος πέθανε. Ενώ πλήθος ένοπλοι Μακεδόνες συνωστίζονταν στις πύλες των ανακτόρων, ο Περδίκκας, ο ανώτατος αξιωματούχος του κράτους αφότου είχε διαδεχθεί, έστω και ανεπίσημα τον Ηφαιστώνα μετά τον θάνατο του τελευταίου, στη θέση του χιλιάρχου, συγκάλεσε τους σωματοφύλακες και άλλους ανώτερους αξιωματούχους και φίλους του νεκρού Αλέξανδρου να αποφασίσουν για την διαδοχή της βασιλείας.
Η γνώμη του Περδίκκα ήταν να περιμένουν τον τοκετό της Ρωξάνης με την ελπίδα πως θα γεννιόταν αγόρι, για να διαδεχθεί τον πατέρα του. Ο λόγος για τον οποίο πρότεινε αυτή τη λύση ο Περδίκκας ήταν ολοφάνερος. Υπολόγιζε πως η αποδοχή της θα επέβαλε τον διορισμό επιτρόπου που, για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα ήταν ο ουσιαστικός κυρίαρχος του κράτους, και πίστευε πως κανείς δεν μπορούσε να προβάλει μεγαλύτερες αξιώσεις από τον ίδιο, που κατείχε ήδη τον ανώτατο αξίωμα και στον οποίο ο Αλέξανδρος είχε εμπιστευθεί το δαχτυλίδι με την σφραγίδα του.
Ο Αριστόνους υποστήριξε την πρόταση του Περδίκκα, άλλοι όμως αξιωματούχοι, που διέβλεπαν τις συνέπειες μιας τέτοιας λύσης, αντέδρασαν είτε γιατί δεν ανέχονταν να αναγνωρίσουν έναν μιξοβάρβαρο ως βασιλέα των Μακεδόνων, είτε γιατί φιλοδοξούσαν να καρπωθούν οι ίδιοι την κληρονομιά του Αλέξανδρου.
Ενώ άλλοι αντέταξαν τα δικαιώματα του Αρριδαίου, του διανητικώς ανάπηρου ετεροθαλούς αδελφού του Αλέξανδρου, ο Πτολεμαίος υποστήριξε την άποψη ότι την ανάληψη της εξουσίας δεν την δικαιώνει η βασιλική καταγωγή, αλλά η προσωπική ικανότητα, και ακόμη δεν θα ήταν σωστό άλλος να έχει τον τίτλο του βασιλιά και άλλος να κυβερνά. Κατά την γνώμη του καλύτερη λύση θα ήταν να ανατεθεί η κυβέρνηση του κράτους σε συμβούλιο στενών συνεργατών του νεκρού βασιλιά, καθένας από τους οποίους θα αναλάμβανε τη διοίκηση ορισμένων επαρχιών. Το συμβούλιο θα συνερχόταν κάθε φορά που υπήρχε ανάγκη και οι αποφάσεις θα λαμβάνοντανμε πλειοψηφία.
Η ανοιχτή ρήξη των εκπροσώπων των διαφόρων τάσεων αποφεύχθηκε τελικά χάρη σε συμβιβαστική πρόταση του Πείθωνα. Ο Περδίκκας και ο Λεοννάτος, συγγενείς και οι δύο του βασιλικού οίκου θα ονομάζονταν επίτροποι του παιδιού που θα γεννούσε η Ρωξάνη, ενώ ο Αντίπατρος και ο Κρατερός στρατηγοί της Ευρώπης. Η διατήρηση της διάκρισης μεταξύ ευρωπαϊκού και ασιατικού τμήματος του κράτους και η διαίρεση της αρχής, τόσο στη Βαβυλώνα όσο και στην Πέλλα, απομάκρυνε τον κίνδυνο επιβολής μονοκρατορίας, χωρίς να διασπάται όμως η ενότητα του κράτους. Επιπλέον κατ΄ αυτόν τον τρόπο αποφευγόταν η μείωση του Αντίπατρου, χωρίς όμως να δυσαρεστηθεί ο Κρατερός, που εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την απόφαση του ΑΛέξανδρου, πορευόταν με 10.000 παλαιμάχους προς την Μακεδονία για να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο.
Η απόφαση όμως αυτή δεν είχε κανένα νομικό κύρος, Σύμφωνα με το μακεδονικό πολίτευμα τον βασιλιά αναδείκνυε το σύνολο των στρατευομένων Μακεδόνων, και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να ζητηθεί η γνώμη εκείνων που βρίσκονταν στην Μακεδονία με τον Αντίπατρο ή στην Κιλικία με τον Κρατερό. Οι Μακεδόνες που βρίσκονταν στην Βαβυλώνα όχι μόνο δεν συγκατένευσαν στη λύση που δόθηκε αλλά, προσκολλημένοι στις παραδόσεις και πιθανόν παρακινημένοι από τους ηγέτες εκείνους που δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τον γιο μιας ξένης ως βασιλιά, ανέδειξαν βασιλιά τον Αρριδαίο.
Για να αποφευχεί η σύγκρουση μεταξύ του αριστοκρατικής προέλευσης ιππικού, που δεν συμμεριζόταν τις προκαταλήψεις των Μακεδόνων, αλλά τασσόταν με την απόφαση των ηγτών του και του πλήθους των πεζεταίρων, αποφασίσθηκε από το συμβούλιο να σταλεί ο «ηγεμών των πεζών» Μελέαγρος για να τους επαναφέρει στην πειθαρχία. Ο Μελέαγρος όμως που ήταν δυσαρεστημένος από την διανομή των αξιωμάτων, αντί να τους συνετίσει, τους επαίνεσε για την εκλογή τους, τέθηκε επικεφαλής ως υπερασπιστής του νέου βασιλιά και συνόδευσε στα ανάκτορα τον Αρριδαίο. Οι σωματοφύλακες σκέφτηκαν προς στιγμήν να αμυνθούν, αλλά τελικά ύστερα από σύντομη αψιμαχία, προτίμησαν να αποσυρθούν και να στρατοπεδεύσουν στην πεδιάδα έξω από τη Βαβυλώνα.
Ο Μελέαγρος αντιλαμβανόταν πως για να κατοχυρώσει τη νίκη του έπρεπε να απαλλαγεί από τον Περδίκκα, που παρέμενε στη Βαβυλώνα. Έστειλε ανθρώπους για να τον σκοτώσουν, αλλά αυτοί πτοήθηκαν από το θάρρος του Περδίκκα, ο οποίος δεν δίστασε να τους επιτιμήσει για την πράξη που σχεδίαζαν και τον άφησαν να καταφύγει ανενόχλητος στο στρατόπεδο των ιππέων.
Τρεις μέρες πέρασαν κατά τις οποίες η κάθε παράταξη συγκέντρωνε σχέδια για να δώσει λύση στο αδιέξοδο. Με τη μεσολάβηση του Ευμένους άρχισαν οι συνεννοήσεις, οι οποίες κατέληξαν στη συνδιαλλαγή των δύο παρατάξεων. Κατά τη συμφωνία που επισφραγίστηκε με όρκο μπροστά στον νεκρό Αλέξανδρο, βασιλιάς ανακηρυσσόταν ο Αρριδαίος, με το όνομα Φίλιππος, παράλληλα όμως δεν παραγνωρίζονταν τα διακιώματα του παιδιού του Αλέξανδρου και της Ρωξάνης.
Ο Περδίκκας ονομαζόταν πια χιλίαρχος και το αξίωμα αυτό ήταν, σύμφωνα με τον Αρριανό «επιτροπή της ξυμπάσης βασιλείας», κάτι ανάλογο με την σημερινή πρωθυπουργία. Διορίσθηκε όμως ύπαρχος του ο Μελέαγρο. Αλλά και αυτό το τελευταίο μέτρο δεν κρίθηκε αρκετό, για να αποτραπεί ο κίνδυνος μονοκρατορίας. Γι’ αυτό διορίστηκε ο Κρατερός «προστάτης της Αρριδαίου βασιλείας», αντιβασιλέας δηλαδή με τη συμφωνία ίσως να γίνει αργότερα «προστάτης» και της βασιλείας του παιδιού της Ρωξάνης, η οποία μετά από λίγο καιρό γέννησε γιο, που ανακηρύχθηκε συμβασιλιάς και πήρε το όνομα Αλέξανδρος.
Ανατέθηκε στον Κρατερό αξίωμα ανώτερο από του χιλίαρχου, για να περιφρουρηθούν τα συμφέροντα του πνευματικά ανάπηρου βασιλιά. Πραγματικά η επιλογή του Κρατερού παρουσίαζε πολλά πλεονεκτήματα. Ο σωματοφύλακας αυτός είχε πολλούς φίλους μεταξύ των αριστοκρατών ενώ παράλληλα εξαιτίας της προσκολλήσεως του στις μακεδονικές παραδόσεις είχε την εμπιστοσύνη των πεζεταίρων. Επιπλέον βρισκόταν επικεφαλής 10.000 εμπειροπόλεμων ανδρών. Καθώς μάλιστα του εμπιστεύθηκαν την φύλαξη των βασιλικών θησαυρών, ήλπισαν πως μαζί με τον ύπαρχο Μελέαγρο και τον Αντίπατρο που παρέμενε στρατηγός αυτοκράτωρ της Ευρώπης θα αποτελούσε αποφασιστικό αντίβαρο στη δύναμη του χιλίαρχου.
Παρά την φαινομενική συμφιλίωση γύρω από τον νερκό ΑΛέξανδρο, ο Περδίκκας αντιλαμβανόταν πως η θέση του θα παρέμενε επισφαλής όσο ζούσε ο μόνος ανώτερος αξιωματούχους που βρισκόταν στη Βαβυλώνα, ο Μελέαγρος, ο οποίος ήδη μια φορά τον είχε εξαπατήσει και προδώσει. Την επομένη της συμφωνίας, σύμφωνα με την παραδοσιακή τελετή της κάθαρης του στρατεύματος, οι ιππείς και οι ελέφαντες υπό την ηγεσία του βασιλιά και του Περδίκκα προχώρησαν απειλητικά εναντίον της φάλαγγας. Οι πεζέταιροι αιφνιδιασμένοι δεν αντέδρασαν στη σύλληψη και την επί τόπου εκτέλεση των 30 πρωτεργατών της «στάσης» υπέρ του Αρριδαίου. Ο επικεφαλής τους Μελέαγρος που αντιλήφθηκε πως ο βασιλάς ήταν πια υποχείριος του εχθρού του, μάταια κατέφυγε σεένα ναό. Τα όργανα του χιλίαρχου τον κατεδίωξαν ως εκεί και τον θανάτωσαν.
Ο Περδίκκας μετά την θανάτωση των άμεσων αντιπάλων του εκμεταλλεύτηκε το κύρος της βασιλικής παρουσίας στη Βαβυλώνα και τη δυνατότητα να ελέγχει το νευραλγικό αυτό κέντρο για να συγκεντρώσει πραγματικά «την των όλων ηγεμονία». Σε αυτό συνέτεινε και η εξέλιξη των γεγονότων που δεν επέτρεψε στον Κρατερό να επιστρέψει κοντά στους βασιλείς και να εξασκήσει τα καθήκοντά του ως «προστάτης».
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους