Γλαύκος και Γλαύκη

Με το όνομα Γλαύκος εμφανίζονται στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό τέσσερα πρόπωπα. Το πρώτο είναι ο Γλαύκος ο Πόντιος, ένας καλόβουλος θαλάσσιος δαίμων, που το όνομά του δηλώνει τη γλαυκότητα της θάλασσας ή και την ίδια την θάλασσα. Όπως όλες οι θεότητες της κατηγορίας, στην οποία ανήκει, έτσι και ο Γλαύκος χαρακτηρίζεται από τις ιδιότητές του να προφητεύει και να μεταμορφώνεται.

Γλαύκος και Γλαύκη
Γλαύκος και Σκύλλα

Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, γνωστές από τον Παυσανία και άλλους μεταγενέστερους συγγραφείς, οι ψαράδες της βοιωτικής Ανθηδόνας έλεγαν για τον Γλαύκο ότι ήταν ένας από τους συντρόφους τους, που μια μέρα, ψαρεύοντας, παρατήρησε ότι ένα από τα ψάρια, που αυτός είχε πιάσει, δαγκώνοντας κάποιο βότανο ξαναζωντάνεψε και πήδησε στο νερό, πράγμα που τον παρακίνησε να δοκιμάσει και εκείνος από εκείνο το βότανο και έτσι να κυριευτεί από θεϊκή δύναμη και να πηδήσει στη θάλασσα, όπου οι θεοί τον έκαναν σύντροφό τους.

Σύμφωνα με παραλλαγές του μύθου, το πήδημα του Γλαύκου στο νερό έγινε από απελπισία, επειδή οι θεοί τον έκαναν αθάνατο χωρίς να του χαρίσουν και αιώνια νιάτα ή επειδή δεν μπορούσε να αποδείξει στους συντρόφους του ότι μια πηγή στον τόπο τους κάνει τον άνθρωπο αθάνατο.

Σε τοπικές παραδόσεις της Βοιωτίας, τςη Εύβοιας, της Κορίνθου, της Αιτωλίας, του Ταινάρου, της Νάξου, της Δήλου και αλλού ο Γλαύκος έχει μυθολογηθεί ως γιος του Ανθηδόνα και της Αλκυόνης, της Πολύβου και της Εύβοιας ή του Κωπέα και της Εύβοιας, ή του Ποσειδώνα και κάποιας Ναϊάδας, εραστής της Ύδνας, κόρης του περίφημου δύτη Σκύλλου, της Σύμης με την οποία εποίκησε το νησί που έχει το όνομά της, ακόμη και της όμορφης Σκύλλας, που όταν τον περιφρόνησε αυτός επικαλέστηκε τη μαγική δύναμη της Κίρκης ή του Ποσειδώνα, για να τη μεταμορφώσει σε τέρας, και τέλος της Αριάνδης που την πήρε ο Διόνυσος.

Ως θαλασσινό θεό τον Γλαύκο τον φαντάζονταν σαν κήτος ή με ανθρώπινη μορφή αλλά με φύκια και όστρακα ριζωμένα πάνω στο σώμα του, στη ακολουθία του Νηρέα, κοντά στης Νηρηίδες και τις άλλες θεότητες του πελάγους. Οι ναυτικοί πίστευαν ότι ο Γλαύκος είχε το χάρισμα να προφητεύει όχι μόνο σχετικά με τα ταξίδια, τους καιρούς και τους κινδύνους, αλλά και για το μέλλον γενικά, και έλεγαν ότι ακόμα και ο Απόλλων είχε διδαχτεί την τέχνη του από αυτόν. Γι΄ αυτό οι ποντοπόροι και οι ψαράδες τον τιμούσαν, τον ένιωθαν δικό τους και υπολόγιζαν στη βοήθεια του κατά τις δύσκολες στιγμές τους.

Από σεβασμό τον έλεγαν Γέροντα ή Άλιον γέροντα, δηλαδή θαλασσινό γέροντα, και πολλοί όρμοι, που ως τώρα λέγονται «Του Γέροντα», είναι για τον Γλαύκο, στις περιτπώσεις βέβαια που δεν είναι για τον Τρίτωνα, τον Φόρκη ή τον Νηρέα. Ακόμη, υπήρχε λαϊκή παράδοση ότι ο Γλαύκος τουλάχιστον μια φορά το χρόνο περνούσε από όλα τα νησιά και από όλα τα λιμάνια, για να μη στερήσει από κανένα τη αγάπη του και την καλοσύνη του.

Ένας άλλος ήρωας με το όνομα Γλαύκος ήταν από την Κρήτη, μυθολογούμενος γιος του Μίνωα και της Πασιφάης. Όπως είναι γνωστό κυρίως από τον Απολλόδωρο στη μορφή του Γλαύκου αναφέρονται τα εξής: Παίζοντας σε παιδική ηλικία, έπεσε μέσα σε ένα πιθάρι με μέλι και πνίγηκε χωρίς να τον δει κανείς. Η εξαφάνισή του έκανε του γονείς του να ρωτήσουν το μαντείο και οι Κουρήτες ή ο Απόλλων απάντησαν ότι το παιδί θα το βρει όποιος κάνει την καλύτερη παροιμοίωση για ένα τρίχρωμο βόδι, που υπάρχει το βασιλικό κοπάδι. Τότε ο Πολύιδος παρομοίωσε το βόδι με το βαρόμουρο, που άγουρο είναι λευκό, ύστερα γίνεται κόκκινο και όταν ωριμάσει μαύρο.

Αυτός ανακάλυψε τον Γλάυκο, παρατηρώντας έναν θαλασσαετό, που έφερνε γύρους όχι πάνω από τη θάλσσα, αλλά πάνω από τη στεριά, ή μια κουκουβάγια, που κυνηγούσε ένα μελίσσι. Ύστερα ανάστησε τον νεκρό, αφού ανακάλυψε κάποιο βότανο, που είχε κάνει ένα ψόφιο φίδι να ζωντανέψει. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου ο Γλαύκος αναστήθηκε από τον Ασκληπιό. Μετά την ανάστασή του ο Γλαύκος διδάχτηκε από τον Πολύιδο τη μαντική έχνη, αλλά την ξέχασε.

Στο μύθο του Γλαύκου τα έντονα γνωρίσματα του παραμυθιού είναι συνδυασμένα με στοιχεία από κάποια μύηση στη μινωική λατρεία. Συγκεκριμένα θεολογείται η βλάστηση στον ετήσιο κύκλο της. Έτσι ο μικρός πρίγκιπας ενσαρκώνει το νεαρό βλαστό, ενώ ο θάνατος και η ανάσταση του αισθητοποιούν τη διαδικασία από τον μαρασμό και την εξαφάνιση του βλαστού ως την αναγέννηση και την επιστροφή του πάνω στη γη. Τα τρία χρώματα, που έχει ή αλλάζει το μούρο ή το βόδι, όπως και στον αργολικό μύθο της αγελαδόμορφης Ιώς, αναφέρονται στις φάσεις αυτού του κύκλου της ζωής, συνδυασμένες με τς φάσεις της σελήνης, και μαζί υποδηλώνουν τα στάδια στη μύηση του πιστού.

Το βόδι, η μουριά και το φίδι είναι σύμβολα της μινωικής λατρείας γνωστά και από εικαστικές τέχνες της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερα για το βόδι μπορεί να λεχθεί ότι σχεδόν δεν υπάρχει κρητικός μύθος, χωρίς αυτό το ζώο να παίζει κάποιο ρόλο. Το πιθάρι με το μέλι, όπου έχασε τη ζωή του ο Γλαύκος, προϋποθέτει το έθιμο της ταφής των νεκρών μέσα σε πιθάρια κατά τη μινωική εποχή, πράγμα που έχει διαπιστωθεί και ανασκαφικά. Όλα τα στοιχεία της περιγραφής είναι πολύ προσεχτικά επιλεγμένα, για να αναφέρονται στον θάνατο και την ανάσταση.

Όταν η θεολογία του μινωικού μύθου δεν ήταν πια κατανοητή, συζητήθηκαν ορθολογικές ερμηνείες. Έτσι ήδη από την αρχαιότητα δόθηκε η εξήγηση ότι δεν πρόκειται για θάνατο του μικρού, αλλά για λίγωμα από το μέλι, και ότι το βότανο ήταν αντίδοτο στο λίγωμα. Στην αρχική μορφή του μύθου ο χρησμός πρέπει να δόθηκε στον Μίνωα όχι από τον Απόλλωνα αλλά από τους Κουρήτες, που ήταν χθόνιοι δαίμονες της Κρήτης. Η σύνδεση του Απόλλωνα, όπως και του γιου του Ασκληπιού είναι κατοπινή. Του Ασκληπιού, ως θεού της ιατρικής, δικαιολογείται από την ικανότητά του να ανασταίνει νεκρούς και του Απόλλωνα από το ότι αυτός κατά την επίσημη Ολυμπιακή λατρεία εποπτεύει τα πράγματα που αναφέρονται στη μαντική.

Με το όνομα Γλαύκος αναφέρεται και ένας ήρωας της Κορίνθου, ο πατέρας του Βελλερεφόντη. Προφανώς πρόκειται για υπόσταση του Ποσειδώνα. Τέλος, Γλαύκος ονομαζόταν ένας ήρωας της Λυκίας, μυθολογούμνεος ως εγγονός του Βελλερεφόντη και ανηψιός του Σαρπηδόνα, με τον οποίο, σύμφωνα με την Ιλιάδα, οδήγησε τα στρατεύματα της Λυκίας υπέρ των Τρώων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Αίαντα Τελαμώνιο κατά τη μάχη γύρω από το πτώμα του Αχιλλέα.

Με το όνομα Γλαύκη αναφέρονται στην αρχαιότητα δύο μυθικά πρόσωπα. Η Νηρηίδα, θηλυκό αντίστοιχο του δαίμονα Γλαύκου και η Ηρωίδα της Κορίνθου και νύμφη ομώνυμης τοπικής πηγής, μυθολογούμενης ως κόρη του βασιλιά Κρέοντα και δεύτερη σύζυγος του Ιάσονα, ο οποίος για χάρη της εγκατέλειψε τη Μήδεια. Όπως είναι γνωστό από την Μήδεια του Ευριπίδη, η Γλαύκη έπεσε θύμα της εκδικητικής μανίας της αντίζηλής της, αφού δέχτηκε από αυτήν έναν πέπλο, που μόλις το φόρεσε έκαψε το σώμα της και προκάλεσε το θάνατό της. Κατά τους μεταγενέστερους η ηρωίδα έπεσε στην ομώνυμη πηγή για να ανακουφιστεί από τα εγκαύματα.

Με πληροφορίες από: Παγκόσμια Μυθολογία