Βιθυνία και Πόντος

Παρ’ όλο που οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάδρου χώρισαν σε τρία μέρη την απέραντη αυτοκρατορία του, πολλές ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας και της ενδοχώρας της να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους μέχρι τον 3ο π.Χ. αιώνα. Δύο από αυτά τα ανεξάρτητα ασιατικά κράτη ήταν η Βιθυνία και ο Πόντος.

Βιθυνία και Πόντος
Βιθυνία

Οι Βιθυνοί (θρακικής καταγωγής) είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους ήδη μετά την κατάρρευση του περσικού κράτους και τη διατήρησαν τόσο στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου όσο και των Διαδόχων. Το 297π.Χ η Βιθυνία έγινε και τυπικά ανεξάρτητο βασίλειο όταν ηγεμόνας της, Ζιποίτης, πήρε τον τίτλο του βασιλέως. Ο Ζιποίτης καθόρισε και την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν και οι διάδοχοί του: διατήρηση της ανεξαρτησίας και συγχρόνως επέκταση του κράτους προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, κυρίως όμως προς τη θάλασσα. Με συνεχείς αγώνες και επιδέξια διπλωματία πέτυχαν και τα δύο.

Έτσι ο διάδοχος του Ζιποίτη, Νικομήδης, συνήψε συμμαχία με τις ελληνικές πόλεις Ηράκλεια και Βυζάνιο, και βοήθησε τους Γαλάτες, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από τη Γαλλία από τους Ρωμαίους, να εγκατασταθούν στην Μικρά Ασία, για να έχει την υποστήριξή τους κατά των Σελευκιδών. Ο Νικομήδης, έφερε επίσης υπό την κυριαρχία του τμήμα της παραλίας της Προποντίδας, και ίδρυσε στη θέση της πόλης Αστακού, νέα πρωτεύουσα του κράτους του, που πήρε το όνομα Νικομήδεια. Η παλαιά πρωτεύουσα που είχε ιδρυύσει ο Ζιποίτης, το Ζιποίτιο ήταν μακριά από τη θάλασσα.

Εκτός από τις συμμαχίες με την Ηράκλεια και το Βυζάντιο και την υποστήριξη των Γαλατών ο Νικομήδης φρόντισε να έχει διπλωματικές σχέσεις και με τους Πτολεμαίους. Λίγο πριν από τον θάνατό του όρισε ως διαδόχους του θρόνου του ανήλικους γιου του από τον δεύτερο γάμο του και ως επιτρόπους τούς τους βασιλείς της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά και της Αιγύπτου Πτολεμαίο Β’ Φιλάδελφο, όπως και τις πόλεις Βυζάντιο, Ηράκλεια και Κίο.

Οι δύο βασιλείς ήταν βέβαια αδύνατον να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που τους ανέθεσε ο Νικομήδης, και η δυναστική κρίση δεν αποφεύχθηκε. Με την βοήθεια των Γαλατών ο Ζιαήλας, ο πρωτότοκος γιος του Νικομήδη από τον πρώτο του γάμο, εισέβαλε στην Βιθυνία και ύστερα από πολλούς αγώνες κατόρθωσε να καταλάβει την εξουσία και να ανακηρυχθεί βασιλιάς. Ο Ζιαήλας συνέχισε την επεκτατική πολιτική του πατέρα του, κατέλαβε τμήμα της Καππαδοκίας και ανέπτυξε διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με τις ελληνικές πόλεις των νησιών του Αιγαίου και δυτικής μικρασιατικής παραλίας που βρίσκονταν υπό την επιρροή του Πτολεμαίου, ενώ συγχρόνως βελτίωσε την εσωτερική οργάνωση του κράτους του.

Επεκτατική πολιτική ακολούθησε και ο διάδοχος του Ζιαήλα Προυσίας. Αλλά σε αντίθεση με τους προκατόχους του διέλυσε την συμμαχία με το Βυζάντιο και έλαβε μέρος στον πόλεμο που κήρυξαν οι Ρόδιοι εναντίον της πόλεως. Επίσης ήρθε σε σύγκρουση με τα γαλατικά φύλα που ήταν εγκατεστημένα στη Μικρά Ασία, τους Τεκτόσαγες, και στις αρχές του 2ου π.Χ. με την Ηράκλεια.

Ενώ οι Βιθυνοί στον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα έρχονταν συχνά σε σύγκρουση με τις γειτονικές ελληνικές πόλεις, οι βασιλείς που κυβερνούσαν τη χώρα στην ελληνιστική εποχή, και ιδιαίτερα τον 3ο π.Χ. αιώνα προσπάθησαν να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες και πράγμα που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι ενδιαφέρθηκαν για τον ελληνικό πολιτισμό και τη διάδοσή του στους υπηκόους τους.

Ο βασιλιάς Νικομήδης και η ομώνυμη πρωτεύουσά του φέρουν ελληνικό όνομα και ασφαλώς στη θέληση του βασλιά οφείλεται το γεγονός ότι ο πληθυσμός της πρωτεύουσας του κράτους ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ελληνικός. Τον φιλελληνισμό του βασιλιά μαρτυρούν επίσης τα πλούσια δώρα προς τα πανελλήνια ιερά, και ιδιαίτερα στην Ολυμπία, όπου μάλιστα είχε στηθεί και άγαλμα του. Ενδεικτικότερη είναι η επιστολή Ζιαήλα προς τους κατοίκους της Κω. Εκεί αναφέρει ότι ο βασιλιάς ότι οι Βιθυνοί στην εποχή του είναι «φιλόξενοι» και τονίζει ακόμη το προσωπικό του ενδιαφέρον για όλους τους Έλληνες που έρχονται στη χώρα του. Αν και η εσωτερική οργάνωση, όπως και η πολιτιστική ζωή της χώρας, είναι σχεδόν άγνωστη, είναι πολύ πιθανόν ότι ο ελληνικός πολιτισμός υπήρχε μόνο στις πόλεις. Στον πληθυσμό της υπαίθρου διαδόθηκε πολύ λίγο.

Πόντος

Όπως και η Βιθυνία, κατά την εποχή των Διαδόχων, ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο βασίλειο και το κράτος του Πόντου. Ιδρυτής του ήταν ο Μιθριδάτης, ευγενής ιρανικής καταγωής, του οποίου ο πατέρας ήταν τύραννος της πόλης Κίου. Το 302 π.Χ. βρίσκονταν και οι δύο στο στρατόπεδο του Αντίγονου. Κατά μία άλλη παράδοση, ο νεώτερος Μιθριδάτης ήταν ανηψιός του πρώτου, γιος δηλαδή του αδελφού του Αριοβαρζάνου. Με την κατηγορία ότι σκόπευε να τον προδώσει στους αντιπάλους του, ο Αντίγονος διέταξε να θανατωθεί ο πρεσβύτερος Μιθριδάτης. Ο νεότερος όμως κατόρθωσε να διαφύγει και μετά την ήττα και τον θάνατο του Αντίγονου στην Ιψό, πέτυχε να καταλάβει την πόλη Κιμιάτα της Παφλαγονίας. Η επιτυχία αυτή αποτέλεσε την αρχή της δημιουργίας του κατοπινού κράτους του Πόντου.

Μέσα σε δύο περίπου δεκαετίες ο Μιθριδάτης κατόρθωσε να επεκτείνει την κυριαρχία του σχεδόν ως τις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου. Το 281 ή το 280π.Χ. πήρε, όπως φαίνεται, και τον τίτλο του βασιλιά. Βασικός στόχος της πολιτικής του ήταν να καταλάβει τις παραλιακές ελληνικές πόλεις (Άμαστρι, Αμισό, Τραπεζούντα, Σιμώπη). Από αυτές έφερε στην επιρροή του μόνο το Αμάστρι και μάλιστα αφού η πόλη παραχωρήθηκε από κάποιον Ευμένη, που την κυβερνούσε ως τότε ως «τύραννος» στον γιο του Μιθριδάτη Αριοβαρζάνη. Παράλληλα, να έχει διπλωματικές σχέσεις με την Ηράκλεια και το κράτος των Σελευκιδών.

Τον Μιθριδάτη διαδέχτηκε στον θρόνο ο γιος του Αριοβαρζάνης ο, οποίος διατήρησε τις φιλικές σχέσεις με την Ηράκλεια και το κράτος των Σελευκιδών, ήρθε όμως σε σύγκρουση με τους Γαλάτες, οι οποίοι, αμέσως σχεδόν μετά τον θάνατο του, εισέβαλαν στη χώρα και την λεηλάτησαν. Βασιλιάς είχε αναγορευθεί ο ανήλικος γιος του Μιθριδάτης Β’, Οι Γαλάτες αποσύρθηκαν, συνέχισαν όμως τον πόλεμο με την Ηράκλεια που εξακολουθούσε να είνα σύμμαχος του βασιλιά.

Με τους Σελευκίδες ο Μιθριδάτης Β’, όπως και ο πατέρας του, είχε φιλικές σχέσεις, αποβλέποντας συγχρόνως στην επέκταση της κυριαρχίας του: έτσι το 245π.Χ. νυμφεύτηκε την αδελφή του του βασιλιά Σέλευκου Β’ Λαοδίκη και πήρε ως προίκα ένα μεγάλο τμήμα της Φρυγίας. Αλλά αργότερα, κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Σέλευκου και του αδελφού του Αντίοχου Ιέρακος, υποστήριξε τον δεύτερο.

Για τον εθνολογική σύνθεση και την πολιτιστική κατάσταση του πληθυσμού του κράτους του Πόντου, εκτός από τις πόλεις, όπου επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο, δεν υπάρχουν επαρκείς μαρτυρίες. Ο πληθυσμός της υπαίθρου φαίνεται να ήταν ιρανικής καταγωγής, όπως επίσης και οι περισσότεροι από τους πλούσιους ευγενείς. Ο πληθυσμός αυτός διατήρησε πολλά πολιτιστικά στοιχεία προηγούμενων εποχών (δηλαδή περσικά, ακόμη και χεττιτικά). Έτσι λατρευόταν και ήταν προστάτης της δυναστείας ο θεός των Περσών Αχούρα Μάζντα.

Ανατολικό χαρακτήρα εμφανίζει και η οικονομική και κοινωνική οργάνωση της χώρας: κέντρα της οικονομικής ζωής ήταν τα ιερά διαφόρων θεοτήτων, τα οποία διέθεταν μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. Στα κτήματα αυτά εργάζονταν δούλοι, οι οποίοι επίσης ανήκαν στα ιερά. Πολλά κτήματα και δούλους είχαν επίσης και οι ευγενείς: μαζί με τους ιερείς αποτελούσαν την ανώτερη κοινωνική τάξη της χώρας. Παρά το γεγονός ότι οι βασιλείς και πολλοί από τους ευγενείς ενδιαφέρθηκαν για τον ελληνικό πολιτισμό, ριζική αλλαγή στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της υπαίθρου δεν έγινε.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους