Όσον καιρό οι ανατολικές επαρχίες αποτελούσαν τμήματα του κράτους των Σελευκιδών οι σατράπες τους είχαν ουσιαστικά στα στενά πλαίσια της μικρής τους επικράτειας εξουσία ανάλογη με αυτή που ασκούσε ο βασιλιάς στα ευρύτερα πλαίσια του κράτους. Η Βακτρία και η Παρθία ήταν σε θέση να συγκεντρώνουν μόνες τους στρατό. Οι εγκατεστημένοι εκεί στρατιώτες ήταν κάτω από την καθοδήγηση του ίδιου του σατράπη εξασφαλίζοντας τού μια σημαντική στρατιωτική δύναμη. Έτσι, το βήμα από την ημιανεξαρτησία ως την πλήρη ανεξαρτησία ήταν σχετικά μικρό, καθώς μάλιστα η σελευκιδική εξουσία στην Ανατολή κάθε άλλο παρά αισθητή έκανε την παρουσία της.
Το μικρό αλλά αποφασιστικό αυτό βήμα έκανε πρώτος ο σατράπης της Παρθίας Ανδραγόρας. Όταν ο Πτολεμαίος Γ’ εισέβαλε στην Ασία κατά τον Λαοδίκειο πόλεμο (246-241π.Χ.), ο Ανδραγόρας έκοψε νομίσματα με το όνομα του διαχωρίζοντας έτσι τη θέση του από τους Σελευκίδες, δίστασε όμως να ανακηρυχθεί βασιλιάς. Το χωριστικό αυτό κίνημα προϋπόθετε την σιωπηρή τουλάχιστον επιδοκιμασία του σατράπη των ανατολικότερων περιοχών (Βακτρίας, Σογδιανής και Μαργιανής) Διόδοτου, που έτσι αποκόπτετο από το κύριο σώμα του κράτους, αφού η μοναδική εν χρήσει τότε συγκοινωνιακή οδός περνούσε μέσα από την Παρθία.
Το παράδειγμα του Ανδραγόρα ακολούθησε και ο Διόδοτος, που άρχισε και αυτός να κόβει τους δεσμούς που τον συνέδεαν με τους Σελευκίδες. Με την επικράτειά του ήδη στρατιωτικά αλλά και πολιτικά δυνατή, με εξασφαλισμένη την οικονομική της αυτάρκεια και ακμή από το εμπόριο με την Ανατολή και τη Δύση και κάτω από την πίεση των τοπικών ανώτερων κύκλων, έκανε και αυτός το αποφασιστικό βήμα, αντικαθιστώντας στα νομίσματα του κράτους του τη μορφή του Αντίοχου Β’ με τη δική του, αφήνοντας όμως την επιγραφή «Βασιλέως Αντιόχου».
Έτσι στα μέσα της δεκαετίας του 3ου π.Χ. αιώνα δύο Έλληνες σατράπες αποσπάσθηκαν ουσιαστικά από τη σελευκιδική εξουσία. Οι σημαντικές εσωτερικές διαφορές μεταξύ των δύο σατραπειών ήταν φανερό ότι τις προόριζαν γαι δύο διαφορετικούς δρόμους. Η Παρθία ήταν ορεινή και φτωχή χώρα με ελάχιστο ελληνικό πληθυσμό, ενώ αντίθετα η Βακτρία ήταν γόνιμη, πλούσια και με πολυάριθμο ζωτικότατο ελληνικό στοιχείο.
Εκείνη την εποχή, κάποιος Αρσάκης, καταγόμενος από την Βακτρία, την οποία όμως είχε εγκαταλείψει, επιχείρησε να δημιουργήσει δικό του κράτος. Γνωρίζοντας τη δύναμη της Βακτρίας, στράφηκε προς την Παρθία. Το 239 ή το 238 π.Χ. εισέβαλε στην Παρθία, ανέτρεψε τον Ανδραγόρα και δημιούργησε το κράτος των Πάρθων. Λίγο αργότερα ο Αρσάκης προσάρτησε στο κράτο του και την Υρκανία, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν επίσης περιορισμένο.
Η εισβολή του Αρσάκη στην Παρθία, έδωσε την τελική ώθηση στον Διόδοτο, ο οποίος πήρε τον τίτλο του βασιλέως και αποτίναξε την ονομαστική επικυριαρχία του Σέλευκου Β’. Από τη στιγμή αυτή η Βακτρία έκοψε κάθε δεσμό με το σελευκιδικό κράτος και προτίμησε να γίνει μία μεγάλη δύναμη της Ασίας. Πέρασαν δέκα χρόνια μέχρι οι Σλευκίδες να αντιδράσουν στα χωριστικά κινήματα της Βακτρίας και της Παρθίας. Συνέβησαν κάποιες συγκρούσεις, αλλά νέες περιπλοκές απειλούσαν το δυτικό τμήμα του κράτους των Σελευκιδών, και έτσι ο Σέλευκος Β’ αναγκάστηκε να αναχωρήσει εσπευσμένα προς τα εκεί.
Το 228π.Χ. ο Διόδοτος πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Διόδοτος Β’. Αυτός συνήψε συμμαχία με του Πάρθους, η οποία δεν μπορεί παρά να προκάλεσε την αντίδραση του ελληνικού στοιχείου . Έτσι εκμεταλλευόμενος την γενική δυσαρέσκεια κάποιος Ευθύδημος από την Μαγνησία, επιτελής του Διόδοτου Β’ πιθανότατα, σκότωσε τον τελευταίο και στέφθηκε βασιλιάς.
Όταν ο Ευθύδημος ανέβηκε στον θρόνο παρέλαβε ένα κράτος που περιελάμβανε τη Βακτρία, την Σογδιανή, την Μαργιανή και την Αρία, εκτεινόταν δηλαδή από τον Ινδικό Καύκασο ως τον Ιαξάρτη προς Βορρά και ως τον ποταμό Άρειο προς τη Δύση. Αν οι δύο Διόδοτοι έθεσαν τα θεμέλια του κράτους της Βακτρίας, η εξάπλωση και η ισχυροποίηση του οφείλονται κατά μεγάλο μέρος στον Ευθύδημο και τον γιο του Δημήτριο Α΄.
Το 223π.Χ. ο Αντίοχος Γ’ ήθελε να επαναπροσαρτίσει τις περιοχές που είχαν αποσπασθεί. Αφού κατάφερε να έρθει σε συμφωνία με τους Πάρθους, έθεσε επόμενο στόχο την Βακτρία. Μετά από ήττες του Ευθύδημου, ο Αντίοχος Γ’ έφθασε μέχρι την πρωτεύουσα, τα Βάκτρα, τα οποία πολιορκήθηκαν από τον Αντίοχο Γ’. Μετά από δύο χρόνια προσπαθειών ο Ευθύδημος κατόρθωσε να κάνει τον Αντίοχο να λύσει την πολιορκία.
Ο Ευθύδημος πρότεινε να έρθει σε διαπαγματεύσεις με τον Σελευκίδη βασιλιά, αφού δεν επαναστάτησε ο ίδιος εναντίον του, αλλά οι προκάτοχοί του και αυτός πήρε την εξουσία αφού σκότωσε τον γιο του στασιαστή. Επίσης του επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι από την παράταση της διένεξης τους θα μπορούσαν να επωφεληθούν οι νομάδες και να κατακλύσουν την χώρα. Τελικά οι δύο βασιλείς συνήψαν συμμαχία και ο Αντίοχος Γ’ αναγνώρισε τον βασιλικό τίτλο του Ευθύδημου.
Ο κερδισμένος ήταν φυσικά ο Ευθύδημος. Από στασιαστής και σφετεριστής της εξουσίας έγινε μονάρχης νόμιμος και αναγνωρισμένος. Από την άλλη αποδεικνύεται ότι ο Αντίοχος Γ’ εκτίμησε την κατάσταση ρεαλιστικά. Στο διάστημα της διετούς παραμονής του στην Βακτρία είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την επιτυχία της πολιτικής που είχαν εγκαινιάσει οι Διοδοτίδες και είχε συνεχίσει ο Ευθύδημος, τον συμπαγή δεσμό του ελληνικού και του ιρανικού στοιχείου, επιτυχία που ερχόταν σε αντίθεση με την αποτυχημένη πολιτική των Σελευκιδών στις περιοχές αυτές. Αναγνωρίζοντας στον Ευθύδημο την ανεξαρτησία, ο Αντίοχος χειρίστηκε το θέμα με πολλή σύνεση. Οι Σελευκίδες δεν αμφισβήτησαν ποτέ πια την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους της Βακτρίας.
Ο Ευθύδημος πέθανε πιθανότατα την πρώτη δεκαετία του 2ου π.Χ. αιώνα και τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο πρωτότοκος γιος του Δημήτριος Α’. Από τον Δημήτριο ήταν γραφτό να πραγματοποιηθεί η τέταρτη ελληνική εισβολή στην Ινδία (μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Σέλευκο Α’ και τον Αντίοχο Γ’ που μετά την Βακτρία συνέχισε την πορεία του στην Ινδική).
Ο Δημήτριος Α’ πριν ξεκινήσει την ινδική εκστρατεία άφησε πίσω τον αδελφό του Ευθύδημο Β’, εγκαινιάζοντας τον θεσμό του συμβασιλέως, που γνώρισε αργότερα μεγάλη διάδοση μεταξύ των Ελλήνων βασιλέων της Ινδίας. Αν όμως η πορεία του Δημητρίου Α’ ήταν ένας στρατιωτικός περίπατος, ο Ευθύδημος Β’ αντιμετώπισε πίσω μεγάλες δυσκολίες. Κάποιος Αντίμαχος επαναστάτησε και κατόρθωσε να επικρατήσει παραμερίζοντας τον Ευθύδημο Β’. Ο Δημήτριος έσπευσε να τον αντιμετωπίσει αλλά πιθανότατα πέθαναν στον δρόμο του γυρισμού. Ο Αντίμαχος, που υιοθέτησε στα νομίσματά του την προσωνυμία «Θεός», έγινε κύριος όλων των κτήσεων βόρεια του Ινδικού Καύκασου. Νότια τον Δημήτριο Α’ διαδέχθηκαν οι γιοι του Πανταλέων και Αγαθοκλής.
Ο Αγαθοκλής πέθανε το 165π.Χ. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 177π.Χ. είχε επαναστήσει στην Βακτρία ο Ευκρατίδης, ο οποίος κατάφερε να γίνει κύριος των βόρειων εδαφών της Βακτρίας, επωφελούμενος από την απουσία του Δημητρίου Β’ στα νότια του Ινδικού Καύκασου. Ο Δημήτριος επέστρεψε αιφνιδιαστικά, αλλά τελικά σκοτώθηκε σε μια από τις εξορμήσεις του Ευκρατίδη. Ο τελευταίος επιδόθηκε σε νέες κατακτήσεις. Έγινε κύριος ενός τεράστιου κράτους που εκτεινόταν από την Παρικάνη ως την Αραχωσία και από τον Άρειο ως τον άνω ρου του Ινδού ποταμού και της εμπορικής οδού προς την Ινδία και την Ανατολική Ασία.
Η βασιλία του Ευκρατίδη ήταν αναμφισβήτητα περίοδος ακμής, ο ίδιος όμως δεν υπήρξε εξίσου καλός ως πολιτικός και δεν φαίνεται να κατέλαβε προσπάθειες για να προσεγγίσει τους Ινδούς υπηκόους του. Ο μεγάλος αυτός βασιλιάς είχε τραγικότατο τέλος. Γυρνώντας από μια εκστρατεία στην Βακτρία δολοφονήθηκε από τον ίδιο το γιο του, Πλάτωνα, που αν και συμβασιλιάς, ανυπομονώντας να ανέβει στον θρόνο προέβη στο αποτρόπαιο αυτό έγκλημα. Ο Πλάτων δε βασίλεψε πολύ, αφού τον σκότωσε ο αδελφός του Ηλιοκλής που ανέβηκε στον θρόνο με την προσωνυμία «Δίκαιος».
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους