Η ιστορία της Ρώμης ξεκινά με την ίδρυση του μικρού βασιλείου γύρω από την πόλη Ρώμη, περνά στη φάση της ελεύθερης πολιτείας (ρωμαϊκή δημοκρατία) και φτάνει, λίγο πριν την έλευση του Χριστού στην επίγεια ζωή, σε αυτή την φάση που ονομάζεται αυτοκρατορική περίοδος, οπότε και το ρωμαϊκό κράτος αποκτά τεράστιες διαστάσεις και αυτοκράτορα, ως την τελική διαίρεσή του το 395μ.Χ. από τον Θεοδόσιο Α’.
Οι ελληνικές πόλεις κατά την αυτοκρατορική περίοδο
Το τέλος των ρωμαϊκών εμφυλίων και η εγκαθίδρυση της «ηγεμονίας» από τον Αύγουστο κατά τη δεκαετία 30-20π.Χ. έφεραν άμεσα και απτά αποτελέσματα στις ελληνικές πόλεις. Πρώτα γιατί πήραν τέλος οι εχθροπραξίες που συνεχίζονταν με μικρά διαλείμματα από έξι δεκαετίες και είχαν καταβαραθρώσει οικονομικά τον ελληνικό κόσμο. Έπειτα γιατί έλειψε το φοβερό δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στους αντιπάλους δεικδικητές της ρωμαϊκής εξουσίας.
Η σταθερότητα κα η γαλήνη που επικράτησε με την άνοδο του Αυγούστου στην εξουσία αποδείχθηκε λιγότερο ευνοϊκή από ό,τι αρχικά φαινόταν, μολονότι η κατάσταση βελτιώθηκε οπωσδήσποτέ αισθητά σε σχέση με τα τελευταία χρόνια της ελεύθερης πολιτείας. Το 29π.Χ. κηρύχθηκε γενική παραγραφή των χρεών για να ανακουφισθούν οι πόλεις από τη δυσβάστακτη οικονομική αφαίμαξη, στην οποία είχαν υποβληθεί από τους Ρωμαίους στρατηγούς. Ο Αύγουστος και οι υποστηρικτές του έσπευσαν να αποκαταστήσουν το σχήμα των προσωπικών σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων που είχε κάποτε αποδειχθεί αποτελεσματικό. Εύλογα οι ελληνικές πόλεις άρχισαν να τιμούν τον Αύγουστο και ορισμένους εκπροσώπους του ως νέους ευεργέτες.
Από τις ρωμαϊκές επαρχίες του ελληνικού τμήματος του κράτους του Αυγούστου, εκτός από την Αίγυπτο, μόνο στην Μακεδονία και τη Συρία υπήρχαν μόνιμα εγκατεστημένα ρωμαϊκά στρατεύματα που απασχολούνταν κυρίως στην άμυνα των συνόρων και σε συνοριακούς πολέμους. Γενικά οι ελληνικές πόλεις δεν υφίσταντο το βάρος της ρωμαϊκής στρταιωτικής παρουσίας και τούτο γιατί οι Ρωμαίοι προτιμούσαν να αφήνουν τους επαρχιώτες οπαδούς τους να διευθετούν οι ίδιοι τις τοπικές υποθέσεις σύμφωνα με την τοπική παράδοση.
Παράλληλα με την ειρήνη και την ευημερία που αναμφίβολα εδραίωσε η αυτοκρατορική περίοδος, η κατάσταση βελτιώθηκε για τις ελληνικές πόλεις και σε άλλους τομείς. Ο Ιούλιος Καίσαρ είχε καταργήσει τη δεκάτη (decuma) στην Ασία και την αντικατέστησε με απευθείας καταβολή σταθερού φόρου επί της γης. Ανάλογες μεταβολές έγιναν και στις άλλες επαρχίες. Η κατανομή των φόρων έγινε πιο δίκαιη με την καθιέρωση τακτικής ανά πενταετία απογραφής, αν όχι σε όλο το κράτος, τουλάχιστον στα περισσότερα τμήματά του.
Με την εδραίωση της ηγεμονίας, άρχισε να γίνεται σαφές ότι η παλαιά και επιτυχημένη συνένωση των δύο θεσμών της ελληνικής «ευεργεσίας» και της ρωμαϊκής «πελατείας», συγκεντρώνοταν ολοένα στο πρόσωπο του αυτοκράτορα και των μελών της οικογένειας του παρά στους διοικητές των επαρχιών, γιατί ο αυτοκράταρς είχε γίνει ο μοναδικός ενσαρκωτής της ρωμαϊκής εξουσίας. Φυσική κατάληξη ήταν να ενταχθούν οι πόλεις στην πελατεία των αυτοκρατόρων.
Το ενδιαφέρον ορισμένων αυτοκρατόρων για την ευημερία των ελληνικών πόλεων φαίνεται καθαρά από τον ευκαιριακό διορισμό ειδικών αξιωματούχων των «λογιστών» ή των «διορθωτών» για επιθεώρηση και τη ρύθμιση των οικονομικών των πόλεων, που αντιμετώπιζαν δυσχέρειες. Η αποστολή αυτών των αξιωματούχων αποτελούσε άμεση επέμβαση στα οκονομικά των ελληνικών πόλεων. Πρέπει όμως να αναγνωρισθεί ότι όσες φορές σημειώθηκε τέτοια επέμβαση, κατά κανόνα υπήρχε πραγματική ανάγκη για βοήθεια ή συμβουλή.
Οι Έλληνες ως υπήκοοι του ρωμαϊκού κράτους
Ενώ πριν την ενσωμάτωση των διαφόρων επαρχιών στο ρωμαϊκό κράτος όλοι οι Έλληνες που δεν ήταν δούλοι, ήταν τυπικά ελεύθεροι, μετά την εγκαθίδρυση του επαρχιακού καθεστώτος, όλοι έγιναν τυπικά υπήκοοι της Ρώμης. Ωστόσο το πραγματικό τους νομικό καθεστώς έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο. Η θέση των κατώτερων τάξεων δεν άλλαξε βασικά από την εποχή των ελληνιστικών βασιλείων, ενώ για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις του ελληνικού κόσμου η συνεργασία με την Ρώμη διάνοιγε νέες ελπιδοφόρες προοπτικές ανόδου και επιρροής. Με την υποστήριξη των Ρωμαίων, οι αριστοκράτες ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στις ελληνικές επαρχίες. Αυτοί εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των πόλεων τους απέναντι στους Ρωμαίους, αλλά και τα ρωμαϊκά συμφέροντα στις πόλεις.
Οι Ρωμαίοι πολίτες του ελληνικού κόσμου, αν αφαιρέσουμε τους αποίκους και τους μετανάστες από τη Δύση, αποτελούσαν ένα διαρκώς επεκεινόμενο σώμα γηγενών Ελλήνων, στους οποίους μπορούσε να βασίζεται η ρωμαϊκή πολιτεία για τη σωστή και αποτελεσματική διοίκηση των ελληνόφωνων τμημάτων του κράτους. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν οι κυριότεροι μεσολαβητές στη Ρώμη για την υποστήριξη των συμφερόντων της πόλης τους. Αυτοί έπαιρναν μέρος στις πρεσβείες. Από γενιά σε γενιά, μέλη αυτών των οικογενειών έτειναν να μετέχουν αμεσότερα στη ρωμαϊκή διοίκηση.
Οι επιφανέστερες ελληνικές οικογένειες της αυτοκρατορικής περιόδου ανέβηκαν στην ιεραρχία ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο: κάποιος αριστοκράτης μιας πόλης αποκτούσε τη ρωμαϊκή πολιτεία, ως αριχερέας της αυτοκρατορικής λατρείας. Ο γιος του ανερχόταν στην τάξη των Ρωμαίων ιππέων και καταλάμβανε στη δημόσια ρωμαϊκή υπηρεσία θέσεις που προορίζονταν για ιππείς. Οι νεαροί βλαστοί του της επόμενης γενιάς εισέρχονταν στη συγκλητική τάξη και αναλάμβαναν την ηγεσία λεγεώνων ή τη διοίκηση επαρχιών, με τελικό επιστέγασμα την υπατεία και τα ανώτατα συγκλητικά αξιώματα.
Η προθυμία της ρωμαϊκής κυβέρνησης να απορροφά τους άριστους επαρχιώτες στις τάξεις των ιππέων και των συγκλητικών αποτέλεσε μια από τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας, γιατί οι άρχοντες που προέρχονταν από τις επαρχίες ήταν φυσικό να είναι καλύτερα κατατοπισμένοι στα εσωτερικά προλήματα και τα χαρακτηριστικά των περιοχών από τις οποίες κατάγονταν και η παρουσία τους στην ρωμαϊκή κοινωνική ιεραρχία εξασφάλιζε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο την ισορροπία και την σταθερότητα.
Ωστόσο ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός των Ρωμαίων πολιτών στην ελληνική Ανατολή είχε δυσάρεστες επιπτώσεις για τον Ελληνισμό. Η απορρόφηση των ικανότερων πολιτών στις ρωμαϊκές δημόσιες υπηρεσίες αφαιρούσε την πολύτιμη παρουσία τους από τις ελληνικές πόλεις και δεν μπορούσαν σε ώρα ανάγκης να ζητήσουν την καθοδήγηση και τη συμβουλή τους σε εσωτερικά θέματα. Επιπλέον η απομάκρυνση τους σήμαινε ότι δεν διέθεταν τα χρήματά τους για την πόλη τους. Η έλλειψη ικανών και εύπορων στελεχών για την τοπική αυτοδιοίκηση έγινε αισθητή στα τέλη του 2ου και κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους