Οι αρχοντικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, όπως οι Παλαιολόγοι, οι Καντακουζηνοί, οι Λασκάρεις, οι Κομνηνοί, οι Νοταράδες καθώς και οι κλάδοι των Βάρδα, Φωκά, Μεταξά, Θαλασσινού, Μουσούρου και άλλοι, όσες διέφυγαν με πλοίο το ίδιο βράδυ της άλωσης βρήκαν άσυλο στην Κρήτη, όπως του Βάρδα, του Μουσούρου και του Καλαφάτη. Κάποιες έμειναν εκεί, κάποιες άλλες πέρασαν στο Δεσποτάτο του Μορέως, όπως πιθανόν οι Νοταράδες, άλλες στην Κεφαλονιά όπως του Μεταξά και του Φωκά, άλλες στην Κέρκυρα όπως του Λάσκαρι, άλλες διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη. Επομένως τα μέλη των οικογενειών αυτών είναι δυνατόν να θεωρηθούν ότι κατάγονταν από τις αρχοντικές οικογένειες του Βυζαντίου. Αυτές διατήρησαν για πολλούς αιώνες την υπερηφάνεια για την καταγωγή τους και είχαν κάποια αίγλη στις τουρκοκρατούμενες καθώς και στις βενετοκρατούμενες ελληνικές χώρες όπου κατέφυγαν.
Από τον Βασιλικό οίκο των Παλαιολόγων ο Μανουήλ, δεύτερος γιος του τελευταίου δεσπότη της Πελοποννήσου, Θωμά, επιζήτησε συνδιαλλαγή με τον κατακητή και να ζήσει ήσυχος. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, έκανε οικογένεια εισπράτοντας από τον Μωάμεθ Β΄ μια σύνταξη, όπως ο θείος του Δημήτριος. Άλλα μέλη Βυζαντινών οικογενειών φαίνεται ότι εμπορεύονταν ή και νοίκιαζαν μαζί με τους Τούρκους τους τελωνειακούς φόρους διαφόρων λιμανιών. Ορισμένοι έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία μετά τον γάμο της Ζωής (Σοφίας) Παλαιολογίνας με τον Ιβάν Γ΄ Βασιλίεβιτς το 1472. Εκεί είτε εργάστηκαν ως διπλωμάτες, όπως ο Γεώργιος Ταρχανιώτης, ή ως λόγιοι, όπως ο Ιωάννης Παλαιολόγος Ράλλης και ο Θεόδωρος Λάσκαρις, και άλλοι ως έμποροι.
Κατά τον 16ο αιώνα οι απόγονοι των περισσότερων παλαιών οικογενειών του Βυζαντίου βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη και στις ελληνικές πόλεις του Εύξεινου, Μήδεια, Σωζόπολι, Μεσημβρία και Αγχίαλο. Πολλοί από αυτούς εμπορεύονταν ή ενοικίαζαν κρατικούς φόρους, είχαν δηλαδή προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της ζωής και άρχιζαν να αποτελούν μαζί με άλλους δραστήριους Έλληνες, τους πυρήνες της νέας τάξης, της αστικής, που βαθμιαία ανέβαινε.
Οι αρχοντικές αυτές οικογένειες, μολονότι ζούσαν στο περιθώριο της τουρκικής κρατικής μηχανής, λόγω καταγωγής ήταν βέβαια οι εξέχουσες μέσα στο υπόδουλο γένος, ουσιαστικά όμως η επιρροή τους περιοριζόταν στον κύκλο του πατριαρχείου. Τα μέλη των οικογενειών αυτών είτε συγχωνεύονταν με την ανερχόμενη αστική τάξη των Ελλήνων, είτε ξενιτεύονταν σε πιο ανοιχτούς και ελεύθερους ορίζοντες, όπως οι Καντακουζηνοί στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ή στη Ρωσία.
Η συγχώνευση ωστόσο των παλαιών οικογενειών με νέες, οικονομικά εύρωστες, έγινε σταδιακά. Ορισμένες από τις παλαιές αρχοντικές οικογένειες που εμπορεύονταν ήταν επόμενο να έρχονται σε επαφή και επιμιξία με άλλες ασήμαντες, που όμως με τις επιχειρηματικές ικανότητες των αρχηγών τους είχαν κατορθώσει να έχουν πλούτο και να ανέλθουν στην τάξη των αστών.
Η συγκρότηση και η εμφάνιση των αστών στην Κωσνταντινούπολη σημειώθηκε αμέσως μετά την Άλωση, οπότες είχε αρχίσει ο ανασυνοικισμός της πόλης. Από τότε ο Μωάμεθ Β΄ μετακινούσε πληθυσμό από άλλες περιοχές, κυρίως Πελοπόννησο, νησιά Βορείου Αιγαίου, πόλεις των παραλίων της Θράκης και του Πόντου, προς την Πόλη. Οι εκτοπισμένοι, κυρίως αγρότες και βιοτέχνες, μαζί με τους παλαιούς κατοίκους της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν το πρώτο μεταβυζαντινό ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης. Έτσι στην Πόλη αντιπροσωπεύονταν Έλληνες από διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου, οι οποίοι ένωναν την περιφέρεια με το κέντρο και δημιουργούσαν προϋποθέσεις για μεταξύ τους επικοινωνία. Η Κωνσταντινούπολη, δηλαδή, όπως και στα χρόνια τα βυζαντινά, έτσι και στην τουρκοκρατία, παρέμεινε η φωτοβόλος εστία του Ελληνισμού.
Το 1466 ο Μωάμεθ Β΄ εξεστράτευσε εναντίον των ηγεμόνων της Καραμανίας, κατέλαβε τις σημαντικότερες πόλεις, όπως Ικόνιο και Λάρανδα και μετέφερε στην Κωσνσταντινούπολη τα πιο χρήσιμα και ικανά στοιχεία των πληθυσμών τους. Από τότε πολλοί Καραμανλήδες βρέθηκαν εγκατεστημένοι εκεί και η αποκατάσταση επαφής με τους οικείους ή συμπατριώτες τους, που είχαν μείνει στη μακρινή τους πατρίδα, αποτέλεσε ένα δυνατό κίνητρο όχι μόνο για τη συντήρηση των σχέσεων, αλλά και για την έναρξη ενός μεγάλου ρεύματος αποδημίας των Καραμανλήδων προς την Κωνσταντινούπολη.
Ό,τι συνέβη με τους Καραμανλήδες, το ίδιο συνέβη και με τους Τραπεζούντιους. Μαζί με τον Δαυίδ Κομνηνό, τελευταίο ατοκράτορα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ήρθαν πολλές οικογένειες από την Τραπεζούντα, τη Σινώπη και το Αργυρόκαστρο στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα σε αυτές πολλές αρχοντικές οικογένειες και πλούσιες δημιούργησαν ισχυρή ποντιακή παροικία, τα μέλη της οποίας διατηρούσαν επαφές με την πατρίδα τους. Το αποτέλεσμα ήταν να παρατηρείται ένα μεγάλο ρεύμα μεταναστεύσεων από την Καραμανία και τον Πόντο προς την Κωνσταντινούπολη.
Παρόμοια μετακίνηση παρατηρείται και από τη Χίο, ιδίως μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους το 1560. Αυτό γιατί οι Χιώτες διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με τους Γενουάτες του Γαλατά, λόγω παλαιών δεσμών που χρονολογούνται από την εποχή της γενουατικής κυριαρχίας στην Χίο.
Ενώ λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη επιζούσαν μερικές αρχοντικές οικογένειες και προσαρμόζονταν στο νέο περιβάλλον με το να γίνονται έμποροι ή ενοικιαστές κρατικών φόρων, άσημοι Έλληνες, όπως οι Καραμανλήδες, οι Πόντιοι και οι Χιώτες αποκτούσαν με τη βιοτεχνία ή με το εμπόριο πολλά χρήματα. Υπήρχαν κοινά συμφέροντα που δημιουργούσαν τάσεις προσέγγισης και συγχώνευσης. Οι πρώτες φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν ευμάρεια και οικονομική δύναμη, ενώ οι δεύτεροι τίτλους ευγενείας και κοινωνική προβολή.
Έτσι με την ανάμιξη αριστοκρατικών γενών με τους νεοδημιουργούμενους αστούς άρχισε να σχηματίζεται στην Κωνσταντινούπολη -ιδίως από τις αρχές του 16ου αιώνα και την μεταφορά του οικοιμενικού πατριαρχείου στη συνοικία Φανάρι- μια νέα άρχουσα τάξη Ελλήνων, η οποία επρόκειτο να παίξει μεγάλο ρόλο κατά τον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα, οι Φαναριώτες.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους