Ανθεστήρια, οι αρχαίες Απόκριες

Η κλασική αθηναϊκή γιορτή προς τιμή του Διονύσου ήταν τα Ανθεστήρια, τριήμερη και γεμάτη γλέντια και κρασί, καθώς τότε άνοιγαν τους πίθους με το γιοματάρι. Τελείωνε με την τελετή της χύτρας, που περιφερόταν μουντζουρωμένη, γεμάτη σπόρους για προσφορά στον Διόνυσο, ενώ την ημέρα αυτή έζωναν τους ναούς με μια κορδέλα, απαγορεύοντας την είσοδο σ’ αυτούς.

Ανθεστήρια
Παιδιά που διασκεδάζουν με αμαξάκι τη δεύτερη ημέρα των Ανθεστηρίων

Η ορφική αίρεση

Ξεκινώντας από τη Θράκη, η ορφική αίρεση εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και γύρω στο 6ο αιώνα π.Χ. είχε καταντήσει αληθινή μάστιγα. Ο Διονύσιος Ζαγρέας και ο Ορφέας αποτελούσαν το μοχλό της πίστης των ορφικών, που αποτελούσαν τα ορφικά μυστήρια ανοιχτά μόνο στους μυημένους. Ο ορφισμός λατρευόταν με όργια και αναπτύχθηκε με κέντρο λατρείας τον Διόνυσο Ζαγρέα, τον θεό που δίνει ψυχή στα πάντα.

Ο άνθρωπος που εκπλήρωνε τις επιταγές της ορφικής διδασκαλίας, μπορούσε να ελπίζει στη λυτρωτική χάρη του Διονύσου και να απαλλαγεί από τη μεταθανάτια κόλαση του Άδη. Αλλιώς, η ψυχή του κινδύνευε να υποστεί τα μύρια όσα, ώστε να φθάσει στον καθαρμό.

Διάφοροι απατεώνες (οι «ορφεοτελεστές») περιφέρονταν από τόπο σε τόπο και, έναντι αμοιβής, αναλάμβαναν να απαλλάξουν από τις αμαρτίες τους, όχι μόνο τους ζωντανούς αλλά και τους πεθαμένους. Κάτι ανάλογο έγινε και στην αρχαία Αθήνα του 6ου π.Χ. αιώνα.

«Τα Ανθεστήρια τελείωσαν!»

Ήταν γύρω στο 535π.Χ., όταν ο τύραννος Πεισίστρατος καθιέρωσε τα Μεγάλα Διονύσια: η λαμπρότητα του θεάματος αντιμέτωπη με τη θρησκοληψία και τη δεισιδαιμονία. Η κλασική αθηναϊκή γιορτή ήταν τα Ανθεστήρια, τριήμερη και γεμάτη γλέντια και κρασί. Οι εκδηλώσεις έκλειναν με θυσία σε δεκατέσσερις βωμούς, για τους επτά Τιτάνες και τις επτά Τιτανίδες,που είχαν κομματιάσει το Διόνυσο όταν ήταν μωρό. Την ίδια ημέρα, οι ψυχές των νεκρών ξαναγύριζαν στον Άδη και οι νοικοκυραίοι ξόρκιζαν αυτές που αρνιόνταν να φύγουν, φωνάζοντας: «Έξω από το σπίτι ψυχές!Τα Ανθεστήρια τελείωσαν!».

Τα Λήναια

Νωρίτερα, οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Λήναια προς τιμήν του Ληναίου Διονύσου και σε ανάμνηση του πρώτου πατητηριού (ληνός=πατητήρι). Το Λήναιο, ο ναός του θεού, βρισκόταν στη συνοικία των Λιμνών, στα νότια της Ακρόπολης. Μετά την απαραίτητη κρασοκατάνυξη, όλοι πήγαιναν σε ένα δημόσιο συμπόσιο, προσφορά της Πολιτείας. Μεθούσαν και κινούσαν για το κέντρο της πόλης, χορεύοντας, πειράζοντας ο ένας τον άλλον με χοντροκομμένα αστεία και τραγουδώντας «εγκώμια» στον Διόνυσο, άλλοι μασκαρεμένοι σε Σατύρους, Σειληνούς και Πάνες κι άλλοι σε ό,τι έμπνευση τους ερχόταν.

Πήγαιναν είτε με τα πόδια είτε πάνω σε άμαξες και μ’ αυτά γεννήθηκαν τα «εξ αμάξης» αστεία και ο διθύραμβος. Ήταν ένα είδος ποιήματος «εξημμένης, ταραχώδους και μεγαλοστόμου εμπνεύσεως», που τραγουδιόταν προς τιμήν του θεού από κάποιον ανεβασμένο σε ένα τραπέζι. Ονομαζόταν «ελεός».

Τα Ανθεστήρια γεννούν το θέατρο

Στα 530πΧ., ο Θέσπις αντικατέστησε τον ελεό με ηθοποιό. Του έδινε να απαγγείλει μονωδίες και έτοιμους διαλόγους με τον κορυφαίο του χωριού, ο οποίος απαντούσε με βάση το κείμενο. Άρεσε. Ο Θέσπις έστησε επιχείρηση με «περιοδεύοντα θίασο» κι έδινε παραστάσεις ανά τους δήμους της Αττικής, μεταφέροντας με ένα κάρο μια πρόχειρη φορητή σκηνή. Η επιχείρηση έπιασε. Βρέθηκαν μιμητές, καθιερώθηκαν αγώνες για το καλύτερο έργο κι ο Θέσπις βγήκε πρώτος νικητής. Είχε γεννηθεί το θέατρο. Κι αμέσως ακολούθησε το δράμα, με τη έννοια του δρώμενου. Το δράμα χωρίστηκε σε τραγωδία, κωμωδία και «σατυρικό δράμα», για να θυμίζει ότι όλα ξεκίνησαν από τη λατρεία του Διονύσου.

Το πρώτο δράμα παρουσιάστηκε στα Λήναια, σε πρόχειρο θέατρο. Στα 478π.Χ., το πρόχειρο θέατρο κατέρρευσε κι έτσι χτίστηκε ξύλινο, στη θέση που αργότερα υψώθηκε το πέτρινο Διονυσιακό.

Λιγότερο από ένας μήνας χώριζε τα Ανθεστήρια από τα Μεγάλα Διονύσια. Ξεκινούσαν με τον «Προάγωνα», την τελετή «πριν από τον αγώνα», που απαγγελλόταν δημόσια και περιελάμβανε την παρουσίαση των θεατρικών έργων, καθώς και τους συντελεστές τους. Ακολουθούσε η μεγαλόπρεπη πομπή με το άγαλμα του θεού να περιφέρεται στην πόλη και να περιστοιχίζεται από Σατύρους, Σειληνούς, ορχήστρες και χορωδίες. Κατάληξη της πομπής ήταν το διονυσιακό θέατρο, όπου γίνονταν σπονδές στον θεό, για να ακολουθήσει ο διαγωνισμός διθυράμβου.

Κάποια στιγμή χορτασμένοι και μεθυσμένοι οι Αθηναίοι ξεκινούσαν νέα βόλτα στην Αθήνα, χορεύοντας, φορώντας στεφάνια και μάσκες και τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια. Η εκδήλωση ονομαζόταν «κώμος» και προηγούνταν των θεατρικών παραστάσεων, που διαρκούσαν τρεις με τέσσερις ημέρες. Γιορτές και πανηγύρια τελείωναν κάποτε, για να μπορέσουν οι Αθηναίοι να πάρουν μια ανάσα πριν μπουν στα Μουνίχια, καινούργια γιορτή αφιερωμένη στην Άρτεμη.