Οι Σελευκίδες παρ’ όλο που οργάνωσαν το ένα από τα δύο μεγαλύτερα και ισχυρότερα κράτη την εποχή μετά τον Αλέξανδρο, την ελληνιστική εποχή, δεν κατάφεραν να επιβάλουν την πλήρη κυριαρχία τους στη Μικρά Ασία και στις ανατολικές περιοχές του κράτους τους. Αποτέλεσματα αυτής της αδυναμίας ήταν να δημιουργηθούν, εκτός από τα κράτη Βιθυνία και Πόντος, και άλλα ανεξάρτητα βασίλεια: Γαλατία, Πέργαμο, Καππαδοκία, Βακτρία, Παρθία, Αρμενία.
Γαλατία
Οι Γαλάτες εμφανίστηκαν γύρω στον 5ο αιώνα π.Χ. ως φορείς του πολιτισμού Λα Τεν βόρεια και δυτικά των Άλπεων. Τον 4ο αιώνα εξαπλώθηκαν σε μεγάλο μέρος της σημερινής Γαλλίας, Βελγίου, Ελβετίας, Νότιας Γερμανίας, Αυστρίας και Τσεχίας λόγω του ελέγχου των εμπορικών οδών κατά μήκος των ποταμών του Ροδανού, Σηκουάνα, Ρήνου και Δούναβη. Έφτασαν στο αποκορύφωμα της δύναμής τους τον 3ο αιώνα π.Χ. Κατά τον 4ο και 3ο αιώνα, οι Γαλάτες επεκτάθηκαν στη Βόρεια Ιταλία (Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία), που οδήγησε στους Ρωμαιο-γαλατικούς πολέμους και στα Βαλκάνια, που οδήγησε σε πόλεμο με τους Έλληνες. Οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν τελικά στην κεντρική Μικρά Ασία και έμειναν γνωστοί ως Γαλάτες της Μικράς Ασίας.
Πέντε χρόνια πριν την ανακήρυξη του κράτους του Πόντου σε ανεξάρτητο βασίλειο, δημιουργήθηκε στην Μικρά Ασία και συγκεκριμένα στη Φρυγία, η Γαλατία, το κράτος των Γαλατών. Οι Γαλάτες διατήρησαν κατά κανόνα τα ήθη και τα έθιμά τους. Με τον εντόπιο πληθυσμό απέφυγαν να έρθουν σε επαφή. Αν και πολύ λιγότεροι, οι Γαλάτες κατόρθωσαν να επιβληθούν στους Φρύγες κυρίως χάρη στην πολεμική τους ικανότητα παρά τους πολέμους που διεξήγαν με τα άλλα κράτη της Μικράς Ασίας και παρά το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς υπηρεούσαν ως μισθοφόροι στους στρατούς των ελληνιστικών κρατών.
Πέργαμο
Ιδρυτής του κράτους του Περγάμου ήταν ο ταμίας του Λυσίμαχου Φιλέταιρος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Σέλευκου και Λυσίμαχου ήταν διοικητής της φρουράς του Λυσίμαχου στο Πέργαμο, προσχώρησε στον Σέλευκο. Μετά την ήττα του αντιπάλου του το 281π.Χ ο Σέλευκος παραχώρησε την πόλη και την πεδιάδα του Καΐκου στον Φιλέταιρο. Με τα χρήματα που διέθετε, περίπου 9.000 άτλαντα, ο Φιλέταιρος πέτυχε να επεκτείνει την επιρροή του στις γειτονικές ελληνικές πόλεις. Αν και ουσιαστικά ήταν ανεξάρτητος απέφυγε να πάρει τον τίτλο του βασιλιά. Βασιλιά θεωρούσε, τυπικά τουλάχιστον, τον Σέλευκο και μετά τον θάνατο εκείνο τον Αντίοχο Α’.
Εντελώς διαφορετική πολιτική ακολούθησε ο ανηψιός και θετός γιος του Ευμένης που τον διαδέχτηκε στην εξουσία το 263π.Χ. Αφού εξασφάλισε την υποστήριξη του Πτολεμαίου Φιλάδελφου, ήρθε σε σύγκρουση με τον Αντίοχο Α’. Αν ο Ευμένης σκόπευε να επεκτείνει περισσότερο την επιρροή του ή αν ο Αντίοχος ήθελε να περιορίσει την ανεξαρτησία του ηγεμόνα του Περγάμου δεν είναι γνωστό. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις Σάρδεις και έληξε με νίκη του Ευμένη. Αμέσως μετά ο Ευμένης πήρε τον τίτλο του βασιλέως και από τότε το κράτος του Πέργαμου έγινε και τυπικά ανεξάρτητο βασίλειο. Χάρη στις στρατιωτικές και διοικητικές ιανότητες του Ευμένη και των διαδόχων του, το Πέργαμο κατάφερε να επεκταθεί περισσότερο και μπόρεσε να αναπτύξει πολιτιστική δραστηριότητα.
Καππαδοκία
Περίπου το 255π.Χ. πήρε τον τίτλο του βασιλέως και κατέστησε τη χώρα του ανεξάρτητη ο ηγεμόνας της Καππαδοκίας Αριαράθης. Ο Αριαράθης ήταν απόγονος του Αριαράθη Α’ που τον νίκησε και τον καταδίκασε σε θάνατο ο Περδίκκας. Έπειτα η Καππαδοκία περιήλθε στον Ευμένη, αργότερα ένα μέρος της βρισκόταν υπό την κυριαρχία του Λυσίμαχου και ένα άλλο υπό τον Σέλευκο.
Μετά το 281π.Χ. όλη η χώρα ανήκε στο κράτος των Σελευκιδών, την διοικούσαν όμως εντόπιοι ηγεμόνες, που φρόντιζαν να έχουν φιλικές σχέσεις με τους βασιλείς. Στο πλαίσιο των φιλικών αυτών σχέσεων έγινε η αναγνώριση της Καππαδοκίας ως ανεξάρτητου κράτους από τον Αντίοχο Β’. Τον Αριαράθη Β΄ διαδέχθηκε ο πρεσβύτερος γιος του Αριαράμνης και αυτόν ο γιος του Αριαράθης Γ’. Στον Αριαράθη Γ’ έδωσε ως σύζυγο ο Σέλευκος την αδελφή του Στρατονίκη.
Μολονότι ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε ιρανική καταγωγή και η κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας είχε ιρανικό χαρακτήρα -ο εξελληνισμός της έγινε κυρίως τον 2οπ.Χ. αιώνα από τον Αριαράθη Ε’- οι σχέσεις των βασιλέων της με τους Σελευκίδες ήταν φιλικές.
Βακτρία
Συμβιβαστική πολιτική αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν οι Σελευκίδες και προς τους ηγεμόνες της Βακτρίας. Ο διοικητής της χώρας Διόδοτος, με την υποστήριξη των Ελλήνων που είχαν εγκατασταθεί εκεί ως άποικοι, κυρίως όμως χάρη στην δυναστική κρίση των Σελευκιδών, που έγινε κατά τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα, πέτυχε να δημιουργήσει ένα ουσιαστικά ανεξάρτητο κράτος.
Ο βασιλιάς Σέλευκος Β’ Καλλίνικος, μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, απέφυγε να έρθει σε σύγκρουση μαζί του. Αντίθετα μάλιστα φρόντισε να συνάψει φιλικές σχέσεις με τον Διόδοτο και του έδωσε ως σύζυγο μια από τις αδελφές του. Αν ο Διόδοτος πήρε τότε και τον τίτλο του βασιλιά δεν είναι γνωστό. Πιθανότερο φαίνεται να ανακηρύχθηκε η Βακτρία ανεξάρτητο βασίλειο από τον γιο και διάδοχο του Διόδοτο Β’.
Ο νεότερος Διόδοτος διέκοψε τη φιλική προς τους Σελευκίδες πολιτική του πατέρα του και συνήψε συμμαχία με τον ηγεμόνα των Πάρθων Τιριδάτη, που βρισκόταν τότε σε εμπόλεμη κατάσταση με τον Σέλευκο Β΄. Η συμμαχία με τους Πάρθους προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις τόσο στα ευρύτερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού της χώρας, όσο και στο στενό περιβάλλον του Διόδοτου. Τότε η χήρα του Διόδοτου Α’ ήρθε σε συνεννόηση με ένα από τους σατράπες της χώρας, τον Ευθύδημο από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Με την υποστήριξη της βασίλισσας και του ελληνικού πληθυσμού ο Ευθύδημος ανέτρεψε τον Διόδοτο.
Όσο οι Σελευκίδες αναγνώριζαν την ανεξαρτησία του βασιλείου του, οι σχέσεις του Ευθύδημου μαζί τους ήταν φιλικές. Άλλωστε και ο ίδιος απέφυγε να δώσει αφορμές ασκώντας επεκτατική πολιτική, περιορίσθηκε στις δύο επαρχίες του κράτους του τη Βακτρία και τη Σογδιανή. Αργότερα όμως, τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα αναγκάστηκε να μεταβάλει στάση και ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά Αντίοχο Γ΄. Τον Ευθύδημο διαδέχθηκε το 189π.Χ. ο γιος του Δημήτριος κατά τη βασιλεία του οποίου το κράτος της Βακτρίας επεκτάθηκε ως τον Γάγγη.
Παρθία
Στα μέσα του 3ο π..Χ αιώνα δημιουργήθηκε επίσης το κράτος των Πάρθων. Το 248π.Χ. οι Πάρνοι, λαός ιρανικής καταγωγής, από τις στέππες ανατολικά της Κσπίας θάλασσας, όπου κατοικούσαν, εισέβαλλαν στο κράτος των Σελευκιδών και υπό την ηγεσία των αδελφών Αρσάκου και Τιριδάτου κατέλαβαν την επαρχία Ασταυηνή και αργότερα τη γειτονική Παρθία. Περίπου το 230π.Χ. η Παρθία ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητο βασίλειο. Ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο Αρσάκης. Οι Πάρνοι όμως πήραν το όνομα της χώρας στη οποία εγκαταστάθηκαν και ονομάστηκαν Πάρθοι.
Παρά τη διαφορετική φυλετική καταγωή και πολιτιστική παράδοση, οι Πάρθοι όχι μόνο ανέχθηκαν τα ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία που βρήκαν, αλλά και παρέλαβαν πολλά από αυτά, ιδιαίτερα μάλιστα όταν κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος του κράτους των Σελευκιδών. Αρκετά ενδεικτικός είναι και ο χαρακτηρισμός «Φιλέλλην», με τον οποίο παρουσιάζονται οι βασιλείς των Πάρθων από τις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα. Ωστόσο οι σχέσεις τους με τους Σελευκίδες ήταν εχθρικές.
Αρμενία
Ανεξάρτητο βασίλειο έγινε και η Αρμενία, πότε όμως δεν είναι ακριβώς γνωστό. Οι μαρτυρίες είναι πολύ λίγες. Βέβαιο όμως, πρέπει να θεωρηθεί ότι στην εποχή του Σέλευκου Α’, οι ετόπιοι ηγεμόνες αναγνώριζαν την επικυρχία του βασιλιά, αφού ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους. Συγχρόνως όμως επεδίωκαν να αποκτήσουν πλήρη ανεξαρτησία. Σύμφωνα με μαρτυρία του Διόδωρου, γύρω στο 260π.Χ. υπήρχε στην Αρμενία βασιλιάς (κάποιος Αρδοάτης). Πιθανόν αυτός ο βασιλιάς να παραχώρησε άσυλο στον γιο του Νικομήδη της Βιθυνίας Ζιαήλα, όταν αυτός μετά την αποκλήρωσή του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του. Γνωστός είναι επίσης και ο βασιλιάς Αρσάμης από την ανάμιξή του στην δυναστική κρίση των Σελευκιδών. Ο ίδιος ίδρυσε και την πόλη Αρσαμόσατα, που έγινε πρωτεύουσα του κράτους. Την επικυριαρχία των Σελευκιδών αναγνώρισα και πάλι οι Αρμένιοι ηγεμόνες την εποχή του Αντίχου Γ’ (212π.Χ.) ως το 189π.Χ.
Κιλικία, Πισιδία, Φρυγία, Καρία
Εκτός από τα παραπάνω ανεξάρτητα κράτη, την ελληνιστική εποχή, υπήρχαν και άλλα μικρότερα κρατίδια, που κυβερνούσαν λίγο πολύ ανεξάρτητοι από τους Σελευκίδες ηγεμόνες. Τους συναντούμε στην Κιλικία, Πισιδία, Φρυγία και Καρία. Στην Φρυγία υπήρχε κάποιος Λυσανίας που ίδρυσε την πόλη Λυσιάδα. Ο γιος του Φιλόμηλος που τον διαδέχτηκε στην εξουσία, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, ίδρυσε το Φιλομήλιο. Στο τελευταίο τέτρατο του 3ου π.Χ. αιώνα εμφανίζεται στην Καρία κάποιος Ολύμπιχος. Κέτρο της επικράτειας του ήταν η Άλινδα.
Από μερικούς συγγραφείς χαρακτηρίζονται αυτοί οι ηγεμόνες ως «τύραννοι». Ωστόσο οι μαρτυρίες που έχουμε για τον τρόπο που κυβερνούσαν δεν μας επιτρέπουν να παραδεχτούμε με βεβαιότητα ότι είχαν επιβάλει απολυταρχικά καθεστώτα. Για τον Ολύμπιχο είναι βέβαιο ότι τυπικά ήταν «στρατηγός» του Σέλευκου Β’ στην Καρία -ουσιατικά όμως ανεξάρτητος- και οι πόλεις που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του διατηρούσαν την αυτοδιοίκησή τους. Στην Κιλικία υπήρχε και το ανεξάρτητο κρατίδιο της Όλβης, κέντρο του οποίου ήταν οναός του Διός στην πόλη Όλβη. Την εξουσία ασκούσαν οι ιερείς. Σε αντίθεση προς την πολιτική του Αντίγονου Γονατά στην κυρίως Ελλάδα, οι Σελευκίδες δεν υποστήριξαν απολυταρχικά καθεστώτα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους