Οι ομηρικοί ήρωες εμφανίζονται μαχητές, δεινοί στον χειρισμό των όπλων, στους αγώνες, αλλά και ικανοί στη λύρα, στο τραγούδι, στον χορό, καθώς και συνετοί στα λόγια τους. Για κάθε ήρωα ηγεμόνα, ή απλό πολεμιστή ο ποιητής επαναλαμβάνει ακούραστα: «ανήρ αγαθός γενόμενος απέθανε». Οι μορφές του έπους ζουν και πεθαίνουν για την εκπλήρωση του ιδεώδους της αρετής. Το να διακριθεί ο νέος, να είναι ο καλύτερος, το «αίεν αριστεύειν» αποτελεί τον κύριο λόγο της ύπαρξής του.

Το σπαρτιατικό ιδεώδες
Στην Σπάρτη, την αριστοκρατική και πολεμική πολιτεία, η αγωγή στρεφόταν στην προετοιμασία για την άμυνα της πατρίδας, στη θυσία του ατόμου για το κοινό συμφέρον. Η αγωγή του νεαρού Σπαρτιάτη ήταν κυρίως στρατιωτική, μια μαθητεία στα όπλα και στη τεχνική του πολέμου. Στο προσωπικό ιδεώδες του ομηρικού ήρωα, η Σπάρτη θα αντιπαραθέσει το συλλογικό ιδεώδες της πολιτείας, την αφοσίωση στο κράτος. Η πόλη είναι το παν για τους πολίτες χάρη σε αυτήν υπάρχουν. Οι πολίτες θυσιάζονται γι’ αυτό το ιδεώδες, θνητοί εκείνοι, για την αθάνατη πατρίδα.
Η πολιτεία ενδιαφέρεται για τα μέλη της, για τους μελλοντικούς υπερασπιστές της, πριν ακόμη γεννηθούν. Γι’ αυτό ετοιμάζει τις μητέρες, τις σκληραγωγεί, για να φέρουν στον κόσμο γερά παιδιά. Οι νεαρές Σπαρτιάτισσες γυμνάζονταν δημόσια, πάλευαν, έριχναν το δίσκο και το ακόντιο, και χόρευαν τραγουδώντας τα παρθένεια του Αλκμάνα. Έτσι απέφευγαν την μαλθακότητα κα εμφανίζονταν γυμνές σε θρησκευτικές τελετές, όπως και τα αγόρια, χόρευαν και τραγουδούσαν.
Ως τα επτά του χρόνια το παιδί ανήκε στην οικογένεια, αλλά ύστερα από αυτή την ηλικία και ως το θάνατό του βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της πολιτείας. Κατά την παιδική του ηλικία μάθαινε να μη φοβάται το σκοτάδι, να τρώει ο,τιδήποτε και να υπακούει. Η εξωοικογενειακή αγωγή του διαρκούσε από επτά ως είκοσι χρονών και περνούσε σε τρεις κύκλους. Ανάμεσα στα οκτώ και τα ένδεκα χρόνια ο νεαρός Σπαρτιάτης ονομαζόταν ρωβίδας, προμικιζόμενος και μικιζόμενος, προπαίς, από δώδεκα ως δεκαπέντε πρατοπάμπαις, ατροπάμπαις, μελλείρην, από δεκαέξι ως είκοσι είρην και πρωτείρας. Οι αγέλες πάλι χωρίζονταν σε βούας, με αρχηγό τον βουαγό. Διδάσκονταν και γράμματα, ανάγνωση και γραφή, ακόμη και χορό και μουσική.
Η άσκηση του σώματος, οι αθλητικοί αγώνες, το κυνήγι, η σκληραγωγία και αυτή ακόμη η κρυπτεία (η μυστική εξόντωση ειλώτων) απέβλεπαν σε ένα μόνο ιδεώδες, στην προετοιμασία του πολεμιστή για τον αγώνα υπέρ της πατρίδας. Φυσικά και ο χαρακτήρας του παιδιού και η ηθική του ατόμου υπηρετούσαν εξ ολοκλήρου την πατρίδα. Τα αισθήματα, η προσωπικότητα, γνώριζαν ένα μόνο καλό, το καλό της πατρίδας, ένα δίκαιο, αυτό που υπηρετεί την πατρίδα, έναν νόμο, αυτόν που προστάζει η πατρίδα.
Για ένα τέτοιο πολίτη η εκπαίδευση ήταν δύσκολη και κοπιαστική. Ελαφρά ντυμένος, ακόμη και τον χειμώνα, ο νεαρός Σπαρτιάτης με κουρεμένο κεφάλι (οι μεγάλοι άφηναν πλούσια κόμη), ξυπόλητος, κοιμόταν πάνω σε καλάμια του Ευρώτα. Το φαγητό του ήταν λιτό και πολλές φορές για να χορτάσει έπρεπε να αρπάξει, αλλά χωρίς να το αντιληφθεί κανείς. Μαστιγωνόταν ο έφηβος στον βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος, αγωνιζόταν γυμνός, αλειμμένος με λάδι, για να δείξει τη δύναμή του στους μεγαλύτερους, στους οποίους υποσχόταν ότι θα τους ξεπεράσει στην ανδρεία. Η πόλη δεν αποβλέπει πια στον ομηρικό ήρωα, αλλά σε μια στρατιά ηρώων που θα θυσιασθεί για την πατρίδα.
Η αγωγή των Αθηναίων
Διαφορετικό το ιδεώδες της εκπαίδευσης στην Αθήνα. Η παιδεία στην αθηναϊκή πολιτεία ακολούθησε δύο φάσεις: εκείνη που ο Αριστοφάνης ονομάζει αρχαία παιδεία και αντιστοιχεί στην αρχαϊκή εποχή ως τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα και εκείνη που διαμορφώνεται στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα, με τις καινοτομίες των Σοφιστών και του Σωκράτη.
Η αρχαία παιδεία αποβλέπει στο ιεδεώδες του καλού καγαθού ανδρός, δηλαδή στην άσκηση του σώματος, στην αρμονική ανάπτυξη του και συγχρόνως στην καλλιέργεια της ψυχής με την ποίηση και τη μουσική. Ο αγαθός ανήρ είναι η ηθική όψη της αρχαίας παιδείας και ο καλός είναι η τεχνική πλευρά, η παιδεία δηλαδή που επιτρέπει τον έφηβο να σμιλέψει το ίδιο του το άγαλμα, για να το φέρει στη τελειότητα. Η παιδεία αυτή έχει περισσότερο αθλητική χροιά παρά πνευματική, περισσότερο καλλιτεχνική παρά γραμματική. Ένα ιδεώδες που ζει στους διαλόγους του Πλάτωνα, στον «Μενέξενο», στον «Χαρμίδη», στον «Φαίδρο», στους νέους με το ευγενικό πνεύμα και την ομορφιά που αγγίζει την τελειότητα.
Η παιδεία των Σοφιστών, σε αντίθεση με την αρχαία παιδεία, θα θέσει ως αποκλειστικό σκοπό τη δημιουργία ώριμων και υπεύθυνων πολιτών. Το πολιτικό ιδεώδες είναι η αρετή του ανδρός. Η δράση του υπεύθυνου ατόμου μέσα στα πλαίσια της πολιτείας είναι ο σκοπός της διδασκαλίας των Σοφιστών. Προετοιμάζουν τον μέλλοντα ηγέτη της πόλης ρήτορα δεινό, ικανό να χρησιμοποιεί επιχειρήματα για να πείσει τον δήμο, αλλά συγχρόνως εξοπλισμένο με πλήθος γνώσεων.

Ο νεαρός Αθηναίος, αντίθετα από τον Σπαρτιάτη, τον οποίο η μητέρα του αφήνει να μεγαλώσει χωρίς να φυλακίζει τα μέλη του στα σπάργανα, τυλίγεται σφιχτά, κοιμάται στην κούνια του, που μοιάζει συνήθως με κάνιστρο, ακούγοντας το νανούρισμα της μητέρας του ή της τροφού.
Ως τα επτά τους χρόνια αγόρια και κορίτσια μεγαλώνουν μαζί στον γυναικωνίτη, ακούνε παραμύθια που αρχίζουν με τη φράδη «ην πότε» (ήταν κάποτε) και έχουν για ήρωες ζώα, αλλά και φοβέρες όταν είναι άτακτα, για τη Μορμώ, τη Γελλώ, τη Γοργώ και τη Λάμια. Έπαιζαν όπως όλα τα παιδιά με αμαξάκια, κούκλες, ροκάνες, μικρά αγγεία, αλογάκια με ρόδες, ομοιώματα ζώων όλων των ειδών, κοκόρια, περιστέρια, σκυλάκια. Ακόμη έπαιζαν τυφλόμυγα, αστραγάλους, και έδεναν σε μια κλωστή τη μηλολόνθη, τη σημερινή χρυσόμυγα, αφήνοντας τη να πετά γύρω τους. Πλήθος από μικρά αληθινά ζώα συντρόφευε τα παιχνίδια τους: σκυλιά, γάτες, πάπιες, ορτύκια εξημερωμένα και νυφίτσες.
Στα επτά τους χρόνια τα αγόρια με τη συνοδεία του παιδαγωγού, του πιο έμπιστου και ηλικιωμένου δούλου, πήγαιναν στο σχολείο, ενώ τα κορίτσια έμεναν σπίτι και μάθαιναν από τη μητέρα ανάγνωση και γραφή, μουσική και χορό, αλλά κυρίως ό,τι χρειάζεται μια μέλλουσα οικοδέσποινα και μητέρα.
Πριν από την ανατολή του Ήλιου, ο νεαρός Αθηναίος, τυλιγμένος με κοσμιότητα στο ιμάτιό του, ξεκινά για το σχολείο. Τον συνοδεύει ο παιδαγωγός, κρατώντας τα απαραίτητα μαθητικά εφόδια. οι δάσκαλοι που θα επισκεφθεί είναι ο γραμματιστής, ο κιθαριστής, ο παιδοτρίβης. Βέβαια οι γονείς δεν ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν τα παιδιά τους σχολείο, που δεν ήταν δημόσιο αλλά ιδιωτικό.Ο γονείς των παιδιών πλήρωνα τους δασκάλους, αλλά συγχρόνως η πόλη έδειχνε ενδιαφέρον για την μόρφωση των αυριανών υπερασπιστών της. Δεν υπάρχει παιδονόμος όπως στην Σπάρτη. Μια απόφαση του δήμου της Ελευσίνας τιμά τον στρατηγό Δέρκυλο, γιατί φρόντιζε άγρυπνα για τη μόρφωση των παιδιών του δήμου.
Όση ώρα βρισκόταν το παιδί στο σχολείο, ο παιδαγωγός καθόταν παράμερα, στην ίδια αίθουσα. Ο δάσκαλος καθόταν σε «θρόνο», κάθισμα με ερεισίνωτο, και οι μαθητές σε σκαμνάκια με ίσια πόδια χωρίς ράχη. Τραπέζια δεν υπήρχαν, ακουμπούσαν στα γόνατα τις πλάκες τους, που ήταν στρωμένες με κερί, και έγραφαν με τη γραφίδα, μυτερή από τη μια μεριά και από την άλλη πλατιά και στρογγυλή για να σβήνουν. Ο δάσκαλος σχεδίαζε ελαφρά τα γράμματα και ο μαθητής έγραφε πατώντας δυνατά τη γραφίδα του πάνω στο σχέδιο του δασκάλου. Έγραφαν και με μελάνι σε φύλλα παπύρου.
Πριν από τη γραφή όμως το παιδί μάθαινε να διαβάζει , αρχίζοντας από το αλφάβητο και προχωρώντας στις συλλαβές και τις λέξεις. Για τον μικρό της εποχής εκείνης ήταν σπουδαία εργασία το διάβασμα γιατί δεν υπήρχαν σημεία στίξης ούτε έμενε κενό διάστημα ανάμεσα στις λέξεις. Με αυτές τις συνθήκες η εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής διαρκούσε από τρία έως τέσσερα χρόνια. Όταν το παιδί μάθαινε να διαβάζει αποστήθιζε στίχους από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Σόλωνα, αλλά και αποφθέγματα σοφών.
Η αριθμητική συμπλήρωνε τη διδασκαλία. Οι αριθμοί σημειώνονταν με γράμματα του αλφαβήτου. Για πολύπλοκους λογαριασμούς χρησιμοποιούσαν σύμβολα και τον άβακα. Μάθαιναν επίσης τον πίνακα του πολλαπλασιασμού με τη βοήθεια σημείων τοποθετημένων σε τετράγωνα πλαίσια.
Σπουδαία θέση στην μόρφωση του παιδιού είχε η μουσική. Ο μορφωμένος άνθρωπος λεγόταν μουσικός ανήρ. Η μουσισή ως παιδεία περιελάμβανε το μουσικό όργανο, το τραγούδι, ακόμη και το χορό, τρεις αλληλένδετες εκφράσεις μιας παίδευσης, που απέβλεπε στην αρμονική διάπλαση της ψυχής. Τα παιδιά μάθαιναν κοντά στον κιθαριστή κιθάρα ή αυλό με τρόπο εμπειρικό. Την κιθάρα συνόδευαν τραγούδια με στίχους παλαιών λυρικών ποιητών. Οι νέοι Αθηναίοι είχαν την ευκαιρία να επιδείξουν το μουσικό τους ταλέντο στις εορτές του δήμου με χορωδίες και χορούς. Τα έξοδα αναλάμβαναν οι χορηγοί, πολίτες πλούσιοι, που βραβεύονταν με έναν τρίποδα.
Η άσκηση του σώματος στην παλαίστρα άρχιζε αργότερα, στα οκτώ ή στα δέκα χρόνια, αφού είχε προηγηθεί η φοίτηση στον γραμματιστή και στον κιθαριστή. Η παλαίστρα ήταν ιδιωτική και ανήκε στον παιδοτρίβη. Ο γυμναστής έδειχνε τις ασκήσεις και το παιδί γυμνό, αλειμμένο με λάδι και άμμο, γυμναζόταν με τον ήχο του αυλού. Μόλις τελείωνε, καθάριζε το σώμα του από το λάδι με μια στλεγγίδα (είδος ξύστρας με λαβή), λουζόταν με μια πέτρινη γούρνα και επέστρεφε στο σπίτι. Έφηβος γυμναζόταν στις παλαίστρες των εφήβων και των ανδρών, που βρίσκονταν στα δημόσια γυμνάσια, του Λυκείου, της Ακαδημίας και του Κυνοσάργους. Στα δεκαοτώ του χρόνια έδινε τον περίφημο όρκο στον ναό της Αγλαύρου και υπηρετούσε την πατρίδα για δύο χρόνια, παίρνοντας έτσι μια συγκεκριμένη στρατιωτική εκπαίδευση και έχοντας ως προπαιδεία τις γυμναστικές ασκήσεις που προηγήθηκαν.
Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση ο νεαρός Αθηναίος τουλάχιστον κατά το πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, δεν έπαιρνε καμιά ανώτερη παιδεία. Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, οι ορίζοντες της παιδείας ευρύνονται με τη μεταρρύθμιση που έφεραν οι Σοφιστές. Βάσεις για ανώτερες σχολές έθεσαν οι Ίωνες φιλόσοφοι κατά τον 6οπ.Χ. αιώνα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους