Η γερμανική εισβολή κατά της Ελλάδας άρχισε την 6η Απριλίου 1941 στις 5:15, συγχρόνως με την επίδοση διακοίνωσης, στην οποία αναφέρονταν τα στερεότυπα «παράπονα» του Γ΄ Ράιχ κατά της χώρας και τονιζόταν ότι σκοπός της γερμανικής ενέργειας ήταν η εκδίωξη των Άγγλων από την Ελλάδα. Ο Χίτλερ δεν τήρησε ούτε τα τυπικά προσχήματα, θέτοντας προθεσμία για ενδεχόμενη αποδοχή, ούτε ζήτησε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδας και της Γερμανίας. Απλώς πληροφορούσε γαι την επίθεση των γερμανικών στρατευμάτων που δεν «στρεφόταν» κατά της Ελλάδας, αλλά κατά της Αγγλίας. Νωρίς το πρωί της ίδιας μέρας ισχυρές γερμανικές δυνάμεις προσέβαλαν τα ελληνικά στρατεύματα στην οχυρωμένη γραμμή της ανατολικής Μακεονίας.

Η γερμανική εισβολή εκτελέστηκε με δύο επιχειρήσεις, την Επιχείρηση Μαρίτα, που αφορούσε τις επιχειρήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα και την μετέπειτα Επιχείρηση Ερμής που αφορούσε την αεραπόβαση και κατάληψη της Κρήτης γνωστότερη ως μάχη της Κρήτης. Η Γερμανική επίθεση στην Ελλάδα θεωρείται τμήμα των ευρύτερων πολεμικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και ειδικότερα της Βαλκανικής Εκστρατείας, ενώ επίσης -αλλά και για την Ελλάδα- συνέχεια και παραλληλία του Ελληνοϊταλικού Πολέμου που είχε ξεκινήσει στις 28 Οκτωβρίου 1940, καθώς και προηγούμενο της βουλγαρικής εισβολής και της τριπλής κατοχής που ακολούθησε.
Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941, με την επίθεση γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Δύο γερμανικά σώματα στρατού επιτέθηκαν στις ελληνικές θέσεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων η μάχη διήρκεσε μόλις τέσσερις μέρες, καθώς η γερμανική επίθεση μέσω Γιουγκοσλαβίας, η οποία έπεσε και παραδόθηκε άνευ όρων, υπερκέρασε τις θέσεις άμυνας και απειλούσε τα μετόπισθεν των ελληνικών στρατευμάτων. Στις 9 Απριλίου παραδόθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με αρκετούς όμως να υπερασπίζονται μαχόμενοι τα οχυρά και μετά την απόφαση αυτή και εν τέλει τους Γερμανούς να εκφράζουν ανοιχτά τον θαυμασμό τους για την ανδρεία και μαχητικότητα των Ελλήνων.
Στις 9 Απριλίου ξεκίνησε η γερμανική προέλαση προς νότια, με ταυτόχρονη κίνηση δυνάμεων από την Έδεσσα και από την περιοχή της Φλώρινας. Στη γραμμή άμυνας στη Δυτική Μακεδονία, οι συνδυασμένες δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις κατά πολύ καλύτερα εξοπλισμένες και αριθμητικά υπέρτερες σαφώς Γερμανικές δυνάμεις. Το ρήγμα στην άμυνα που δημιουργήθηκε στην περιοχή της Κλεισούρας υποχρέωσε σε σύμπτυξη τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις, αλλά στις 16 Απριλίου οι Γερμανοί κατάφεραν να παρεμβληθούν μεταξύ των ελληνικών και κοινοπολιτειακών δυνάμεων.
Η γρήγορη κίνηση των γερμανικών δυνάμεων στην ελληνική ενδοχώρα έθεσε σε κίνδυνο και τους Έλληνες που μάχονταν κατά των Ιταλών στην Αλβανία. Έτσι, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, στις 20 Απριλίου συνθηκολόγησε αυτοβούλως πρώτα με τους Γερμανούς, παρά τις αντίθετες διαταγές της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και αργότερα με τους ηττημένους Ιταλούς.
Όπως λέει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του είχε δύο επιλογές: είτε να συνεχίσει τον πόλεμο και να γίνει ολοκαύτωμα, είτε να συνθηκολογήσει προσποιούμενος ότι ήθελε να σταματήσει η αιμοτοχυσία εκατέροθεν. Η δεύτερη επλογή θα ήταν ελιγμός χωρίς απώλειες και με την ελπίδα να διασωθεί η τιμή των όπλων και η Ελληνική νεότητα. Αν συνεχιζόταν ο πόλεμος θα θυσιαζόταν ο στρατός με τα υπολείμματά του να αιχμαλωτίζονται από τους Ιταλούς. Πώς λοιπόν θα συνεχιζόταν ο αγώνας στην Αίγυπτο, στο Ελ Αλαμέιν, στο Ρίμινι, στα βουνά την περίοδο της κατοχής;
Η Γερμανική εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα τελείωσε με καθολική γερμανική νίκη με την κατάληψη της Καλαμάτας στην Πελοπόννησο, μέσα σε είκοσι τέσσερις μέρες. Τόσο Γερμανοί όσο και Σύμμαχοι αξιωματούχοι εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την ισχυρή και ηρωική αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες στρατιώτες.
Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν τη γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα αποφασιστική για την έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρώντας ότι αποτέλεσε σοβαρή καθυστέρηση της εισβολής του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση. Άλλοι θεωρούν ότι η εκστρατεία δεν είχε μεγάλη ή και καμιά επιρροή στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα και χαρακτηρίζουν την Βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα ως μάταιο εγχείρημα, «πολιτική και συναισθηματική απόφαση» ή ακόμα και ένα «σαφές στρατηγικό σφάλμα».
Το απόγευμα της 20ής Απριλίου στο χωριό Βοτονόσι Ιωαννίνων ο Τσολάκογλου υπέγραψε με τον διοικητή της LSSAH Ζεπ Ντίντριχ, πρωτόκολλο ανακωχής, με το οποίο σταματούσε κάθε εχθροπραξία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας από τις 18:00 της ίδιας μέρας. Ο ιστορικός του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου Τζον Κίγκαν (John Keegan) γράφει ότι ο Τσολάκογλου «ήταν τόσο αποφασισμένος […] να αρνηθεί στους Ιταλούς την ικανοποίηση μίας νίκης που δεν κέρδισαν ώστε […] ξεκίνησε συζητήσεις, χωρίς να έχει τέτοια διαταγή, με τον διοικητή της γερμανικής μεραρχίας των SS, Σεπ Ντίτριχ, ώστε να κανονίσει η παράδοση να γίνει μόνο στους Γερμανούς». Ο Χίτλερ συμφώνησε με την ανακωχή και προσπάθησε να μη συμπεριληφθούν οι Ιταλοί.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό καθορίζονταν και οι όροι των ελληνικών και ιταλικών στρατευμάτων, ως εξής: τη νύκτα της 20ής προς 21η Απριλίου, με επέμβαση του Γερμανού αρχιστράτηγου, θα γινόταν ανακωχή, ο Ελληνικός Στρατός θα αποσυρόταν εντός δέκα ημερών στην ελληνοαλβανική μεθόριο, ενώ ο Ιταλικός δεν θα εισχωρούσε σε ελληνικό έδαφος με τα γερμανικά στρατεύματα να παρεμβάλλονται μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών.
Επιπρόσθετα, οι Έλληνες στρατιώτες θα αποστρατεύονταν, καθώς θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους και έπειτα θα μπορούσαν να μεταβούν στις εστίες τους, ενώ οι αξιωματικοί δεν θα θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου και θα διατηρούσαν των οπλισμό τους τιμητικώς. Η πραγματικότητα ταχύτατα διέψευσε όμως τις προσδοκίες, καθώς οι Γερμανοί δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους. Την ώρα μάλιστα των διαπραγματεύσεων βομβάρδιζαν με πρωτοφανή τρόπο τα Ιωάννινα, χωρίς να αποτελεί εξαίρεση ούτε το νοσοκομείο της πόλης που έφερε εμφανή σήματα του Ερυθρού Σταυρού.
Όταν ο διοικητής της 12ης Στρατιάς, φον Λίστ, έλαβε γνώση του πρωτοκόλλου αμέσως ζήτησε την επαναδιατύπωσή του, με πολύ δυσμενέστερους όρους αυτή τη φορά. Ο Τσολάκογλου αναγκάστηκε να υπογράψει ένα δεύτερο πρωτόκολλο «ως αιχμάλωτος άνευ ελευθέρας γνώμης», παραδίδοντας τον στρατό μόνο στη Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση και όχι στους Ιταλούς. Από την άλλη πλευρά, ο Μουσολίνι εξοργισμένος από αυτή τη συμφωνία διέταξε αντεπιθέσεις εναντίον των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες αποκρούστηκαν. Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση του Μουσολίνι προς τον Χίτλερ ώστε να επιτευχθεί μία ανακωχή στην οποία περιλαμβανόταν και η Ιταλία, στις 23 Απριλίου.
Σύμφωνα με τους όρους του τρίτου και οριστικού πρωτοκόλλου συνθηκολόγησης, που υπογράφηκε στις 23 Απριλίου, η «Ελληνική Στρατιάν Μακεδονίας- Ηπείρου» θα παραδίδονταν στους Ιταλούς και τους Γερμανούς, οι στρατιώτες θα ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ενώ οι αξιωματικοί, λόγω της ανδρείας τους, θα διατηρούσαν τον οπλισμό τους. Αξιωματικοί και οπλίτες θα συγκεντρώνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και μετά το τέλος των εχθροπραξιών θα απελευθερώνονταν.
Τελικά και αυτοί οι όροι έγιναν αποδεκτοί. Οι στρατιώτες έπρεπε να παραμείνουν στις θέσεις που είχαν μέχρι την αποστράτευσή τους. Όμως δεν έγινε το ίδιο με όλες τις μονάδες, οι οποίες μόλις μάθαιναν την είδηση της παράδοσης πετούσαν τα όπλα τους, διέλυαν την παράταξη και ακολουθούσαν το δρόμο που πίστευαν ότι θα τους οδηγούσε συντομότερα στον τόπο τους. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο αποχωρισμός από τα όπλα σήμανε τον έσχατο εξευτελισμό του μαχητή. Αυτό το αίσθημα εκφράσθηκε από τον ταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Βερσή, που τη στιγμή της παράδοσης έδωσε εντολή να καταστραφούν τα πυροβόλα της μοίρας του και αυτοκτόνησε, ενώ οι στρατιώτες της μοίρας του έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο.
Μετά τη συνθηκολόγηση, στις 23 Απριλίου, τόσο ο βασιλιάς όσο και η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναχωρήσει για την Κρήτη, αφού προηγουμένως εξέδωσε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Οι μέρες που ακολούθησαν από την αναχώρηση της κυβέρνησης και του βασιλιά και της κυβέρνησης ως την είσοδο των Γερμανών στην πρωτεύουσα, ήταν μέρες μεγάλης δοκιμασίας. Η κυκλοφορία απαγορευόταν το βράδυ και την τάξη στη Αθήνα είχε αναλάβει το φρουραρχείο της πόλης. Πολλοί εγκατέλειψαν την Αθήνα ακολουθώντας την κυβέρνηση για την Κρήτη ή την Μέση Ανατολή, ή κατέφυγαν στην Πελοπόννησο και τα νησιά.
Τις μόνες εκδηλώσεις ενθουσιασμού και λίγες ελπίδες για το μέλλον προκαλούσαν τα τελευταία βρετανικά στρατεύματα που περνούσαν από τα λιμάνια της Αττικής ή κατευθύνονταν προς την Πελοπόννησο για να διαπεραιωθούν στην Κρήτη και την Αλεξάνδρεια. Την παράλυση και το χάος επέτειναν οι συνεχείς βομβαρδισμοί από τα εχθρικά αεροπλάνα που έπλητταν ανενόχλητα δρόμους και λιμάνια.
Τέλος, στις 27 Απριλίου το πρωί, τα πρώτα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην πρωτεύουσα. Η γερμανική φάλαγγα πέρασε από τους έρημους σχεδόν δρόμους της Αθήνας με κατεύθυνση την Ακρόπολη, όπου οι Γερμανοί έστησαν την σημαία τους. Άρχιζε ένα νέος κύκος μαρτυρίου για την πρωτεύουσα και για τη χώρα γενικά.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους